Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

ΕNSEMBLE ECONOMIQUE – “PHYCHICAL” (2010)

Δεν περνά εβδομάδα που να μην κυκλοφορεί κάτι ενδιαφέρον από την αχανή new age / synth drone / hypnagogic σκηνή των HΠΑ. Πραγματικά, οι άνθρωποι χαμένοι μέσα στα ληγμένα ναρκωτικά και την δική τους new age θρησκειολογία, βρίσκονται σε ένα δημιουργικό οργασμό. Το 2010 ήταν η χρονιά των αστικών νεοσαμάνων. Έτσι και ο Brian Pylon αφήνει στην μπάντα για λίγο τους σχεδόν improv πειραματιστές Starving Weirdos, που λογίζονται ως η κύρια απασχόληση του , για να προσφέρει και αυτός, ως Ensemble Economique το δικό του μουσικό τοτέμ στον νέο-αποκρυφιστικό ναό που ορθώνεται μεγαλοπρεπής στην άλλη πλευρά του ατλαντικού. Για άγνωστους λόγους το “Phychical” είναι απροκάλυπτα αιμοσταγές και σκοτεινό. H ροή του άλμπουμ τελετουργικά ατμοσφαιρική, ακριβώς σαν ένα soundtrack για μία 70ς κούκου underground ταινία – thriller που δεν έχεις δει, αλλά ονειρευτεί, ως εφιάλτη, πολλές φορές. Το σκηνικό είναι στημένο σε μια όχι τόσο φιλόξενη Αφρικανική χώρα, όπου διάφορες ακατάληπτες μαγικές πράξεις λαμβάνουν χώρα και εσένα, ως δυτικό, σου παγώνουν το αίμα. Το νοιώθεις αυτό ακούγοντας τα κυκλωτικά synth riffs, τα περιπαικτικά hand drums, την αντήχηση των ρυθμικών congas, το λασπωμένο wha- wha στην κιθάρα, την οχλαγωγία στο βάθος, τα πνιχτά ουρλιαχτά. Και ο εμπνευστής της όλης σκοτεινής τελετουργίας έχει δέσει όλα αυτά τα ηχητικά - απόκοσμα τόσο αρμονικά μεταξύ τους, έτσι όπως γλιστρά η μία λούπα πάνω από την άλλη, που οι ζοφερές εικόνες έρχονται μπροστά στα μάτια σου ξανά και ξανά. Σε ένα σημείο αρθρώνεται, μέσα από την ανίερη μουσική διαστρωμάτωση, μια τριτοκοσμική reggae – guru φωνή να προστάζει “Ray / Yellow sun / Blood / Zulu / Ninja / Danger / Marijuana”, λέξεις που παίζουν άσχημο παιχνίδι στο συλλογικό ασυνείδητο του δυτικού. Αργότερα, ο ίδιος τύπος περιπαίζει με τη αίσθηση μας του τι είναι reggae dub, λέγοντας με cool τζαμαϊκανό ύφος “This Is The Real Ting”, ενώ γύρω μας οι συνθο-λούπες έχουν γίνει ακόμα πιο τρομακτικές και ο guest Τοm Carter σολάρει σαν τον Hendrix. Ηδονική ανατριχίλα… Tελικά, μπορεί ο μεγάλος αρχιτέκτονας των καυτών τροπικών tribal ηχοκόσμων να είναι ο αγαπημένος μου Stalllones με τους Sun Araw, αλλά ο Pylon προσφέρει να μια άλλη πιο ανατριχιαστική οπτική στη fourth world ψυχεδέλεια που μας καταγοήτευσε μέσα στο 2010.

