Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

THE NECKS - "MINDSET" (2011)

Κάθε album των Necks είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η μονότονη και ιδιότυπη jazz που παίζουνε, συνυπάρχει με τον αυτοσχεδιασμό, την ρυθμικότητα, την αέναη περιδίνηση γύρω από ένα κυκλικό μουσικό μοτίβο. Οι αυστραλοί βετεράνοι έχουν βγάλει τα καλύτερα album για να σε πάρει ο ύπνος (και αυτό είναι κομπλιμέντο), όπως το “Mosquito/See Through” και το “Drive By”, αριστουργηματικά μουσικά χαλιά για οποιαδήποτε δραστηριότητα, σαν το “Sex” και το “Chemist” – δίσκοι που θα ζήλευε ο Brain Eno όταν εισήγαγε τον όρο environmental music και, σε γενικές γραμμές, αυτή η επίμονη μονολιθικότητα, η αφαίρεση, η στατική ροή στον ήχο τους, στοιχεία που τα έχουν αναγάγει σε επίπεδα τελειότητας, είναι μοναδιαία και συγκλονιστικά όταν καταφέρουν να σε παρασύρουν στο ψυχοτρόπο κόσμο τους. Είχα διαβάσει λίγες μέρες πριν για το νέο τους κατόρθωμα, το Mindset, και περίμενα να το ακούσω με αγωνία, όπως κάθε δίσκο τους άλλωστε. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, κατάλαβα πως οι Necks δεν αστειεύονται. Το τρίο δεν αναλώνεται σε νότες απλωμένες στη σιγή, δε περιμένει το χρόνο να αποκαλύψει τη μελωδία, δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Σου εκτοξεύει εξ αρχής ένα ηχητικό τείχος με τα επιθετικά drums και τα ασταμάτητα πιατίνια, ενώ ο Chris Abrahams στο πιάνο υφαίνει το μυστήριο πέπλο του άναρχου παιξίματος του. Όσο κυλάει το Rum Jungle, η πρώτη 15λεπτή σύνθεση του δίσκου, το μπάσο του Loyd Swanton μετατρέπετε σε ενορχηστρωτή ενός ανεπάντεχα απολαυστικού θορύβου, που τσιλημπουρδίζει, περίπου, με το No Wave. Τα πάντα δείχνουν τέλεια στα πρώτα μόλις λεπτά – τα πάντα έχουν κορυφωθεί και μένουν εκεί, σε ένα υψηλό σημείο εγρήγορσης που σχεδόν σε εξαντλεί, με μόνο διάλλειμα την εισαγωγή του Daylights, του δεύτερου μέρους του Mindset, που σε κοιμίζει πριν σε τραβήξει ξανά από τα μαλλιά σε ένα jazz ηχητικό νεφέλωμα. Το Mindset δεν μοιάζει με τα περισσότερα album των Necks. Απαιτεί την απόλυτη προσοχή σου στην αρχή, σε προσηλώνει απέναντι από τα ηχεία και σε πετάει στο πραγματικό κόσμο μετά το τέλος των δύο επικών συνθέσεων, μεθυσμένο και ζαλισμένο. Μέσα στο χάος των αμέτρητων κυκλοφοριών που υπάρχουν πια, από αμέτρητους μουσικούς που δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια, στη παραγωγή, στο βέλτιστο αποτέλεσμα – παρά μόνο στο μέσο, στη κυκλοφορία σα κυκλοφορία – οι Necks θυμίζουν ένα ανταριασμένο νησί αρτιότητας που σου καθαρίζει, επιτέλους, τα αυτιά.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

THE SCENE IS NOW - "MAGPIE ALARM" (2011)

