Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

HAUNTED HOUSE - "BLUE GHOST BLUES" (2011)

Οι Haunted House, ήταν μια μπάντα που είχε φτιάξει ο Loren Connors κάπου τη δεκαετία του ’90, με μικρή διάρκεια ζωής, περίπου 2 ετών και τη συμμετοχή των Andrew Burnes, Suzanne Langille, Neel Murgai. Πάνω από μία δεκαετία μετά, το συγκρότημα επιστρέφει με ένα δίσκο που δανείζεται το τίτλο του από ένα κομμάτι του Lonnie Johnson (1899-1970), έναν από τους πιο γνωστούς μπλουζίστες. Η μουσική που περιέχει βέβαια το Blue Ghost Blues, απέχει αρκετά από τον ήχο του Johnson. Οι δύο κιθάρες (Connors και Burnes) μπλέκονται σε μία συνεχόμενη θορυβώδης ομίχλη από παραμορφώσεις και feedback, πλάθοντας μια ατμόσφαιρα στεγνή και παγωμένη, δίχως κανόνες και ηχητικές μορφές, δίχως πολυπλοκότητες και πολυεπίπεδες αναλύσεις ήχου – ένα χαλί θορύβου που κινείτε σαν ερπετό ή αλλιώς, σαν παλιό noise-rock. Οι μελωδίες ξεπηδούν αργά μέσα από την ηχητική διαστρωμάτωση των θορύβων, με τρόπο απόμακρο και ψυχρό και το επίπεδο συνεννόησης ανάμεσα στον Connors και τον Burnes, είναι τόσο άψογο που πραγματικά σε παρασύρει. Πίσω τώρα από τις κιθάρες, δεσπόζουν τα drums του Murgai. Ρυθμικά, βίαια και λίγο τελετουργικά, όχι μόνο ενισχύουν την αίσθηση του παλιομοδίτικου κιθαριστικού θορύβου που διατρέχει το album, μα προσθέτουν και ένταση, ενέργεια και δυναμική – με έναν απροσδόκητα φυσικό και απλό τρόπο, περίπου στα χνάρια του Jonathan Kane, ή των This Heat. Διάσπαρτα, μέσα σε αυτό το κουβάρι θορύβου, εμφανίζεται η φωνή της Langille, η οποία δε τραγουδάει, μα μουρμουράει, παραμιλάει, φωνάζει, απαγγέλει – ερμηνεύει, με λίγα λόγια, με εντελώς θεατρικό τρόπο, γεμάτο συναισθήματα και εκφραστικότητα. Αυτός ο δίσκος είναι πραγματικό διαμάντι, με μία υπόγεια ανεπεξέργαστη δύναμη, τραχιά και απόμακρη.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

DANIEL PADDEN - "SHIP CHOP" (2011)

Στον καινούργιο του δίσκο, ο βρετανός Daniel Padden αφήνει στην άκρη τα όργανα, την κιθάρα, το πιάνο, τα πνευστά, όλα όσα μας είχε συνηθίσει σαν μέλος των Volcano The Bear και των The One Ensemble. Το Ship Chop είναι διαφορετικό, μιας και στην ουσία αποτελεί μια ατελείωτη μίξη ethnic μουσικής, κυρίως κάπου ανάμεσα στη μέση και την άπω ανατολή. Ο τρόπος με τον οποίο ο Padden δημιουργεί αυτό το ψηφιδωτό από samples είναι τόσο ήπιος που πολλές φορές δεν ξέρεις αν έχει επέμβει, αν έχει προβάλλει λούπες πάνω σε λούπες, που τελειώνει τι και που αρχίζει κάτι άλλο. Τα περισσότερα κομμάτια κρατάνε αρκετά σε διάρκεια και σε μαγνητίζουν τόσο πολύ στο κόσμο τους, που δεν μπορείς να διακρίνεις τα όρια. Εντάξει, αυτό δεν συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, αλλά ακόμη και στα σημεία που οι τομές και οι επικολλήσεις είναι ξεκάθαρες, ο Padden έχει βρει ένα τέλειο τρόπο να τις δέσει, λες και μια ζωή ήταν παραγωγός ή dj. Φυσικά στο τελικό αποτέλεσμα υποβόσκει το γνωστό από τους Volcano The Bear χιούμορ, φυσικά και είναι άκρως εξωτικό και αιθέριο, με τα μαγευτικά ανατολίτικα κρουστά και τις υπνωτιστικές μελωδίες, τα περίπου τελετουργικά φωνητικά και τα απλά – μα όχι απλοϊκά – χορευτικά ιδιώματα. Οι πήγες του Ship Chop μοιάζουν να προέρχονται περισσότερο από κάποιο κινηματογραφικό περιβάλλον – δεν είναι ακριβώς αυτή η υποκουλτούρα ή η χαμένη κουλτούρα αν προτιμάτε, που βγαίνει μέσα από τις κυκλοφορίες της Sublime Frequencies ή της Finders Keepers ή όποιας άλλης εταιρίας ασχολείται με αυτό το είδος του μουσικού μεμοραμπίλια για δυτικούς, μα ακριβώς αυτό το κινηματογραφικό περιβάλλον (να υποθέσω ότι τα περισσότερα samples τα έχει τραβήξει από soundtrack;) δίνει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα καθώς τα μουσικά μέρη εναλλάσσονται – κάτι σαν mixtape πάρα σαν mash-up. Ή, με άλλα λόγια, ένα ηχητικό κολλάζ με περίσσιο σεβασμό και με περίσσια ευγένεια.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