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΤΗ FULLERTON WHITMAN – “DISINGENUITY B/W DISINGENIUSNESS” (2010)

Ο Keith Fullerton Whitman είναι από τις παλιές καραβάνες στο χώρο της σύγχρονης εναλλακτικής ηλεκτρονικής μουσικής πολύ πριν από το noise / hypnagogic ρεύμα παρασύρει νέους και παλιούς στην γλυκιά του λήθη. Έχει περάσει ξώφαλτσα από όλα σχεδόν τα υποείδη της avant electronica αυτά τα 10 χρόνια που ασχολείται με την σύνθεση, από το οργανικό ambient του “Antithesis” έως το νευρικά breakbeats που κυκλοφορεί υπό το ψευδώνυμο Hravski. To “Disingenuity b/w Disingeniusness” είναι το πρώτο του «επίσημο» άλμπουμ μετά από τέσσερα χρόνια, ανάμεσα σε άπειρα CD – R και καταγράφει την ραγδαία πρόοδο του Whitman όχι τόσο στην έξυπνη ηχογράφηση της πρώτης ηχητικής του ύλης αλλά στον αυτοσχεδιαστικό τρόπο που χειρίζεται την ψηφιακή πληροφορία. Ο τρόπος που κατασκεύασε τα δύο κομμάτια που καλύπτουν κάθε πλευρά του LP είναι αρκετά πολύπλοκος αφού αφορά την διαδρομή τυχαία ηχογραφημένων ήχων από contact mics μέσα από τις αναλογικές ηχο-σύραγγες ενός modular synth , με την τελική επεξεργασία να γίνεται με τα συνήθη ψηφιακά μέσα. Η όλη σύλληψη έχει πολλά κοινά με τα music concrete πειράματα στα μέσα του 20ου αιώνα. Εξάλλου, κάθε πλευρά αφιερώνεται από τον Whitman σε 5 – 6 συνθέτες πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής avant garde. Διακρίνεται, όμως, μια πιο φρέσκια πνοή που προσδίνεται, κυρίως, από τα σύγχρονα πολλαπλά φιλτραρίσματα και τα επιφανιοδραστικά εφέ. Η πρώτη πλευρά είναι πιο ακατάστατη, άναρχη σχεδόν, στην ροή της, σαν να προσπαθεί να εξαντλήσει κάθε ηχητικό πόρο του προσφέρει το set up του χωρίς να ενδιαφέρεται για την αρμονική ανάκλαση αυτών που επί τόπου κατασκευάζει. Και ο ακροατής, εάν είναι προσεχτικός, καβαλά, όπως ο Whitman, τις απρόβλεπτες στροφές στην ηλεκτρονική κούρσα και ενθουσιάζεται από την έξαψη του αγνώστου. Στην δεύτερη πλευρά, ο Whitman φαίνεται να έχει σβήσει την δίψα του για ασταμάτητη ποικιλία ήχων και επικεντρώνεται στην ανάπτυξη ενός ανεβαστικού κοσμικού πρώτο – ηλεκτρονικού μοτίβου που μέσα από τις έξυπνες παραμορφώσεις μεταμορφώνεται σε μια επικών διαστάσεων νέο - space εξτραβαγκάντζα, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στον Oneohtrix Point Never και τον Stockhausen।Μια πραγματικά ασύλληπτη ρετρό-φουτουριστική avant – garde άσκηση ύφους που σε καθηλώνει. Αδιαμφισβήτητα, ο συγκεκριμένος δίσκος δεν είναι εύκολος. Δεν έχει να κοινωνήσει κάτι εύληπτο όσες φορές κι αν τον ακούσεις. Δεν είναι φωτεινός ή σκοτεινός, δεν χειραγωγεί συναισθήματα, δεν σοκάρει . Δεν είναι καν noise. Δεν έχει, όμως, ούτε ένα nanosecond που να σταματά να στροβιλίζεται στο δικό του αναλογικό – ηλεκτρονικό σύμπαν. Σε μια άλλη ηχητική πραγματικότητα, αληθινά εξώκοσμη.