Σε μία χρονιά που με χαρά βλέπω αγαπημένους θρύλους του αμερικάνικου indie rock να επιστρέφουν με συγκλονιστικά άλμπουμ, η προσθήκη και του “Magpie Alarm” στην φετινή συλλογή με γέμισε θετικά συναισθήματα στην εποχή της μεγάλης μαυρίλας. Έτσι, μετά τους The Feelies, Steven Malkmus, Thurston Moore, οι άκρως παραγνωρισμένοι νεοϋορκέζοι art- rockers The Scene Is Now ηχογραφούν με πλύστη αυτοπεποίθηση το πιο βατό αλλά και αληθινά εμπνευσμένο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι δυσνόητοι no wave ντανταϊσμοί και νευρικές jazzy ενορχηστρώσεις, που τους απομόνωσαν από το πιο straight indie rock κοινό, ανήκουν πλέον στα 80s. Τα δύο αρχικά μέλη των TSIΝ Philip Dray (κιθάρα) και Chris Nelson ( φωνή) καθοδηγούν τα νεοτέρα, που προέρχονται από την downtown hot jazz σκηνή της Νέας Υόρκης, με τη διαύγεια που επιτρέπουν τα 30 plus χρόνια στο χώρο, σε μια σύγχρονη μουσική πρόταση που ακροβατεί υπέροχα μεταξύ εξωστρεφούς αμερικάνικης folk/country/jazz τραγουδοποιίας και ψαγμένου αβαντγκαρντισμού πάνω σε μια rock βάση. Αν αυτή η περιγραφή οδηγεί στο μουσικό λεξικό του μυαλού σας στο λήμμα Red Krayola / Pere Ubu μέσα πέσατε. Μόνο που οι προαναφερθείς δεν έβγαλαν φέτος δίσκο για να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται. Αντίθετα ,οι TSIN με το “Magpie Alarm” είναι απόλυτα συνεπής στις προσδοκίες που γεννά η ιστορία τους και παίζουν με τη δίπολο pop τραγούδι / προχωρημένα arrangements με άνεση : από την μία οι μελωδικές γραμμές είναι σαφέστατές και συχνά-πυκνά τονίζονται με τον πιο λαμπερό τρόπο από το χαρωπά πνευστά , τις σκαμπρόζικες νότες του πιάνου και τα moody πλήκτρα που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν από τo φαινομενικά πρόσχαρο “Eureka” του Jim O’ Rourke. Από την άλλη, οι κιθάρες παραμένουν την τυπικά νεοϋορκέζικα γωνιώδεις, ενώ οι στίχοι των Nelson / Dray φτάνουν στο επίπεδο αληθινού ποιητικού λυρισμού, αφήνοντας στην άκρη το αψύ ύφος που είχαν στα 80s. Λογική εξέλιξη αφού ο Dray είναι περισσότερο γνωστός για το υποψήφιο για Pulitzer βιβλίο του “At The Hands Of Persons Unknown” , παρά για ότι κάνει με τους TSIN. Ελπίζω, με αυτό το άλμπουμ να λάβει και η υπέροχη μπάντα του το μερίδιο της αναγνώρισης που της πρέπει. Γιατί, ρε γαμώτο, δεν είναι το ίδιο σπουδαίο επίτευγμα να αυνανίζεσαι με τον υπολογιστή / σύνθι σου για να φτιάξεις το επόμενο hype-nagogic lo-fi internetικό δίσκο του μήνα με το να μαζευτεί ένα σεξτέτο καλών μουσικών και να παραδώσουν ένα τέτοιο avant pop αριστούργημα.

((E A R)) ((E Y E))

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

SUISHOU NO FUNE - "BONSAI NO IE" (2011)

To κιθαριστικό ντουέτο των Pirako Kurenai και Kageo ίσως να είναι η τελευταίο εναπομείναν psych rock σχήμα από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Έχοντας απολέσει μέσα στα 00ς τα περισσότερα μοναδικής ποιότητας σχήματα της εμβληματικής ετικέτας του χώρου PSF, οι Suishou No Fune με διάσπαρτες κυκλοφορίες σε δυτικές εταιρίες τα τελευταία χρόνια, αποτελούν μια σίγουρη λύση στο θέμα : που θα βρω να ακούσω spacey rock κιθάρε με θηλυπρεπή γιαπωνέζικα φωνητικά με την απαραίτητη δόση βαβούρας στην ηχογράφηση; Ηχογραφημένο σε ένα Bonsai Shop στο Tokyo το καλοκαίρι του 2010, το άλμπουμ περικλείει, χωρίς πολλές ανατροπές, στα τέσσερα μεγάλης διάρκειας κομμάτια όλο το ζουμί του λυρικού jap psych rock.Η ντελικάτες διπλές κιθαριστικές γραμμές δημιουργούν ανακλώμενους θαμπούς αλλά αιθέριους βόμβους που έχουν ως βάση αφηρημένα bluesy riffs. Εξελικτικά, οι μακροσκελείς συνθέσεις δεν εκρήγνυται σαν ηφαίστειο κιθαριστικού παροξυσμού, όπως στην περίπτωση των Fushitsusha ας πούμε, αλλά παίρνουν τη μορφή μιας χαλαρής ονειρικής μπαλάντας, που όταν προστίθεται τα κλαψιάρικα solos του Pirako και τα άτεχνα αλλά άκρως συναισθηματικά φωνητικά του, πλουτίζουν κομψά τον ήχο τους και τον στέλνουν μακριά σε νέα ψυχεδελικά ουράνια. Σίγουρα, ο ονειρώδης psych rock ήχος τους δεν αποτελεί παρθενογένεση : η κατανυκτική ατμόσφαιρα παραπέμπει στους υπερ-μελαγχολικούς Shizuka, οι μινόρε τόνοι στις κιθάρες στις πιο ατμοσφαιρικές στιγμές των Damon and Naomi, ενώ για κάποιο λόγο τα άγουρα υψίφωνα φωνητικά μου έφεραν στο μυαλό τους Woods.Όμως, πέρα από τις όποιες συγκρίσεις με παλιά και νέα συγκροτήματα, οι Suishou No Fune προσφέρουν εδώ ένα ακόμη καλαίσθητο psych rock τριπάκι - ταμάμ για τον ευαίσθητο στην ιαπωνικό λυρισμό ακροατή.

