Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

RICHARD YOUNGS - "CORE TO THE BRAVE" (2012)

Ασταμάτητος, όπως πάντα, ο Richard Youngs έχει ήδη προλάβει μέσα στο 2012 να κυκλοφορήσει 2 album. Οι περισσότεροι μουσικοί μοιάζουν χαμένοι και μπερδεμένοι με τη νοοτροπία που έχει υπερισχύσει περί κυκλοφοριών, από τη στιγμή που το internet άλλαξε τα δεδομένα. Πλέον, εδώ και καιρό, οι δίσκοι, στη μεγάλη πλειονότητα τους, δεν αποτελούν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που τα κομμάτια, οι συνθέσεις, δουλεύονται ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο – το επίπεδο αυτό έχει κάπως εξαλειφθεί, από τη στιγμή που ο ίδιος ο δίσκος, σαν αντικείμενο, παραγκωνίζεται σταδιακά από την διαδικασία ακρόασης, μπαίνει στη σφαίρα του υλισμού και του φετιχισμού - η νέα μουσική διαχέεται από το internet και αποκτάει μια υπόσταση εφήμερου. Οι περισσότεροι μουσικοί λοιπόν, χαομένοι λίγο από αυτή την έννοια του εφήμερου, κυκλοφορούν κάθε τρεις και λίγο κομμάτια και δίσκους - πολλές φορές η ποσότητα δείχνει πιο σημαντική από την ποιότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε αυτή τη παγίδα έχει πιαστεί και ο Youngs, με τρεις, τέσσερις και πέντε κυκλοφορίες κάθε χρόνο, μα άμα τις ακούσεις αυτές τις κυκλοφορίες, καταλαβαίνεις πως απλά, ο άτιμός, το ‘χει.
Έχει παρουσιάσει τα πάντα που μπορούν να χαρακτηριστούν σαν πειραματικά, αυτοσχεδιαστικά, folk ή pop, κι όμως συνεχίσει να εκπλήσσει με το εύρος στο οποίο μπορεί να κινηθεί – λες και τα μουσικά είδη είναι ένα είδος παιχνιδιού για αυτόν και σα μικρό παιδί παίζει πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Σε αυτό το δίσκο λοιπόν, σε πιάνει από τα μαλλιά από την αρχή, ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τις λούπες και τη διαστρωμάτωση τους, είναι εδώ επιθετικός και θορυβώδης, ένα distortion επικάθεται πάνω στα πάντα. Ο ρυθμός του δίσκου είναι γρήγορος, εξουθενωτικός και όλα τα κομμάτια μουλιάζουν σε παραμορφωμένες, βαριές μπασσογραμμές, στα όρια του progressive ή του metal. Το μόνο πράγμα που παραμένει ίδιο σε όλες τις κυκλοφορίες του Youngs είναι η φωνή του – επίπεδη και ήρεμη, δίχως μεγάλο τονικό εύρος, λίγο συναισθηματική και αρκετά απόμακρη, περισσότερο σα να απαγγέλει ρυθμικά, παρά σα να τραγουδάει. Που σε αυτή τη κυκλοφορία, από τη Root Strata αυτή τη φορά, ίσως μοιάζει εκ πρώτης ακροάσεως παράταιρη μα, όπως συμβαίνει πάντα με αυτόν το τύπο, με μια πιο προσεκτική ματιά, είναι αυτή η φωνή που δίνει ένα άλλο επίπεδο μαγείας στη μουσική του.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

RED TRIO + JOHN BUTCHER - "EMPIRE" (2011)