DAN HAYWOOD'S NEW HAWKS - "S/T" (2011)

Εδώ είναι ένα νέο βόρειο-βρετανικό αγνό folk ταλεντάκι, κοπιάστε! Μεγαλωμένος στο μουντό / βροχερό / σάπιο Sutherland, o Dan Haywood συστήνεται ω ς ένας αυθεντικός PSOW ( poet / singer / ornithologist / whatever) και καταπιάνεται με το τιτάνιο έργο να ηχογραφήσει 32 (!) originals για το ντεμπούτο του. Εμπνέεται από τις μεγάλες, χαλαρές βόλτες του στα Highlands της Σκοτίας για πτηνό-παρατήρηση και η τραγουδοποιία του είναι γι αυτό ανοικτή και προσωπική , σαν έναν εσωτερικό διαλογισμό για τα όμορφα και παράλογα της ζωής του, με το χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα να υπονομεύει τους εύκολους συναισθηματισμούς. Η ποιότητα της φωνής του αρχικά θα σου φανεί μέτρια, κάτι σαν τον Βασίλη Καζούλη να προσπαθεί να τραγουδήσει βρετανό-λαϊκό-folk αλά Billy Brag. Δεν πειράζει, είναι τόσο χαρισματικός συνθέτης όσο Berman των Silver Jews ,ας πούμε, οπότε σε κερδίζει με την ιδιαιτερότητα του. Απ ΄ την άλλη, ο τρόπος που αλλάζει ταχύτητα σε κάποια κομμάτια από το σχεδόν ριμαριστό free στυλ του στις πρώτες στροφές σε πιο μελωδικό στο ρεφραίν , μου θύμισε και Bob Dylan στην μετά το “Blood On Tracks” 70s αναγέννηση του. Να μην μας διαφύγει, βέβαια, ότι το” New Hawks” είναι ομαδική δουλεία αφού η πενταμελής μπάντα που τον συνοδεύει μπορεί να μην έχει τις avant ανησυχίες που γουστάρω στους Nalle και στο καινούργιο της Elle Osborne, αλλά αρκετά δεμένη για να παρέχει ένα μεστό country /folk υπόβαθρο. Μάλιστα, νομίζω ότι αποκτούν περισσότερη προσωπικότητα όταν γυροφέρνουν μια παλιατζουρικη brit folk μελωδία, παρά όταν ακούγονται σαν τα ξαδέλφια των Lambchop. Με δεδομένες τις αναμενόμενες αδιάφορες στιγμές σε ένα διπλό CD με 32 κομμάτια, ο Haywood κατάφερνε να φτιάξει ένα αξιοζήλευτο body of work από τα πρώτα του βήματα.