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

CIRCLE WITH ERKKI KURENNIEMI - "KELL0 12.12"

Κολλημένος στην οθόνη του υπολογιστή, έχω επιδοθεί σε μαραθώνιο ονυχοφαγίας περιμένοντας να πετύχω κάπου αυτή την επική συνεργάσια. Σε άλλες εποχές απλώς θα έτρεχα μανιασμένα σε ένα δισκάδικο. Σε αυτή την εποχή το ρευστό είναι είδος προς εξαφάνιση...
Υ.Γ. Όποιος έχει πληροφορίες για κάποιο link, παρακαλώ να επικοινωνήσει. Είναι μεγάλη ανάγκη.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

OMAR SOULEYMAN - "HAFTA GHARBIA: THE WESTERN CONCERTS" (2011)

Ο ένας και μοναδικός αστέρας της λαϊκής υποκουλτούρας της μέσης ανατολής, περιφέρεται τα τελευταία δύο χρόνια σε διάφορους συναυλιακούς χώρους και φεστιβαλάκια της δύσης, προσφέροντας απλόχερα την ιδιότυπη μουσική του, μαζί με τους πιστούς του συντρόφους. Πίσω λοιπόν από τη κουφίγια και το μαύρο γυαλί ήλιου, την επιβλητική φωνή που σκούζει ανάμεσα στα delay και την αυθεντική μουσική αισθητική της ανατολικής μεσογείου, φανερώνεται ένα μονολιθικό μείγμα από νταούλια και πλήκτρα και ατελείωτα σόλο σε απάνθρωπες ταχύτητες – ένας ανεμοστρόβιλος αμανέ και break-beat, ένα ψυχεδελικό χορευτικό παραλήρημα, που κατορθώνει να μπλεχτεί με όλα τα συναισθήματα. Η sublime frequencies, η εταιρία που τον ανέδειξε στη δύση, αποτύπωσε κάποιες στιγμές από αυτές της συναυλίες σε αυτή τη κυκλοφορία και απέδειξε, στους υπόλοιπους κοινούς θνητούς που δεν είχαν την τύχη να τον απολαύσουν από κοντά, ότι ο κ. Souleyman δεν αστειεύεται: στις συναυλίες του τα δίνει όλα, ξεσηκώνει τα πλήθη, η καταιγιστική μουσική του σε συνεπαίρνει περισσότερο, τα κομμάτια απλώνονται σε διάρκεια, ο αμανές κρατάει για πάντα – σαν υποσημείωση συμπληρώνω εδώ ότι το παλικάρι στα πλήκτρα είναι κυριολεκτικά ασυγκράτητο και είναι πολλές πίστες ανώτερος από πολλούς μέντορες της χορευτικής μουσικής. Μόνο που αυτή η μουσική δε μου κάθετε καλά σε συναυλιακούς χώρους. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Omar να ξεδίνει απέναντι σε ένα κοινό που τον κοιτάει με περιέργεια, προσοχή και προσήλωση – όρθιο και ακίνητο. Όχι. Ο φυσικός του χώρος είναι τα γαμήλια πανηγύρια, η προχειροστημένη πίστα που απέναντι της έχει τραπέζια κτηνωδώς και άπληστα γεμάτα με φαγητά. Τα κρεμασμένα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα λευκά πλαστικά τραπέζια. Εκεί όπου το γλέντι δεν έχει παλαμάκια και μπράβο. Μόνο «έλα» και χορό μέχρι πρωίας. Εξάλλου ο άρχοντας της Συρίας εκεί έβγαζε το ψωμί του μέχρι να τον μυριστούν τα λαγωνικά της δύσης και να μυριστεί αυτός με τη σειρά του το χρήμα. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να έχει γίνει ολίγον της μόδας, να έχει ακουστεί τόσο το όνομα του μέχρις το σημείο να τον καλέσει η Bjork για συνεργασία (που παρεμπίπτοντος η Ισλανδή εξαφανίζετε δίπλα στην επιβλητική περσόνα του Omar, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε εδώ), να προκαλείτε σούσουρο γύρω από τις εμφανίσεις του, μα η αλήθεια είναι πως με τίποτα δεν θα ήθελα να τον δω σε κάποιο όμορφα φτιαγμένο, καινούργιο και μονδέρνο συναυλιάδικο. Θα προτιμούσα να βάλω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο και να παντρευτώ, μόνο και μόνο για να καλέσω τον κ.κ.Omar να μου ορμηνεύσει κατιτίς από τη δισκογραφία του, σε ένα αυθεντικό και άξεστο γλέντι γάμου, με όλη την δολοφονία αισθητικής που αυτός περιλαμβάνει. Εξάλλου δεν βρίσκω και κανένα άλλο σοβαρό λόγο για να παντρευτεί κάποιος σήμερα.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