Σε αυτήν την όμορφη κυκλοφορία δίδεται η ευκαιρία σε όσους από εμάς παρακολουθήσαμε με το στόμα ανοικτό την ανεπανάληπτη αυτοσχεδιαστική solo ζωντανή εμφάνιση του Bucher πριν από λίγες μέρες στην Knot Arts, να τεστάρουμε αν καταφέρνει να παράγει εξίσου συναρπαστικούς ήχους από το tenor sax του στο πλαίσιο ενός free jazz κουαρτέτου. Βέβαια, για να μην κρυβόμαστε, αυτοί μάλλον που θα αισθάνονταν ότι πρέπει να αποδείξουν κάτι είναι οι Red Trio, παρά ο εμπειρότατος βρετανός. Κι αυτό, διότι αυτή είναι μόλις η δεύτερη κυκλοφορία για το νεανικό jazz τρίο από την Πορτογαλία, αποτελούμενο από τους Rodrigo Pinheiro( πιάνο ), Hernani Faustino ( κοντραμπάσο ), Gabriel Ferrandini (drums και κρουστά) .Σίγουρα, από τα λεπτά του “sustained” που ανοίγει το CD, η προσοχή σου αυθόρμητα επικεντρώνεται στα κελαριστά, υψίφωνα multiphonics του Butcher και στην ατελείωτη ποικιλία πανομοιότυπων αλλά ταυτόχρονα διαφορετικών ήχου που εκπέμπει το σαξόφωνο του. Στην αρχή, οι πορτογάλοι μοιάζουν να περιορίζονται σε ένα ρόλο συνοδευτικό δίπλα στον big John, χωρίς να προκαλούν ανατροπές στην πορεία του αυτοσχεδιασμού. Ίσως, επειδή δεν έχουν ακόμη φθάσει αυτήν την μοναδική ποιότητα στην υφή του ήχου που παράγει ο Butcher, να διστάζουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Στο σπονδυλωτό “pachyderm” οι Red trio μοιάζουν να έχουν απελευθερωθεί αρκετά από τα όποια κόμπλεξ κατωτερότητας και οδηγούν μεθοδικά τον Butcher σε μια υψηλής ενέργειας fire jazz απογείωση που ακούγεται αρκετά πρωτόλεια για το πιο μετρημένο στυλ του και έτσι τον σπρώχνουν σε μια νέα περιοχή και γι αυτόν. Στο μακροσκελές ομώνυμο κομμάτι που κλείνει την στούντιο συνεύρεση φαίνεται πως έχουν πια γνωριστεί μουσικά για τα καλά μεταξύ τους και επιχειρούν μια πιο αφηρημένη προσέγγιση στον αυτοσχεδιασμό με τον Pinheiro στο πιάνο να δοκιμάζει επιτυχώς και τα πιο χαμηλά του πλήκτρα, τον drummer να αλλάζει συνεχώς κατευθύνσεις και τον butcher να ξεσπά με απρόσμενες ριπές – κραυγές μέσα από το σαξόφωνο του, λες και πρόκειται να ξεράσει τα πνευμόνια του πάνω στο επιδέξιο trio. Μετά από μια τέτοια κορύφωση το CD κλείνει λιγάκι υποτονικά με μια ζωντανή ηχογράφηση στο Ιmaxinasons φεστιβάλ, που υπολείπεται σε επίπεδο ευρηματικότητας, αλλά και ποιότητας ηχογράφησης. Συνοψίζοντας, για μένα η κορυφαία στιγμή του John Butcher σε group κατάσταση παραμένει το αριστούργημα του αναγωγισμού “Field” με τους Polwechsel και Tilbury, αλλά σίγουρα η πιο free jazz οπτική που επικρατεί εδώ, δεν στερείται ουσία.

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

SHIN JOONG HYUN – “BEAUTIFUL RIVERS AND MOUNTAINS: THE PSYCHEDELIC ROCK SOUND OF SOUTH KOREA” (2011)

Σε αυτήν την πληρέστατη συλλογή – πορτοφόλιο της πολυτάραχης καριέρας του άγνωστου στη δύση κιθαρίστα / τραγουδοποιού / παραγωγού Shin Joong Hyun περιέχονται μερικά ασκόνιστα διαμάντια της 60-70ς κορεάτικης ψυχεδελικής σκηνής, που πιστέψτε με δεν είχε και πολλά να ζηλέψει από την αντίστοιχη αμερικάνικη, εκτός ίσως από τα ναρκωτικά και τις ελευθερίαζες χίππισες. Άλλωστε, η καριέρα του ίδιου του Κορεάτη master την οποία θυμάται η συλλογή εδώ, τερματίστηκε άδοξα όταν οι διωκτικές αρχές της τότε χούντας ανακάλυψαν κάποια γραμμάρια μαριχουάνα απάνω του και τον έστειλα κατευθείαν στην ψειρού. Ευτυχώς, ο μικροκαμωμένος μας φίλος είχε προλάβει να διαγράψει μια δεκαετή πορεία στην εγχωρία rock / pop σκηνή και να περάσει σχεδόν από όλα τα μουσικά υποείδη που ξεπήδησαν εκείνα τα γόνιμα χρόνια. Η αγάπη του για το rock n roll γεννήθηκε, κλασσικά, από την ακρόαση του σταθμού της αμερικάνικης βάσης της Seoul και εδραιώθηκε με την αγορά εισαγόμενων από τις ΗΠΑ δίσκων στο αντίστοιχο τοπικό παζάρι της βάσης. Το τρομερό μουσικό ταλέντο του Shin, του επέτρεψε να απορρόφηση ακόρεστα αυτές τις επιρροές και να τις παντρέψει με τις μελωδίες, τις γραμμές και τους τρόπους της παραδοσιακής μουσικής της Κορέας δημιουργώντας, ανάλογα με την έμπνευση και τους κατά καιρούς συνεργάτες του, μοναδικά υβρίδια. Όλα τα έχει ο μπαχτσές του Shin. Από πρωτόλειο boogie, δακρύβρεκτες φθινοπωρινές μπαλάντες, πρώτο Κ-Pop χιτάκια, μακροσκελή blues τζαμαρίσματα, έως και προχωρημένο psych rock, μελιστάλακτο ακουστικό folk με γυναικεία φωνητικά και οργανικό επικό prog rock. Και όλα αυτά κοσκινισμένα από ένα μοναδικό κορεάτικο φίλτρο που προσδίδει μια προκλητικά εξωτική διάσταση σε εμάς του δυτικούς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι συνθέσεις δε στέκονται στο ύψος της εποχής που τις γέννησε. Από τις συλλογές που σου ανοίγουν την όρεξη να ψάξεις και τα originals.`