((E A R)) ((E Y E))

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

SEIJAKU - "MAIL FROM FUSHITSUSHA" (2010)

Μου είναι πολύ δύσκολο να βρω λέξεις για τον κοφτερό μουσικό πλανήτη που λέγεται Keiji Haino. Και αυτό διότι δεν υπάρχουν μουσικοί όροι, συμβατικές εκφράσεις, κλισέ που να μπορείς να πατήσεις επάνω τους για να καταφέρεις να εξηγήσεις τι στο διάολο γίνεται με αυτή τη θρυλική (τουλάχιστον) περσόνα, που έχει ένα κάρο δίσκους κυκλοφορήσει εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια. Ο Ιάπωνας βετεράνος με τα μακριά λευκά μαλλιά και τα μαύρα γυαλιά, ο βιρτουόζος της ηλεκτρικής κιθάρας και του αυτοσχεδιασμού, ο θιασώτης της σκληρής πειραματικής μουσικής και της αδόμητης ηχητικής έκφρασης, επιστρέφει μετά από ένα μικρό διάστημα αποχής. Επιστρέφει με την – επίσημα – καινούργια του μπάντα, τους Seijaku, σε ένα εκρηκτικό τρίο. Πλαισιωμένος λοιπόν από τον Mitsuru Nasuno στο μπάσο (μέλος των παλιών Ground Zero μεταξύ άλλων) και τον Yohsimitsu Ichiraku ( I.S.O και Acid Mothers Temple) ο Haino χαϊδολογεί περίτεχνα την κιθάρα του συνθέτοντας ένα υβρίδιο που ο ίδιος ονομάζει blues του 21 αιώνα. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι blues – σίγουρα υπάρχει μια αντίστοιχη σκοτεινή και θολή ατμόσφαιρα – δεν ξέρω επίσης κατά πόσο είναι rock, κατά πόσο είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από Keiji Haino! Αυτή η κυκλοφορία (δίδυμη με την You Should Prepare To Survive Through Even Anything Happens) ξεκινάει με μερικά δευτερόλεπτα σιγής – ακούγεται μόνο το «φύσημα» από το καλώδιο του ενισχυτή. Σιγά-σιγά, μια υπόνοια μελωδίας χτίζεται στο βάθος από το μπάσο, που ακολουθάει μαεστρικά μία λίγο ντροπαλή και λίγο ετοιμόρροπη αισθητική χροιά για όλο το υπόλοιπο album, με τα drums να χορεύουν πάνω στην ησυχία και την φασαρία, τον ρυθμό και την αρρυθμία – το ίδιο αναποφάσιστα και μετέωρα με το μπάσο. Κάπου ανάμεσα στέκει η κιθάρα του Haino, με την απόλυτη ισορροπία μεταξύ της βαβούρας και της μελώδιας, αντιπαράθέτει τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και το παιχνίδισμα με τη σιγή, με απλά λόγια η γνωστή μουσική πρόζα του Ιάπωνα, το εντελώς ιδιαίτερο και προσωπικό του στυλ που τον έχει εδραιώσει στο μουσικό στερέωμα. Η φωνή του, όπως πάντα, επιδρά σαν ένα επιπλέον όργανο, άλλοτε πιο επιθετικά και άλλοτε πιο ήπια, άλλοτε με κραυγές και ουρλιαχτά, άλλοτε ψιθυριστά, βάζει και αυτή το λιθαράκι της στη πλήρως νεφελώδη ηχοπλασία του δίσκου.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω και να γράφω κι άλλες αρλούμπες για αυτό τον δίσκο ή θα μπορούσα να ξεκινήσω να μπουρδολογώ για το You Should Prepare To Survive Through Even Anything Happens, που κυκλοφορεί ταυτόχρονα με το Mail From Fushitsusha (τη πρώην μπάντα του Haino, που διαλύθηκε με τον θάνατο του μπασίστα Yasushi Osawa). Θα μπορούσα να αναλύσω και με άλλα άχρηστα λόγια τη μουσική του Haino ή να γράψω ένα ακόμη λατρευτικό κατεβατό για κάποια παλιά του κυκλοφορία, σα τους επίσης δίδυμους δίσκους Black Blues, ότι πιο πλησιέστερο ηχητικά στα δύο album των Seijaku, μα νομίζω πως δεν έχει κανένα νόημα. Θα σταματήσω κάπου εδώ για να απολαύσω ξανά και ξανά τα πρόσφατα αστραφτερά, σα ξυράφια, διαμάντια του Ιάπωνα mastermind της ηλεκτρικής κιθάρας…