CHRISTOPH HEEMAN – “THE RINGS OF SATURN” (2011)

Το ελεγειακό αυτό Lp, με το πανέμορφο εξώφυλλο, είναι το τελευταίο πόνημα ενός βετεράνου της νέας avant-garde μουσικής σκηνής, του σεβάσμιου γερμανού Christoph Heeman, γνωστό από το πρωτοποριακό στα 80ς avant rock γκρουπ "H.N.A.S." και στην συνέχεια για τα drone κολλάζ του με τον Andrew Chalk ως Mirror. Aρχικά, το “Rings Of Saturn” κυκλοφόρησε ως limited CD-R πίσω στο 2008 και βασίστηκε στην καλομελετημένη συρραφή διάφορων ηχογραφήσεων του Heeman από το 1997 έως το 2008. Κοντά στο cut-up σουρεαλιστικό στυλ του Stephen Stapleton, αλλά σαφώς πιο γήινος και συναισθηματικός, ο Heeman είναι πραγματικά σπεσιαλίστας στην αναπροσαρμογή τετριμμένων καθημερινών ηχητικών συμβάντων, σε ένα καλοσκηνοθετημένο πλαίσιο, όπου όλα παίρνουν ένα νέο, λιγάκι πιο μυστηριώδες νόημα. Έτσι, fields recordings από πουλάκια που τιτιβίζουν, χαρούμενες συνομιλίες ιταλών και γερμανών χωρικών, κουδούνες και κουδουνίσματα, μαρσαρίσματα από μηχανάκια, γαβγίσματα και τσιρίδες, χαζοχαρούμενα μουσικά θέματα από TV shows, το θρόισμα του ανέμου μέσα από τα φύλλα, αδιάφορη muzak και άπειρα άλλα λιγότερο αναγνωρίσιμα, μιξάρονται με έναν φαινομενικά απλό γραμμικό τρόπο αλλά με τέτοια μαεστρία που αν ανοίξεις το volume αρκετά ψηλά, ώστε να μπορείς να συλλάβεις κάθε ηχητική λεπτομέρεια, ξετυλίγεται μπροστά σου ένα μοναδικό εσωτερικό ψυχόδραμα- ένα auter σινεμά για τα αυτιά. Σε κάπΟια σημεία, όπως στην αρχή της δεύτερης πλευράς, ο Heeman καταπιάνεται και με την παραγωγή ολοδικών του αλλοιωμένων ήχων σε drone ύφος που μιμούνται, όμως, την φυσικότητα των field recordings. Καταυτόν τον τρόπο, και οι δύο πλευρές του LP ρέουν αβίαστα και χαλαρά δημιουργώντας στο μυαλό του ακροατή ατελείωτες εικόνες απερίγραπτης φυσικής ομορφίας .Τελικά, το χειρουργικής ακρίβειας audio processing του σχολαστικού Heeman καταφέρει να μεταφέρει τον ακροατή σε απόκρημνες περιοχές του νου όπου κρύβονται καλά φωλιασμένες αναμνήσεις : μια ανοιξιάτικη εκδρομή στην εξοχή όταν ήσουν μικρός, ή την πρώτη φορά που άκουσες να περνά κάτω από το παράθυρο σου μια καλοπροβαρισμένη μπάντα του δήμου, μόνο για να διαλύσουν αυτές τις στιγμές ξεγνοιασιάς και θαυμασμού ένα καγκουρομηχανάκι που γκαζόνει ανελέητα ή το σκουπιαδιάρικο που πάλι βρήκε την λάθος στιγμή για να περάσει.