((E A R 1)) ((E A R 2)) ((E Y E))

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

THE NECKS - "MINDSET" (2011)

Κάθε album των Necks είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η μονότονη και ιδιότυπη jazz που παίζουνε, συνυπάρχει με τον αυτοσχεδιασμό, την ρυθμικότητα, την αέναη περιδίνηση γύρω από ένα κυκλικό μουσικό μοτίβο. Οι αυστραλοί βετεράνοι έχουν βγάλει τα καλύτερα album για να σε πάρει ο ύπνος (και αυτό είναι κομπλιμέντο), όπως το “Mosquito/See Through” και το “Drive By”, αριστουργηματικά μουσικά χαλιά για οποιαδήποτε δραστηριότητα, σαν το “Sex” και το “Chemist” – δίσκοι που θα ζήλευε ο Brain Eno όταν εισήγαγε τον όρο environmental music και, σε γενικές γραμμές, αυτή η επίμονη μονολιθικότητα, η αφαίρεση, η στατική ροή στον ήχο τους, στοιχεία που τα έχουν αναγάγει σε επίπεδα τελειότητας, είναι μοναδιαία και συγκλονιστικά όταν καταφέρουν να σε παρασύρουν στο ψυχοτρόπο κόσμο τους. Είχα διαβάσει λίγες μέρες πριν για το νέο τους κατόρθωμα, το Mindset, και περίμενα να το ακούσω με αγωνία, όπως κάθε δίσκο τους άλλωστε. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, κατάλαβα πως οι Necks δεν αστειεύονται. Το τρίο δεν αναλώνεται σε νότες απλωμένες στη σιγή, δε περιμένει το χρόνο να αποκαλύψει τη μελωδία, δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Σου εκτοξεύει εξ αρχής ένα ηχητικό τείχος με τα επιθετικά drums και τα ασταμάτητα πιατίνια, ενώ ο Chris Abrahams στο πιάνο υφαίνει το μυστήριο πέπλο του άναρχου παιξίματος του. Όσο κυλάει το Rum Jungle, η πρώτη 15λεπτή σύνθεση του δίσκου, το μπάσο του Loyd Swanton μετατρέπετε σε ενορχηστρωτή ενός ανεπάντεχα απολαυστικού θορύβου, που τσιλημπουρδίζει, περίπου, με το No Wave. Τα πάντα δείχνουν τέλεια στα πρώτα μόλις λεπτά – τα πάντα έχουν κορυφωθεί και μένουν εκεί, σε ένα υψηλό σημείο εγρήγορσης που σχεδόν σε εξαντλεί, με μόνο διάλλειμα την εισαγωγή του Daylights, του δεύτερου μέρους του Mindset, που σε κοιμίζει πριν σε τραβήξει ξανά από τα μαλλιά σε ένα jazz ηχητικό νεφέλωμα. Το Mindset δεν μοιάζει με τα περισσότερα album των Necks. Απαιτεί την απόλυτη προσοχή σου στην αρχή, σε προσηλώνει απέναντι από τα ηχεία και σε πετάει στο πραγματικό κόσμο μετά το τέλος των δύο επικών συνθέσεων, μεθυσμένο και ζαλισμένο. Μέσα στο χάος των αμέτρητων κυκλοφοριών που υπάρχουν πια, από αμέτρητους μουσικούς που δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια, στη παραγωγή, στο βέλτιστο αποτέλεσμα – παρά μόνο στο μέσο, στη κυκλοφορία σα κυκλοφορία – οι Necks θυμίζουν ένα ανταριασμένο νησί αρτιότητας που σου καθαρίζει, επιτέλους, τα αυτιά.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

THE SCENE IS NOW - "MAGPIE ALARM" (2011)