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΝΑLLE - "WILDER SHORES OF LOVE" (2010)

Σου συμβαίνει αυτό κάποιες φορές με διάφορους καλλιτέχνες και είναι ξαφνικά ευχάριστο όταν γίνεται. Ξέρεις, η περίπτωση που έχεις ακούσει τις παλιότερες δουλειές τους, δεν έχεις συγκινηθεί ιδιαίτερα, έχεις βάλει την ταμπέλα «δεν μου κάνει» και ξάφνου ακούς κάτι νέο και λες «όπα, εδώ παίζεται κάτι πολύ καλό, πως δεν το πήρα χαμπάρι πιο πριν;». Κάπως έτσι λειτούργησε σε μένα η πολύ – πολύ ξεχωριστή φωνή της Hanna Tuulikki που καθοδηγεί τους Nalle σε αυτό το μεγαλούργημα βρετανικού free folk. Στις παλιότερες δουλειές της αλλά και στο σχήμα του φίλου της Chris Hladonski, Family Elan, η φωνή της πεταχτούλας Αγγλο-Φιλανδέζας μου ακούγονταν παράταιρα φάλτσα, εκνευριστικά παράφωνη. Μάλιστα, ο λόγος που δεν αγάπησα το φετινό “Βow Low Bright Glow” των Elan όσο ο McPan, ήταν η δική της ερμηνεία. Και αλήθεια είναι ότι ακόμη πιστεύω ότι στους Elan το ζεύγος Tuulikki / Hadilski βρίσκεται σε αντιπαράλληλα σύμπαντα, η μια κάπου τσιρίζει, στην άλλη πλευρά ο άλλος παίζει –ψυχωμένα σίγουρα- διονυσιακό ethno folk, αλλά τελικά δεν συναντιούνται ποτέ.
Στους Nalle τα πράγματα μουσικά τίθενται σε άλλη βάση, αφού όλες οι ενορχηστρώσεις ακοπανιάρουν ιδανικά, είτε διακριτικά, είτε θορυβωδώς, κάθε ανώμαλο σκαμπανέβασμα του ιδιόρρυθμου οργάνου που φέρει στο λαιμό της η Tuulikki. Πράγματι , από μια σπαστική καρακάξα έχει μεταμορφωθεί σε ένα μαγευτικό ξωτικό που χοντρικά ακούγεται σαν την Kate Bush υπό την επήρεια ισχυρών ψυχοτρόπων που κυκλοφορούσαν στα 60ς ή αν θες σαν την Joanna Newsom μακριά από τον ναρκισσιστικό της καθρέπτη, χαμένη κάπου σε ένα δάσος του βορρά. Ξέρει πλέον πώς να χρωματίσει συναισθηματικά κάθε ελλειπτική στροφή των δύστροπων μπαλαντοιδών κατά κύριο λόγο συνθέσεων της. Παράλληλα, ο Hladonski στα καθαριστικά έγχορδα και στο πιάνο και ο Aby Vulliamy στη βιόλα, μαγεμένοι από την εξώκοσμη ομορφιά των λαρυγγισμών της, υφαίνουν με προσοχή ένα εύθραυστο free folk ιστό γεμάτο μελωδικά αρπίσματα και στοιχειωμένες δοξαριές, σαν να μην θέλουν να ταράξουν την κατάνυξη της περίστασης. Mια ατμοσφαιρική folk κατάνυξη που τροφοδοτείται και από το επιμελημένο concept χαρακτήρα των στίχων και του artwork γύρω από τον αρχαίο μύθο των καταραμένων εραστών Λέανδρου και Ηρούς . Μόνο στο εκστατικό “Songthrush” η μουσική ξεφεύγει οργιαστικά σε πιο άμορφους πρώτο - Incredible String Band ρυθμούς με την καθοριστική συμμετοχή του Alex Neilson στα drums (έναν έχουμε να τα βαράει εκεί πάνω, αλλά είναι καλός!).
Συνολικά, το “Wilder Shores Of Love” είναι ένα μοναδικό μουσικο - ερωτικό όνειρο / ταξίδι και σίγουρα η κορυφαία κυκλοφορία στο βρετανικό free folk για φέτος μαζί με το “Abandoned Love” των πιο παραδοσιακών Τrembling Bells.