((E A R)) ((E Y E))

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

CAUSA SUI - "PEWT'R SESSIONS 2 (EL PARAISO)" (2011)

Ψυχεδέλειας η συνέχεια… Το πρώτο μέρος από αυτά τα θανατηφόρα sessions δεν το πήρα καν χαμπάρι – κυκλοφόρησε νωρίτερα μέσα στη χρονιά και χάθηκε, μάλλον, μέσα στον αμέτρητο πλήθος των δίσκων που βγαίνουν κάθε μήνα. Ευτυχώς, έπεσα πάνω στη δεύτερη κυκλοφορία και έγινα καλά. Και, μέσα στη παραζάλη της ρυθμικής κιθαριστικής καταιγίδας, όλα τα σχόλια μου φαίνονται εντελώς περιττά. Γιατί να μπω στη διαδικασία, άραγε, να χαρακτηρίσω αυτό το πράμα σαν kraut; Σαν βαριά κιθαριστική ψυχεδέλεια; Σαν τζαμάρισμα βγαλμένο από κάποια μαστουρωμένη μπάντα, πίσω στα 70’s; Ότι ταμπέλα κι αν του βάλω, η ίδια η μουσική, που ξεχειλίζει από τα τρία ατελείωτα κομμάτια αυτού του δίσκου, θα την τινάξει μακριά δίχως δεύτερη σκέψη σα ‘ναι κάποιο ενοχλητικό ερπετό. Διότι η συνεργασία του κ. Ron Schneiderman (από τους Sunburned Hand of the Man) με τους Δανούς Causa Sui (που αποτελούνται από τους Jakob Skøtt, Jonas Munk, Rasmus Rasmussen and Jess Kahr), αυτά τα sessions που ηχογράφησαν όλοι μαζί όταν ο κ. Ron επισκέφτηκε την Κοπεγχάγη το 2009, είναι, τουλάχιστον, απογειωτικά. Οι παραμορφώσεις και τα πετάλια κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους πάνω στα ατελείωτα σόλο, τα drums δε σταματάνε να ορμούν με ξεσηκωτική ενέργεια, οι γραμμές πάνω στις οποίες κινείτε το μπάσο σε κολλάνε στο τοίχο, η ψυχεδέλεια δοκιμάζει εντόνως τα όρια της free-rock, οι διαστρωματώσεις είναι συνεχείς και καταιγιστικές, ο θόρυβος ακονίζει τα μαχαίρια του σε μία ασταμάτητη ανηφορική πορεία. Ναι, ναι, ξέρω. Πολλοί θα πείτε: “σιγά ρε μάστορα, τα έχουμε ξανακούσει αυτά”. Εννοείτε. Η μουσική που υπάρχει σε αυτά τα sessions, κάτι ανάμεσα σε Can και Hawkind, κάτι παραπλήσιο με τους Guru Guru και τους Ash Ra Tempel, είναι παλιομοδίτικη, έχει παιχτεί καλύτερα κατά το παρελθόν, μοιάζει κάπως ανεπίκαιρη. Ε, και; Άμα είναι καλός ο μπακλαβάς, δεν χρειάζονται δεύτερες σκέψεις. Και αυτό το τεμάχιο, όχι μόνο είναι γωνιακό, αλλά στάζει από παντού μέλι. Ελπίζω μόνο να υπάρχουν σε κάποια αποθήκη, καλά φυλαγμένα από τη σκόνη, την υγρασία και τον ήλιο, και αλλά ηχογραφημένα sessions από εκείνες τις τρεις εβδομάδες. Έχω την υποψία ότι όλα θα είναι, απλά, τέλεια.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Sølyst -" Sølyst" (2011)