Σε μία χρονιά που με χαρά βλέπω αγαπημένους θρύλους του αμερικάνικου indie rock να επιστρέφουν με συγκλονιστικά άλμπουμ, η προσθήκη και του “Magpie Alarm” στην φετινή συλλογή με γέμισε θετικά συναισθήματα στην εποχή της μεγάλης μαυρίλας. Έτσι, μετά τους The Feelies, Steven Malkmus, Thurston Moore, οι άκρως παραγνωρισμένοι νεοϋορκέζοι art- rockers The Scene Is Now ηχογραφούν με πλύστη αυτοπεποίθηση το πιο βατό αλλά και αληθινά εμπνευσμένο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι δυσνόητοι no wave ντανταϊσμοί και νευρικές jazzy ενορχηστρώσεις, που τους απομόνωσαν από το πιο straight indie rock κοινό, ανήκουν πλέον στα 80s. Τα δύο αρχικά μέλη των TSIΝ Philip Dray (κιθάρα) και Chris Nelson ( φωνή) καθοδηγούν τα νεοτέρα, που προέρχονται από την downtown hot jazz σκηνή της Νέας Υόρκης, με τη διαύγεια που επιτρέπουν τα 30 plus χρόνια στο χώρο, σε μια σύγχρονη μουσική πρόταση που ακροβατεί υπέροχα μεταξύ εξωστρεφούς αμερικάνικης folk/country/jazz τραγουδοποιίας και ψαγμένου αβαντγκαρντισμού πάνω σε μια rock βάση. Αν αυτή η περιγραφή οδηγεί στο μουσικό λεξικό του μυαλού σας στο λήμμα Red Krayola / Pere Ubu μέσα πέσατε. Μόνο που οι προαναφερθείς δεν έβγαλαν φέτος δίσκο για να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται. Αντίθετα ,οι TSIN με το “Magpie Alarm” είναι απόλυτα συνεπής στις προσδοκίες που γεννά η ιστορία τους και παίζουν με τη δίπολο pop τραγούδι / προχωρημένα arrangements με άνεση : από την μία οι μελωδικές γραμμές είναι σαφέστατές και συχνά-πυκνά τονίζονται με τον πιο λαμπερό τρόπο από το χαρωπά πνευστά , τις σκαμπρόζικες νότες του πιάνου και τα moody πλήκτρα που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν από τo φαινομενικά πρόσχαρο “Eureka” του Jim O’ Rourke. Από την άλλη, οι κιθάρες παραμένουν την τυπικά νεοϋορκέζικα γωνιώδεις, ενώ οι στίχοι των Nelson / Dray φτάνουν στο επίπεδο αληθινού ποιητικού λυρισμού, αφήνοντας στην άκρη το αψύ ύφος που είχαν στα 80s. Λογική εξέλιξη αφού ο Dray είναι περισσότερο γνωστός για το υποψήφιο για Pulitzer βιβλίο του “At The Hands Of Persons Unknown” , παρά για ότι κάνει με τους TSIN. Ελπίζω, με αυτό το άλμπουμ να λάβει και η υπέροχη μπάντα του το μερίδιο της αναγνώρισης που της πρέπει. Γιατί, ρε γαμώτο, δεν είναι το ίδιο σπουδαίο επίτευγμα να αυνανίζεσαι με τον υπολογιστή / σύνθι σου για να φτιάξεις το επόμενο hype-nagogic lo-fi internetικό δίσκο του μήνα με το να μαζευτεί ένα σεξτέτο καλών μουσικών και να παραδώσουν ένα τέτοιο avant pop αριστούργημα.

((E A R)) ((E Y E))

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

SUISHOU NO FUNE - "BONSAI NO IE" (2011)

To κιθαριστικό ντουέτο των Pirako Kurenai και Kageo ίσως να είναι η τελευταίο εναπομείναν psych rock σχήμα από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Έχοντας απολέσει μέσα στα 00ς τα περισσότερα μοναδικής ποιότητας σχήματα της εμβληματικής ετικέτας του χώρου PSF, οι Suishou No Fune με διάσπαρτες κυκλοφορίες σε δυτικές εταιρίες τα τελευταία χρόνια, αποτελούν μια σίγουρη λύση στο θέμα : που θα βρω να ακούσω spacey rock κιθάρε με θηλυπρεπή γιαπωνέζικα φωνητικά με την απαραίτητη δόση βαβούρας στην ηχογράφηση; Ηχογραφημένο σε ένα Bonsai Shop στο Tokyo το καλοκαίρι του 2010, το άλμπουμ περικλείει, χωρίς πολλές ανατροπές, στα τέσσερα μεγάλης διάρκειας κομμάτια όλο το ζουμί του λυρικού jap psych rock.Η ντελικάτες διπλές κιθαριστικές γραμμές δημιουργούν ανακλώμενους θαμπούς αλλά αιθέριους βόμβους που έχουν ως βάση αφηρημένα bluesy riffs. Εξελικτικά, οι μακροσκελείς συνθέσεις δεν εκρήγνυται σαν ηφαίστειο κιθαριστικού παροξυσμού, όπως στην περίπτωση των Fushitsusha ας πούμε, αλλά παίρνουν τη μορφή μιας χαλαρής ονειρικής μπαλάντας, που όταν προστίθεται τα κλαψιάρικα solos του Pirako και τα άτεχνα αλλά άκρως συναισθηματικά φωνητικά του, πλουτίζουν κομψά τον ήχο τους και τον στέλνουν μακριά σε νέα ψυχεδελικά ουράνια. Σίγουρα, ο ονειρώδης psych rock ήχος τους δεν αποτελεί παρθενογένεση : η κατανυκτική ατμόσφαιρα παραπέμπει στους υπερ-μελαγχολικούς Shizuka, οι μινόρε τόνοι στις κιθάρες στις πιο ατμοσφαιρικές στιγμές των Damon and Naomi, ενώ για κάποιο λόγο τα άγουρα υψίφωνα φωνητικά μου έφεραν στο μυαλό τους Woods.Όμως, πέρα από τις όποιες συγκρίσεις με παλιά και νέα συγκροτήματα, οι Suishou No Fune προσφέρουν εδώ ένα ακόμη καλαίσθητο psych rock τριπάκι - ταμάμ για τον ευαίσθητο στην ιαπωνικό λυρισμό ακροατή.