((E A R)) ((E Y E))

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ROSE KEMP – "GOLDEN SHROUD" (2010)

Όσο κι αν πλέον οι περισσότερες νέες metal κυκλοφορίες με κουράζουν με την έλλειψη πρωτοτυπίας τους, δεν θα μπορούσα να κλείσω τα αυτιά μου στο επικό doom metal ντελήριο του νέου άλμπουμ της Rose Kemp. Κόρη της Maddy Prior και του Rick Kemp αμφότερα μέλη του μοναδικού αξιόπιστου στα 70ς βρετανικού folk rock γκρουπ Steeley Span, η Rose δεν έπεσε ακριβώς κάτω από την μηλιά για να σαπίσει, αλλά την παρέσυρε ένα πιο σκοτεινό και βαθύ ποταμάκι παραδίπλα. Σίγουρα, η αξιοθαύμαστος έλεγχος σε ότι ξεστομίζει το ανίερο της λαρύγγι και η στερεή τοποθέτηση της φωνή πάνω από της κολασμένα riffs της ιδίας παρακαλώ, είναι κληροδότημα της χωριατοπούλας μαμάς της, αλλά η γνώμη μου είναι ότι η Rose διαθέτει πολύ μεγαλύτερη δυναμική έκταση. Μπορεί να περνά πανεύκολα από υμνικές folkie πολυφωνίες και μυστικιστικές απαγγελίες σε death metal μουγκρητά και σπάνιες στις μέρες μας NWBHM λατρεμένες τσιρίδες. Τώρα, τo ευτύχημα είναι ότι , οι τρεις μακροσκελείς συνθέσεις που περιέχονται στο “Golden Shroud” είναι για πρώτη φορά στην καριέρα της σε αντιστοιχία με το φοβερό φωνητικό της ταλέντο. Το περσινό “Unholy Majesty” κατά την γνώμη μου έπασχε από φρέσκιες ιδέες και έλλειψη εκτελεστικής δεινότητας. Εδώ, έχουμε την τέλεια ισορροπία μεταξύ βρετανικών psych folk μελωδιών, νεκροταφικών doom metal κιθάρων, groovy Sabbathικών riffs, υποβλητικών Sunno))) βόμβων σε ένα ανατριχιαστικό occult περιβάλλον με οδηγό το αφηγηματικό ύφος μιας καλής metal κυκλοφορίας και παραγωγή ξερή αλλά διάφανη. Πραγματικά, δεν ξέρω αν κάνουν κούκου όλα αυτά στο μέσο μεταλλά, αλλά εμένα με έκανα να κοπανιέμαι πνευματικά μετά από πολύ καιρό…

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

DOUBLE LEOPARDS - "LIVE AT W.F.M.U." (2003)