Πολλοί από εσάς πιθανότατα θα έχουν πετύχει κάπου το όνομα Kreidler, ένα γερμανικό kraut συγκρότημα, με πορεία περίπου δεκαπέντε ετών. Ο ντραμερ της μπάντας, ο κύριος Thomas Klein, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη και μόνος του και για ένα χρόνο δούλευε τα 11 κομμάτια που περιέχονται στο δισκό Solyst, κομμάτια σχετικά μικρής διάρκειας που ο ίδιος τα χαρακτηρίζει σαν Tribal Dub Krautrock. Η μουσική είναι αρκετά στατική και μηχανική, οι ρυθμοί έντονοι και επιθετικοί, τα λιγοστά πλήκτρα ακούγονται επιτηδευμένα παλιομοδίτικα. Με λίγα λόγια στον ήχο αυτής της κυκλοφορίας έχουν φωλιάσει όλες οι παλιές και κλασσικές αξίες της kraut. Γιατί όμως Tribal και Dub;
Πάνω σε αυτές τις αξίες και με τη μεθοδικότητα ενός γερμανού (στερεότυπο, το ξέρω, αλλά για ένα περίεργο λόγο δεν μπορώ να το αποφύγω στη συγκεκριμένη περίπτωση), ο Klein δομεί ένα άκρως ενδιαφέρον μουσικό ιδίωμα, με επίμονες λούπες, με αφρικάνικους ρυθμούς και κρουστά, με ατμοσφαιρικά dub εφέ, με τον μινιμαλισμό της επιτακτικής επανάληψης και το μαξιμαλισμό των πολλών διαστρωματώσεων από διαφορετικά κρουστά και από διαφορετικούς ρυθμούς, που προσδίδει αρκετό όγκο στο τελικό αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα το οποίο είναι σαφώς αρκετά tribal - με όλα τα μοτίβα που αραδιάζει ο Klein, το ένα πάνω στο άλλο με προσεκτική φροντίδα - και επίσης είναι αρκετά dub, με το θολό και σκοτεινό περιβάλλον που κτίζεται νωχελικά γύρω από τη ρυθμικότητα. Ακούγοντας για πρώτη φορά το Solyst, στο μυαλό μου το κατέταξα κάπου δίπλα στο Cut Hands, το project του W.Bennett και το afro-noise. Όπως εκεί ο Bennett με ένα μοναδικό τρόπο κατορθώνει να συνδυάζει το afrobeat με το μονολιθικό noise, έτσι και εδώ ο Klein επιτυγχάνει να μπολιάσει την ποικιλομορφία των αφρικάνικων ρυθμών και την ατμόσφαιρα του dub στο εκστατικά μονότονο kraut. Τελικά, πρόκειται για ένα δίσκο που είναι, χονδρικά, ένα είδος από μόνος του, πολύ κοντά φυσικά σε όλη τη γκάμα των Jaki Liebezeit, Neu!, Kraftwewrk. Αυτό που σου μένει ακούγοντας το Solyst είναι πως μπορεί να είναι εξωτικός και ταυτόχρονα παγωμένα βορειοευρωπαϊκός, ψυχεδελικός και παράλληλα χορευτικός, σκοτεινός, μα με φωτεινές γωνίες.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

FOVEA HEX - "HERE IS WHERE WE USED TO SING" (2011)