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

CIRCLE WITH ERKKI KURENNIEMI - "KELL0 12.12"

Κολλημένος στην οθόνη του υπολογιστή, έχω επιδοθεί σε μαραθώνιο ονυχοφαγίας περιμένοντας να πετύχω κάπου αυτή την επική συνεργάσια. Σε άλλες εποχές απλώς θα έτρεχα μανιασμένα σε ένα δισκάδικο. Σε αυτή την εποχή το ρευστό είναι είδος προς εξαφάνιση...
Υ.Γ. Όποιος έχει πληροφορίες για κάποιο link, παρακαλώ να επικοινωνήσει. Είναι μεγάλη ανάγκη.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

OMAR SOULEYMAN - "HAFTA GHARBIA: THE WESTERN CONCERTS" (2011)

Ο ένας και μοναδικός αστέρας της λαϊκής υποκουλτούρας της μέσης ανατολής, περιφέρεται τα τελευταία δύο χρόνια σε διάφορους συναυλιακούς χώρους και φεστιβαλάκια της δύσης, προσφέροντας απλόχερα την ιδιότυπη μουσική του, μαζί με τους πιστούς του συντρόφους. Πίσω λοιπόν από τη κουφίγια και το μαύρο γυαλί ήλιου, την επιβλητική φωνή που σκούζει ανάμεσα στα delay και την αυθεντική μουσική αισθητική της ανατολικής μεσογείου, φανερώνεται ένα μονολιθικό μείγμα από νταούλια και πλήκτρα και ατελείωτα σόλο σε απάνθρωπες ταχύτητες – ένας ανεμοστρόβιλος αμανέ και break-beat, ένα ψυχεδελικό χορευτικό παραλήρημα, που κατορθώνει να μπλεχτεί με όλα τα συναισθήματα. Η sublime frequencies, η εταιρία που τον ανέδειξε στη δύση, αποτύπωσε κάποιες στιγμές από αυτές της συναυλίες σε αυτή τη κυκλοφορία και απέδειξε, στους υπόλοιπους κοινούς θνητούς που δεν είχαν την τύχη να τον απολαύσουν από κοντά, ότι ο κ. Souleyman δεν αστειεύεται: στις συναυλίες του τα δίνει όλα, ξεσηκώνει τα πλήθη, η καταιγιστική μουσική του σε συνεπαίρνει περισσότερο, τα κομμάτια απλώνονται σε διάρκεια, ο αμανές κρατάει για πάντα – σαν υποσημείωση συμπληρώνω εδώ ότι το παλικάρι στα πλήκτρα είναι κυριολεκτικά ασυγκράτητο και είναι πολλές πίστες ανώτερος από πολλούς μέντορες της χορευτικής μουσικής. Μόνο που αυτή η μουσική δε μου κάθετε καλά σε συναυλιακούς χώρους. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Omar να ξεδίνει απέναντι σε ένα κοινό που τον κοιτάει με περιέργεια, προσοχή και προσήλωση – όρθιο και ακίνητο. Όχι. Ο φυσικός του χώρος είναι τα γαμήλια πανηγύρια, η προχειροστημένη πίστα που απέναντι της έχει τραπέζια κτηνωδώς και άπληστα γεμάτα με φαγητά. Τα κρεμασμένα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα λευκά πλαστικά τραπέζια. Εκεί όπου το γλέντι δεν έχει παλαμάκια και μπράβο. Μόνο «έλα» και χορό μέχρι πρωίας. Εξάλλου ο άρχοντας της Συρίας εκεί έβγαζε το ψωμί του μέχρι να τον μυριστούν τα λαγωνικά της δύσης και να μυριστεί αυτός με τη σειρά του το χρήμα. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να έχει γίνει ολίγον της μόδας, να έχει ακουστεί τόσο το όνομα του μέχρις το σημείο να τον καλέσει η Bjork για συνεργασία (που παρεμπίπτοντος η Ισλανδή εξαφανίζετε δίπλα στην επιβλητική περσόνα του Omar, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε εδώ), να προκαλείτε σούσουρο γύρω από τις εμφανίσεις του, μα η αλήθεια είναι πως με τίποτα δεν θα ήθελα να τον δω σε κάποιο όμορφα φτιαγμένο, καινούργιο και μονδέρνο συναυλιάδικο. Θα προτιμούσα να βάλω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο και να παντρευτώ, μόνο και μόνο για να καλέσω τον κ.κ.Omar να μου ορμηνεύσει κατιτίς από τη δισκογραφία του, σε ένα αυθεντικό και άξεστο γλέντι γάμου, με όλη την δολοφονία αισθητικής που αυτός περιλαμβάνει. Εξάλλου δεν βρίσκω και κανένα άλλο σοβαρό λόγο για να παντρευτεί κάποιος σήμερα.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