Την εποχή που ακόμη δεν γινόταν μαζικό download, την εποχή που ακόμη πολλοί απ’ εμάς επενδύαμε μερικά χρήματα παραπάνω στην αγορά δίσκων, την εποχή προ ψηφιακών δισκοθηκών σε σκληρούς δίσκους, τότε, στο μακρινό 2003, πριν διαλυθούν οι Double Leopards και λίγο πριν εκδώσουν το (μάλλον) καλύτερο τους δίσκο, το Halve Maen στην Eclipse, είχα αγοράσει αυτό το cd-r, μέσα στη παραζάλη μου έπειτα από ένα εξουθενωτικό live τους. Ξεσκονίζοντας τις προάλλες τα πίσω-πίσω ράφια της δισκοθήκης μου το βρήκα ξανά. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω τι ήταν, να θυμηθώ το τι και το πώς, μια ανεπίσημη κυκλοφορία που είχα ξεχάσει ότι βρισκόταν στη κατοχή μου. Έπειτα έβαλα το δισκάκι στο στερεοφωνικό, ανυπόμονος για το πώς θα μου ακούγεται σήμερα κάτι που τότε μου είχε φανεί εξαιρετικά περίεργο και εξωτικό. Και τελικά, μετά από προσεκτική ακρόαση, μου φάνηκε ακριβώς το ίδιο. Περίεργο και εξωτικό. Απόμακρο και άμεσο. Επιθετικό και ζεστό. Το τρίο από τη Νέα Υόρκη, που έχει το δικό του μέρος στο μύθο της σύγχρονης πειραματικής drone και noise σκηνής, δίπλα στους Mouthous, Hototogisu, Ashtray Navigations, Vibracathedral Orchestra, Yellow Swans και πολλούς άλλους, έχει έναν ιδιότυπο ήχο: ένα πολυεπίπεδο συνονθύλευμα από λούπες και ήχους που καταλήγει σε ένα σχεδόν φυσικό drone-noise, άκρως ψυχεδελικό και τριπαριστό, εννοείτε. Τα κομμάτια τους χτίζονται πάντα σιγά-σιγά, σταδιακά, μία λούπα εδώ, ένα field recording εκεί, λίγα πλήκτρα παραπέρα, μια υπόνοια μελωδίας κάπου στο μεσοδιάστημα, ήχοι, φωνές και electronics, όλα σε ένα ατελείωτο οικοδόμημα ψυχοτρόπους σύνθεσης. Έτσι ακούγονται και εδώ, σε αυτή την live (απ’ όσον υποθέτω) ηχογράφηση – εξάλλου η μουσική τους είχε μεγαλύτερο νόημα και φυσικά μεγαλύτερη επίδραση όταν τους έβλεπες ή καλύτερα τους άκουγες ζωντανά. Τα δύο κομμάτια, περίπου εικοσάλεπτης διάρκειας, που περιέχονται σε αυτό το cd-r, επιβάλλουν μια έντονη κυκλοθυμική ατμόσφαιρα, ένα αλλόκοτο ηχοτόπιο, μία μαγική χημεία ήχων. Είναι λίγο πιο υποτονικό και πιο ήρεμο από τις συνηθισμένες τους ηχογραφήσεις, μα σίγουρα, το ίδιο επιβλητικό. Ελπίζω να μην περάσουν τόσα χρόνια και τόση σκόνη από επάνω του, μέχρι την επόμενη φορά που θα μπει στο στερεοφωνικό μου.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

CALL BACK THE GIANTS - "CALL BACK THE GIANTS" (2010)

Περίεργο και δύστροπο. Κάπως έτσι, με δύο λέξεις, θα μπορούσα να σχολιάσω το ομότιτλο δίσκο των Call Back The Giants, πίσω από τους οποίους βρίσκεται ο Tim Goss, ο κιμπορντίστας των Shadow Ring. Τα συνολικά οχτώ κομμάτια εκπέμπουν μία αρκετά έντονη , μα και λιτή, αισθητική. Λιτή και ταυτόχρονα σκοτεινή και απόμακρη. Οι συνθέσεις, που θυμίζουν πολλά από τους Shadow Ring, βασίζονται φυσικά στα πλήκτρα, μα και σε διάφορα απόκοσμα drones, σε θολές και βασανιστικές φωνές, σε μία άκρως στοιχειωμένη ατμόσφαιρα. Εσωστρεφής και ιδιόρρυθμη, αύτη η Limited έκδοση, μπολιάζει κάπως τον πρώιμο ήχο των Nurse With Wound, τα πιο ήρεμα πονήματα των Coil, τα αφαιρετικά ηχοτόπια του Andrew Chalk και φτάνει μέχρι τα όρια του Basil Kirchin - με άλλα λόγια τα πιο σκοτεινά μέρη της ανεξάρτητης βρετανικής μουσικής σκηνής. Ταυτόχρονα όμως ο Tim Goss, με την απλότητα που έχουν τα κομμάτια του, κατορθώνει να παραμένει άμεσος και σχεδόν συναισθηματικός – με αποκορύφωμα αυτής της πτυχής το Lament που ακούγεται λες και έχει βγει από τα σπλάχνα ενός βομβαρδισμένου προαστίου μιας μεγαλούπολης. Με έναν εντυπωσιακά μινιμαλιστικό τρόπο οι Call Back The Giants μπορούν να εκφράζουν με άνεση ένα κλειστοφοβικό και μισερό soundtrack, σε ένα δίσκο που ξεκινάει με διάφορα σκόρπια drones και σταδιακά τα κομμάτια αποκτούν ολοένα και περισσότερο δομή, όλο και περισσότερο την αίσθηση της μελωδίας, όλο και περισσότερους στίχους πάνω από τα βαριά πλήκτρα, για να φτάσει σε κομμάτια όπως το Autumn Green, με τη ψιθυριστή φωνή και μία γλυκιά μελωδία που σε πιάνει από τα μαλλιά και το Μy Brother, που στέκει ανάμεσα στον Richard Youngs και τους The Focus Group. Ένας δίσκος που είναι μία κατηγορία μόνος του – ακριβώς όπως ήταν και οι Shadow Ring άλλωστε – που όσες φορές και να το ακούσεις, δύσκολα το χορταίνεις.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