((E A R)) ((E Y E))

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

JAKOB OLAUSSON - "MORNING & SUNRISE" (2011)

Αυτός είναι ένας από τους δίσκους που θα ακούσεις ξανά και ξανά και κάθε φορά θα σου αρέσει όλο και περισσότερο. Ίσως αυτό να οφείλετε στο παλιομοδίτικο ύφος που υπάρχει στις συνθέσεις του Σουηδού αυτού αγρότη, ή ίσως η μπάσα, εκφραστική και μελαγχολική φωνή του – συνοδευόμενη πάντα από ένα βαθύ echo – ή μπορεί να είναι η κιθάρα του, άλλοτε να μουρμουράει αλλόκοτα ξεκούρδιστη και άλλοτε νηφάλια, μελωδική και κουρδισμένη. Κιθάρα που απλώνετε σε πολλά επίπεδα σε κάθε κομμάτι, πλάθοντας έτσι πολλές μελωδικές γραμμές. Μπορεί βέβαια να είναι η ψυχεδελική χροιά που διατρέχει όλα τα κομμάτια, ή ίσως η ροή του δίσκου, με πολλές κορυφώσεις αλλά και πολλά περάσματα που η μουσική εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς, νωχελικά και απολαυστικά, χρησιμοποιώντας τα κενά σα μέρος της σύνθεσης. Κάτι από όλα αυτά, δε μπορεί, θα καταφέρει να σε κάνει να μην προσπεράσεις στα γρήγορα αυτό το δίσκο. Και έπειτα, μετά τις πρώτες ακροάσεις, θα σε γοητεύσουν τα παράταιρα σόλο πάνω από τα ακόρντα, σόλο που παραπέμπουν στους πιο σκοτεινούς και θολούς ήρωες της τραγουδοποιίας, σαν τον Jandek και τον Ed Askew. Θα σε κερδίσει, σίγουρα, η αμεσότητα των κομματιών, η απλότητα του ήχου και η προσεγμένη, αλλά όχι γυαλισμένη, ερασιτεχνική ηχογράφηση. Είναι τελικά από τους δίσκους που στέκονται σε μία χρονική απροσδιοριστία, δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι έχει ηχογραφηθεί αυτή τη χρονιά, αυτή τη δεκαετία, ή το ’70, ή το ’60. Είναι ένα διαμάντι τραγουδοποιίας, που επιβάλλει την ατμόσφαιρα του και, τελικά, αυτό είναι που θα σε κάνει να τον αγαπήσεις. Να τον ακούσεις ξανά και ξανά.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

PIMMON - "THE OANSOME ORBIT" (2011)