CHRISTOPH HEEMAN – “THE RINGS OF SATURN” (2011)

Το ελεγειακό αυτό Lp, με το πανέμορφο εξώφυλλο, είναι το τελευταίο πόνημα ενός βετεράνου της νέας avant-garde μουσικής σκηνής, του σεβάσμιου γερμανού Christoph Heeman, γνωστό από το πρωτοποριακό στα 80ς avant rock γκρουπ "H.N.A.S." και στην συνέχεια για τα drone κολλάζ του με τον Andrew Chalk ως Mirror. Aρχικά, το “Rings Of Saturn” κυκλοφόρησε ως limited CD-R πίσω στο 2008 και βασίστηκε στην καλομελετημένη συρραφή διάφορων ηχογραφήσεων του Heeman από το 1997 έως το 2008. Κοντά στο cut-up σουρεαλιστικό στυλ του Stephen Stapleton, αλλά σαφώς πιο γήινος και συναισθηματικός, ο Heeman είναι πραγματικά σπεσιαλίστας στην αναπροσαρμογή τετριμμένων καθημερινών ηχητικών συμβάντων, σε ένα καλοσκηνοθετημένο πλαίσιο, όπου όλα παίρνουν ένα νέο, λιγάκι πιο μυστηριώδες νόημα. Έτσι, fields recordings από πουλάκια που τιτιβίζουν, χαρούμενες συνομιλίες ιταλών και γερμανών χωρικών, κουδούνες και κουδουνίσματα, μαρσαρίσματα από μηχανάκια, γαβγίσματα και τσιρίδες, χαζοχαρούμενα μουσικά θέματα από TV shows, το θρόισμα του ανέμου μέσα από τα φύλλα, αδιάφορη muzak και άπειρα άλλα λιγότερο αναγνωρίσιμα, μιξάρονται με έναν φαινομενικά απλό γραμμικό τρόπο αλλά με τέτοια μαεστρία που αν ανοίξεις το volume αρκετά ψηλά, ώστε να μπορείς να συλλάβεις κάθε ηχητική λεπτομέρεια, ξετυλίγεται μπροστά σου ένα μοναδικό εσωτερικό ψυχόδραμα- ένα auter σινεμά για τα αυτιά. Σε κάπΟια σημεία, όπως στην αρχή της δεύτερης πλευράς, ο Heeman καταπιάνεται και με την παραγωγή ολοδικών του αλλοιωμένων ήχων σε drone ύφος που μιμούνται, όμως, την φυσικότητα των field recordings. Καταυτόν τον τρόπο, και οι δύο πλευρές του LP ρέουν αβίαστα και χαλαρά δημιουργώντας στο μυαλό του ακροατή ατελείωτες εικόνες απερίγραπτης φυσικής ομορφίας .Τελικά, το χειρουργικής ακρίβειας audio processing του σχολαστικού Heeman καταφέρει να μεταφέρει τον ακροατή σε απόκρημνες περιοχές του νου όπου κρύβονται καλά φωλιασμένες αναμνήσεις : μια ανοιξιάτικη εκδρομή στην εξοχή όταν ήσουν μικρός, ή την πρώτη φορά που άκουσες να περνά κάτω από το παράθυρο σου μια καλοπροβαρισμένη μπάντα του δήμου, μόνο για να διαλύσουν αυτές τις στιγμές ξεγνοιασιάς και θαυμασμού ένα καγκουρομηχανάκι που γκαζόνει ανελέητα ή το σκουπιαδιάρικο που πάλι βρήκε την λάθος στιγμή για να περάσει.