Είχα μεγάλη προσμονή για αυτόν το δίσκο. Σχεδόν το ονειρεύτηκα ένα βράδυ περιμένοντας να έρθει το πακετάκι της Janet records από την συμπαθή Ιρλανδία. Βλέπετε η η τριλογία “Neither Speak or Remain Silent”, με την οποία επανήλθε ανέλπιστα στην δισκογραφία η Clodagh Simonds το 2005, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο, μοναδικό θα έλεγα, μουσικό μείγμα κέλτικης τραγουδοποιίας και ανοικτών drone ηχοτοπίων . ‘Ετσι, το παρελθόν της Simonds στα 70ς με την συμπαθητική girlie folk rock μπάντα Μellow Candle, πέρασε και σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στη μουσική που ΤΩΡΑ μπορεί να δημιουργήσει. Και είναι ίδιον μεγάλων καλλιτεχνών, όπως είναι ο Robert Wyatt ή ο Scott Walker, να μπορείς στα 58 πλέον να κάνεις τόσο ζωντανή και σύγχρονη μουσική, όταν ένα τέτοιο βαρύ βιογραφικό για άλλους θα ήταν βαρίδι. Πράγματι, ο νέος δίσκος της ταλαντούχας Ιρλανδής έχει όλη την διαχρονική μαγεία για να σταθεί δίπλα στο “Comicopera” και στο “Drift” ή στο “ Murder Ballads” του Martyn Bates και σίγουρα έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος από το “Lookaftering” της συνομήλικης της Vashti Bunyan. Σε σχέση με την τριλογία, το “Here is Where We Used to Sing” δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία στρογγυλών, ολοκληρωμένων τραγουδιών, με τους στίχους να καθοδηγούν τις συνθέσεις και το πιάνο να υφαίνει εύθραυστες αλλά καλοσχηματισμένες μελωδίες. Η ενορχήστρωση παραμένει αποστομωτική, με τα διακριτικά και αλλά καίρια treatments του μόνου σταθερού μέλους των Fovea Hex πέραν της Simonds, Michael Begg, να τοποθετούνται μ ε τέτοιο επιστημονικό τρόπο ώστε να επιβραβεύουν τις επιλαμβανόμενες ακροάσεις με κρυφά διαμαντάκια στις κλειστές γωνίες των συνθέσεων. Φυσικά, σε όλα τα κομμάτια συμμετέχουν φίλοι και γνωστοί της Simonds προσδίνοντας τον ιδιαίτερο τόνο σε καθένα από αυτά. Έτσι, στο “Play Another” το τσέλο της Kate Ellis ρίχνει την βαριά σκιά του στα ευκίνητα electronics του Begg, στο “Falling Things” τα νεανικά φωνητικά της must-check-out πιτσιρίκας Laura Sheeran δένουν αρμονικότατα με τα κρυστάλλινα δεύτερα της Simonds, ενώ ο Brian Eno με τα έναστρα πλήκτρα του φωτίζει πανέμορφα το “Every Evening” και πετάει, ταυτόχρονα, την ρετσινιά του άχρηστου μαϊντανού. Και πάλι, όμως, είναι τα αιθέρια, εξωκοσμα φωνητικά της Simonds που καθορίζουν τους Fovea Hex.O τρόπος που ξεγλιστρούν μέσα από το ονειρώδες μουσικό πέπλο και έρχονται στο προσκήνιο για να εκφέρουν αυτούς τους ποιητικούς υπερρεαλιστικούς στίχους είναι το μεγάλο ατού της Simonds. Nομίζεις, ότι κυριολεκτικά είναι ένα με την μουσική και εκεί που έχεις υπνωτιστεί με από το υπνοφόρο σύνολο, έρχονται υπογείως στις κορυφώσεις των κομματιών να σε ανεβάσουν στα ουράνια. Μαγεία… Μια drone folk ελεγεία που, σε αντίθεση, με πολλούς εκσυγχρονιστές του είδους δε φοβάται να στηριχθεί σε αληθινά τραγούδια με καλοφτιαγμένους στίχους. Γι αυτούς που ορέγονται τα πιο φευγάτα, πειραματικά ηχοτόπια της τριλογίας υπάρχει το bonus CD με τρία μεγάλης διάρκειας remix από τους Begg, Potter, Basinski και που είναι όσο φευγάτα φαντάζεστε. Εγώ θα επιμείνω να φλέγομαι από την δύναμη των στίχων του κανονικού CD. Και έτσι επειδή αξίζει να το δείτε τυπωμένο, ιδού οι στίχοι του κορυφαίου των κορυφαίων κομματιών του άλμπουμ “A Hymn To Sulphur” : YOU ARE A ROAR / YOU ARE THE SURGE OF SIRENS AT THE DOOR / YOU ARE THE RADIANT HEAT BEHIND THE HEART BEAT / YOU ARE THE CALL TO WAR / YOUR FACE IS AFLAME / I GAZE AND I GAZE AGAIN – FIRE IN MY VEINS ABLAZE AGAIN / SOMETIMES I WISH, I WISH I WAS BORN OF SEA / SO I COULD DIVE AND SWIM AND GLEAM AND SHIMMER WAVE AFTER WAVE / OH BUT I WAS BORN RED GOLD TO THIW GLAZE OF FLAME – WE BURN AND WE BURN ALL DAY… / EVEN AS I BLAZE I WILL SING YU LOVE SONGS AND PRAISE / FOR WHEN I CALL FOR SOMEBODY, SOMEBODY BRINGS ME MY CUP OF JOY