BILL WELLS & STEFAN SCHNEIDER - "PIANOTAPES" (2010)

Για μια ακόμη φόρα ο ταλαντούχος και πολυμήχανος Σκοτσέζος συνθέτης, ο Bill Wells, συνεργάζεται με το μέλος των To Rococo Rot, Stefan Schneider. Εδώ κυριαρχεί το πιάνο που παίζει ο Wells, οι μελωδίες που διασπείρονται μέσα στις κλίμακες, ο απλός και τόσο ζεστός αυτοσχεδιασμός, μια περίπου σπουδή ύφους, που προσωπικά μου θυμίζει έντονα τον Chris Abrahams, των αυστραλών The Necks. Τα δέκα κομμάτια που υπάρχουν εδώ, ουσιαστικά άτιτλα, απλώνονται σε χώρο και χρόνο, παίζουν με την έννοια των ήχων και της απουσίας τους, με τη μελωδία και το ρυθμό, όλα χτισμένα πάνω στο χαρακτήρα του πιάνου και η παρέμβαση του Schneider κινείτε σε ένα δεύτερο επίπεδο, σε ένα πίσω layer, σιγοντάροντας στην ουσία στην ατμόσφαιρα του όλου εγχειρήματος γεμίζοντας τον ήχο, είτε με λούπες, είτε με reverb, είτε με παραμορφώσεις (χρησιμοποιώντας ένα παλιό μηχάνημα μαγνητοταινίας reel-to-reel, με το οποίο μαγνητοφωνεί επιτόπου τα όσα παίζει ο Wells και έπειτα τα επεξεργάζεται- εξ ου και ο τίτλος του δίσκου). Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα ατμοσφαιρικό, νωχελικό και πράο, η ηρεμία και ισορροπία επικρατούν πλήρως σε αυτή την άκρως οργανική και θερμή ηχογράφηση, ένα περίπου ambient, περίπου environmental ακουστικό χαλαρωτικό, με όλη την μαγεία της απλότητας, του αυτοσχεδιασμού, της πλήρους αποστροφής σε κάθε νόρμα.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

EXPLODING STAR ORCHESTRA – “STARS HAVE SHAPES” (2010)