((E A R)) ((E Y E))

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

CAUSA SUI - "PEWT'R SESSIONS 2 (EL PARAISO)" (2011)

Ψυχεδέλειας η συνέχεια… Το πρώτο μέρος από αυτά τα θανατηφόρα sessions δεν το πήρα καν χαμπάρι – κυκλοφόρησε νωρίτερα μέσα στη χρονιά και χάθηκε, μάλλον, μέσα στον αμέτρητο πλήθος των δίσκων που βγαίνουν κάθε μήνα. Ευτυχώς, έπεσα πάνω στη δεύτερη κυκλοφορία και έγινα καλά. Και, μέσα στη παραζάλη της ρυθμικής κιθαριστικής καταιγίδας, όλα τα σχόλια μου φαίνονται εντελώς περιττά. Γιατί να μπω στη διαδικασία, άραγε, να χαρακτηρίσω αυτό το πράμα σαν kraut; Σαν βαριά κιθαριστική ψυχεδέλεια; Σαν τζαμάρισμα βγαλμένο από κάποια μαστουρωμένη μπάντα, πίσω στα 70’s; Ότι ταμπέλα κι αν του βάλω, η ίδια η μουσική, που ξεχειλίζει από τα τρία ατελείωτα κομμάτια αυτού του δίσκου, θα την τινάξει μακριά δίχως δεύτερη σκέψη σα ‘ναι κάποιο ενοχλητικό ερπετό. Διότι η συνεργασία του κ. Ron Schneiderman (από τους Sunburned Hand of the Man) με τους Δανούς Causa Sui (που αποτελούνται από τους Jakob Skøtt, Jonas Munk, Rasmus Rasmussen and Jess Kahr), αυτά τα sessions που ηχογράφησαν όλοι μαζί όταν ο κ. Ron επισκέφτηκε την Κοπεγχάγη το 2009, είναι, τουλάχιστον, απογειωτικά. Οι παραμορφώσεις και τα πετάλια κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους πάνω στα ατελείωτα σόλο, τα drums δε σταματάνε να ορμούν με ξεσηκωτική ενέργεια, οι γραμμές πάνω στις οποίες κινείτε το μπάσο σε κολλάνε στο τοίχο, η ψυχεδέλεια δοκιμάζει εντόνως τα όρια της free-rock, οι διαστρωματώσεις είναι συνεχείς και καταιγιστικές, ο θόρυβος ακονίζει τα μαχαίρια του σε μία ασταμάτητη ανηφορική πορεία. Ναι, ναι, ξέρω. Πολλοί θα πείτε: “σιγά ρε μάστορα, τα έχουμε ξανακούσει αυτά”. Εννοείτε. Η μουσική που υπάρχει σε αυτά τα sessions, κάτι ανάμεσα σε Can και Hawkind, κάτι παραπλήσιο με τους Guru Guru και τους Ash Ra Tempel, είναι παλιομοδίτικη, έχει παιχτεί καλύτερα κατά το παρελθόν, μοιάζει κάπως ανεπίκαιρη. Ε, και; Άμα είναι καλός ο μπακλαβάς, δεν χρειάζονται δεύτερες σκέψεις. Και αυτό το τεμάχιο, όχι μόνο είναι γωνιακό, αλλά στάζει από παντού μέλι. Ελπίζω μόνο να υπάρχουν σε κάποια αποθήκη, καλά φυλαγμένα από τη σκόνη, την υγρασία και τον ήλιο, και αλλά ηχογραφημένα sessions από εκείνες τις τρεις εβδομάδες. Έχω την υποψία ότι όλα θα είναι, απλά, τέλεια.

((E A R))
((E Y E))