((E A R)) ((E Y E))

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

PETER EVANS QUINTET - "GHOSTS" (2011)

Στο μυαλό μου δεν χωρά, πλέον, αμφιβολία : ο Peter Evans είναι η νέα μεγάλη δύναμη στο χώρο της free jazz . Είτε με το εκπληκτικό περσινό “nature/culture” σόλο διπλό CD, είτε εδώ με την συνέχεια του oχι τόσο τυπικού jazz κουιντέτου που διευθύνει, ο Evans προσφέρει αδιαλείπτως εκστατικούς ακουστικούς οργασμούς που ερεθίζουν ,κυρίως, τον μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου περιπαίζοντας με τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες του ακροατή. Κι αυτό, γιατί, η πολύπλοκη, πυκνογραμμένη, λαβυρινθώδης μουσική του “Ghosts” μόνο ως ένα ιντριγκαδόρικο νοητικό παίγνιο μπορείς να την εκλάβεις, ώστε να μην ζαλιστείς από τις ιλιγγιώδη ταχύτητα μουσικής σκέψης του Evans. Πέρα από τον εν λόγω συνθέτη / μέγα μάστορα της τρομπέτας, το κουιντέτο αποτελείται από τους Carlos Homs (πιάνο), Jim Black (κρουστά), Tom Blancarte (μπάσο) που συμμετείχαν στο επίσης καταιγιστικό περσινό “Live In Lisbon”. Το νέο μέλος είναι ο Sam Pluta στην ζωντανή ηλεκτρονική επεξεργασία μέσω laptop. Η φιλοδοξία τους είναι να στήσουν μια ενδελεχή “συζήτηση” μεταξύ και του παρωχημένου hard-bop και της 50s -60s κλασικίζουσας modal jazz με τη σύγχρονο , απαγκιστρωμένο από την παράδοση, Ευρωπαϊκό αυτοσχεδιασμό. Τα τέσσερα ακουστικά όργανα υφαίνουν για μερικά δευτερόλεπτα συνήθως post-jazz ρευστές μικροδομές που έχουν ως αφετηρία την jazz παράδοση, για την ανατρέψουν αμέσως μετά με την αντιπαράθεση πιο άτονων ηχητικών συμπλεγμάτων. Ο ρόλος του Pluta είναι να μαζεύει τις σκόρπιες νότες του εξαπολύουν οι υπόλοιποι, να τις παραμορφώνει λιγάκι και να τις διοχετεύει ως ηχώ –φάντασμα στην τελική μίξη. Έτσι, δημιουργείτε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο πολυπλοκότητας, με την μουσική τελικά να απειλείται καταρρεύσει από το όλο αυτόν τον όγκο της πληροφορίας. Τελικά, όμως, ο ιδιοφυής Evans με τις καίριες παρεμβάσεις της πολυφωνικής τρομπέτα του ωθεί και τους υπολοίπους να συγκεντρωθούν στην επόμενη ηχητική κορύφωση. Αυτό το συναντάς συχνά στο άλμπουμ, αλλά καταφαίνεται απόλυτα στον κλιμακωτό, μαξιμαλιστικό καταιγισμό με τίτλο "323” – την κορυφαία free jazz στιγμή της χρονιάς κατ’ εμέ. Από την άλλη, δεν λείπουν και οι χαλαρές στιγμές στα καθάριας ομορφιάς jazz standards “Ghosts” και “Stardust”. Και εκεί ο Evans δεν πατά σθεναρά στην βασική μελωδία. Παρεμβάλει νότες, τραβάει άλλες κι ο Pluta τις λειαίνει ακόμα περισσότερο, προσδίνοντας μια φουτουριστική διάσταση ακόμη και σε μια από τις πλέον αρτηριοσκληρωτικές μουσικές δομές. Νομίζω, τελικά, ότι ο Peter Evans είναι ο άνθρωπος που η jazz χρειάζεται για να πετάξει πέρα στον 21ο αιώνα

((E A R)) ((E Y E))