Ακολουθώ (όχι και πολύ πιστά!) την πορεία του κορνετίστα Rob Mazurek από τα 90ς όταν με τους Chicago Underground είχε παντρέψει με επιτυχία το ανερχόμενο τότε post rock του Chicago με τη πιο εξπρεσιονιστική free jazz των μεγάλων των 60ς – 70ς. Φύση ενθουσιώδης ο Mazurek, όταν οι υπόλοιποι αξιόλογοι νέοι μουσικοί της σκηνής του Chicago μείνανε από γκάζι στις αρχές του 2000, αυτός συνέχισε απτόητος με τους Underground και μέσα στο πνεύμα της νέας εποχής που σε θέλει να είσαι πιο ευέλικτος σε συνεργασίες, δημιούργησε τους Exploding Star Orchestra μια 15μελή ορχήστρα με τους καλύτερους post – jazz παίκτες του Chicago και τον ίδιο στον άτυπο ρόλο του ενορχηστρωτή. Η τρίτη ηχογράφηση αυτού του all star group έρχεται δύο χρόνια μετά το επιτυχημένο “” με τον Bill Dixon, και μάλλον αποτελεί την πιο μεστή κυκλοφορία του σχήματος και σίγουρα μια από τις κορυφαίες στιγμές της προοδευτικής jazz μέσα στο 2010. Η ποικιλία των οργάνων και η επιδεξιότητα των παικτών είναι δεδομένη, αλλά είναι η συνολική προσπάθεια για μια άψογο αποτέλεσμα, η αγάπη για την παράδοση της Free Jazz και η χαλαρή αρμονική μετάβαση από το ένα θέμα της ορχήστρας στο άλλο είναι που κάνει τους Exploding Stars να ακούγονται σαν ένα διηνεκές μουσικό ταξίδι σε ένα όμορφα άτονο σύμπαν - σαν συνεχείς θεαματικές εκρήξεις αστέρων όπως τους θέλει το όνομα τους και όχι σαν ένα ορυμαγδός από δήθεν avant jazz πειραματιστές. Όπως είναι φυσικό, το κοσμική αύρα του Sa Ra κυριαρχεί αισθητικά, με μια δόση από funky ρυθμική πλαστικότητα σε κάποια σημεία. Το αξιοπρόσεκτο με τον Mazurek ότι μέσα σε αυτή την πλούσια ηχητική πανδαισία βρίσκει χώρο για να προσθέσει και κάποια δικά του επεξεργασμένα προηχογραφημένα field recordings χωρίς να σπάει την συνοχή του ήχου, προσδίνοντας αυτή την μετά-μοντέρνα πινελιά που φέρνει, με μιας, την ορχήστρα στο επίκεντρο της νέας μουσικής του 21ου αιώνα. Ακούστε το έξω από την πόλη, την νύκτα και η πεφταστέρια θα βρει την δικής μουσική της συντροφιά.

((E A R)) ((E Y E))

CABOLADIES – “LIVE ANYWHERE” (2010)

H περίπτωση των Caboladies μοιάζει τυπική. Ένα ακόμη hypnagogic drone σχήμα που κάνει καλή μουσική για το είδος αλλά δεν έχει τον εμβληματικό ήχο του Ferraro, την έφεση σε πιο εύκολες μελωδίες του Oneohtrix Point Never, την αισθητική τελειότητα των Outer Limits Recordings, τις φοβερές αρμονικές του Pete Swanson. Οι Chris Bush και Eric Lanham από το Chicago που απαρτίζουν τους Caboladies μοιάζουν να ενδιαφέρονται μόνο για την μουσική τους και όχι για το όλο «πακέτο» ιδιαίτερα, καθώς τα εξώφυλλα των LP τους είναι μάλλον αδιάφορα και τα κομμάτια που γράφουν δεν έχουν καν τίτλους. Το “Live Anywhere” είναι μια ζωντανή ηχογράφηση στον WHPK 88.5 FM του Chicago στην αρχές του 2010. Τώρα, ποια σημεία ήταν ζωντανά και αυτοσχεδιασμένα και ποια ήταν προηχογραφημένα δυστυχώς με αυτό το είδος της συνθετικής / ηλεκτρονικής μουσικής ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Καταφεύγουμε λοιπόν στην ελληνική ποδοσφαιρική λογική και λέμε ότι θα κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Και πράγματι, το LP αυτό είναι ένα πολύ ευχάριστο άκουσμα που ξεκινά με ένα πολύ ευκίνητο bleepy κομμάτι που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σχεδόν IDM στην ρομποτική σπαστικότητα του, συνεχίζει με περισσότερα πολυχρωματικά hypnagogic techno τερτίπια στα επόμενα κομμάτια και κλίνει με ένα διαλογιστικό drone outro. Όλα σοφά μελετημένα, λοιπόν, από τους Caboladies που ξέρουν, τελικά, να φτιάχνουν αρκούντος εξωγήινα synth new age ηχοτόπια.

((E A R)) ((E Y E))