Πίσω από το όνομα Pimmon βρίσκετε ο Αυστραλός Paul Gough, που, για να μη το παίζω ξερόλας, είχα ακούσει ελάχιστα πράγματα από αυτόν, κύριως σε συνεργασίες όπως αυτή έδω και το τελευταίο του album από την Room40, με ξάφνιασε ευχάριστα. Ο Pimmon έχει ήδη πάνω από 15 χρόνια στο κουρμπέτι της ηλεκτρονικής-ατμοσφαιρικής μουσικής και θεωρείτε ένας από τους πατριάρχες του είδους στη πατρίδα του. Το απολαυστικά μεγάλης διάρκειας “The Oansome Orbit” στα βασικά του συστατικά δε διαφέρει από πολλές κυκλοφορίες με τις οποίες έχει πλημμυρίσει η πιάτσα: αυτό το λίγο retro, λίγο ατμοσφαιρικό, λίγο ‘80s drone, με παλιομοδίτικα μπιμπλίκια, που φλερτάρει με το new wave, κτλ. Όμως στο αποτέλεσμα διαφέρει. Αρκετά. Τα ηχοτόπια που καταφέρνει να χτίσει ο κ. Gough, δεν προσπαθούν επιτηδευμένα να γίνουν δυστοπικά, με κάτι από Blade Runner. Έχουν ένα πολύ δουλεμένο βάθος και εύρος, μια εντυπωσιακή διαστρωμάτωση, μια μεγάλη γκάμα διαφορετικών, περίπου ασύνδετων, ήχων. Κάτι που προσφέρει στο δίσκο μια πλούσια εναλλαγή καταστάσεων – από τους τραχείς ανατριχιαστικούς βόμβους, στις μελαγχολικές αρμονίες από έγχορδα, από το περίπου λευκό θόρυβο των παραμορφώσεων, στο γήινο ψηφιδωτό από ήχους υδάτων και αέρα. Ο τρόπος με τον οποίο ξεπηδούν οι μελωδίες μέσα από τους ατελείωτους βόμβους, από τα πλήκτρα και τα έγχορδα, από την αφαιρετική αισθητική και τα επιθετικά distortions και, τέλος, η συνεχής κυματιστή ροή που διατρέχει όλες τις συνθέσεις, πραγματικά καταφέρνουν να σε παρασύρουν στο δικό τους, σκοτεινό και απόμακρο μικρόκοσμο των θορύβων του κόσμου, μακρόκοσμο των βόμβων του πλανήτη.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

HAUNTED HOUSE - "BLUE GHOST BLUES" (2011)

Οι Haunted House, ήταν μια μπάντα που είχε φτιάξει ο Loren Connors κάπου τη δεκαετία του ’90, με μικρή διάρκεια ζωής, περίπου 2 ετών και τη συμμετοχή των Andrew Burnes, Suzanne Langille, Neel Murgai. Πάνω από μία δεκαετία μετά, το συγκρότημα επιστρέφει με ένα δίσκο που δανείζεται το τίτλο του από ένα κομμάτι του Lonnie Johnson (1899-1970), έναν από τους πιο γνωστούς μπλουζίστες. Η μουσική που περιέχει βέβαια το Blue Ghost Blues, απέχει αρκετά από τον ήχο του Johnson. Οι δύο κιθάρες (Connors και Burnes) μπλέκονται σε μία συνεχόμενη θορυβώδης ομίχλη από παραμορφώσεις και feedback, πλάθοντας μια ατμόσφαιρα στεγνή και παγωμένη, δίχως κανόνες και ηχητικές μορφές, δίχως πολυπλοκότητες και πολυεπίπεδες αναλύσεις ήχου – ένα χαλί θορύβου που κινείτε σαν ερπετό ή αλλιώς, σαν παλιό noise-rock. Οι μελωδίες ξεπηδούν αργά μέσα από την ηχητική διαστρωμάτωση των θορύβων, με τρόπο απόμακρο και ψυχρό και το επίπεδο συνεννόησης ανάμεσα στον Connors και τον Burnes, είναι τόσο άψογο που πραγματικά σε παρασύρει. Πίσω τώρα από τις κιθάρες, δεσπόζουν τα drums του Murgai. Ρυθμικά, βίαια και λίγο τελετουργικά, όχι μόνο ενισχύουν την αίσθηση του παλιομοδίτικου κιθαριστικού θορύβου που διατρέχει το album, μα προσθέτουν και ένταση, ενέργεια και δυναμική – με έναν απροσδόκητα φυσικό και απλό τρόπο, περίπου στα χνάρια του Jonathan Kane, ή των This Heat. Διάσπαρτα, μέσα σε αυτό το κουβάρι θορύβου, εμφανίζεται η φωνή της Langille, η οποία δε τραγουδάει, μα μουρμουράει, παραμιλάει, φωνάζει, απαγγέλει – ερμηνεύει, με λίγα λόγια, με εντελώς θεατρικό τρόπο, γεμάτο συναισθήματα και εκφραστικότητα. Αυτός ο δίσκος είναι πραγματικό διαμάντι, με μία υπόγεια ανεπεξέργαστη δύναμη, τραχιά και απόμακρη.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

DANIEL PADDEN - "SHIP CHOP" (2011)

Στον καινούργιο του δίσκο, ο βρετανός Daniel Padden αφήνει στην άκρη τα όργανα, την κιθάρα, το πιάνο, τα πνευστά, όλα όσα μας είχε συνηθίσει σαν μέλος των Volcano The Bear και των The One Ensemble. Το Ship Chop είναι διαφορετικό, μιας και στην ουσία αποτελεί μια ατελείωτη μίξη ethnic μουσικής, κυρίως κάπου ανάμεσα στη μέση και την άπω ανατολή. Ο τρόπος με τον οποίο ο Padden δημιουργεί αυτό το ψηφιδωτό από samples είναι τόσο ήπιος που πολλές φορές δεν ξέρεις αν έχει επέμβει, αν έχει προβάλλει λούπες πάνω σε λούπες, που τελειώνει τι και που αρχίζει κάτι άλλο. Τα περισσότερα κομμάτια κρατάνε αρκετά σε διάρκεια και σε μαγνητίζουν τόσο πολύ στο κόσμο τους, που δεν μπορείς να διακρίνεις τα όρια. Εντάξει, αυτό δεν συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, αλλά ακόμη και στα σημεία που οι τομές και οι επικολλήσεις είναι ξεκάθαρες, ο Padden έχει βρει ένα τέλειο τρόπο να τις δέσει, λες και μια ζωή ήταν παραγωγός ή dj. Φυσικά στο τελικό αποτέλεσμα υποβόσκει το γνωστό από τους Volcano The Bear χιούμορ, φυσικά και είναι άκρως εξωτικό και αιθέριο, με τα μαγευτικά ανατολίτικα κρουστά και τις υπνωτιστικές μελωδίες, τα περίπου τελετουργικά φωνητικά και τα απλά – μα όχι απλοϊκά – χορευτικά ιδιώματα. Οι πήγες του Ship Chop μοιάζουν να προέρχονται περισσότερο από κάποιο κινηματογραφικό περιβάλλον – δεν είναι ακριβώς αυτή η υποκουλτούρα ή η χαμένη κουλτούρα αν προτιμάτε, που βγαίνει μέσα από τις κυκλοφορίες της Sublime Frequencies ή της Finders Keepers ή όποιας άλλης εταιρίας ασχολείται με αυτό το είδος του μουσικού μεμοραμπίλια για δυτικούς, μα ακριβώς αυτό το κινηματογραφικό περιβάλλον (να υποθέσω ότι τα περισσότερα samples τα έχει τραβήξει από soundtrack;) δίνει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα καθώς τα μουσικά μέρη εναλλάσσονται – κάτι σαν mixtape πάρα σαν mash-up. Ή, με άλλα λόγια, ένα ηχητικό κολλάζ με περίσσιο σεβασμό και με περίσσια ευγένεια.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

DAN HAYWOOD'S NEW HAWKS - "S/T" (2011)

Εδώ είναι ένα νέο βόρειο-βρετανικό αγνό folk ταλεντάκι, κοπιάστε! Μεγαλωμένος στο μουντό / βροχερό / σάπιο Sutherland, o Dan Haywood συστήνεται ω ς ένας αυθεντικός PSOW ( poet / singer / ornithologist / whatever) και καταπιάνεται με το τιτάνιο έργο να ηχογραφήσει 32 (!) originals για το ντεμπούτο του. Εμπνέεται από τις μεγάλες, χαλαρές βόλτες του στα Highlands της Σκοτίας για πτηνό-παρατήρηση και η τραγουδοποιία του είναι γι αυτό ανοικτή και προσωπική , σαν έναν εσωτερικό διαλογισμό για τα όμορφα και παράλογα της ζωής του, με το χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα να υπονομεύει τους εύκολους συναισθηματισμούς. Η ποιότητα της φωνής του αρχικά θα σου φανεί μέτρια, κάτι σαν τον Βασίλη Καζούλη να προσπαθεί να τραγουδήσει βρετανό-λαϊκό-folk αλά Billy Brag. Δεν πειράζει, είναι τόσο χαρισματικός συνθέτης όσο Berman των Silver Jews ,ας πούμε, οπότε σε κερδίζει με την ιδιαιτερότητα του. Απ ΄ την άλλη, ο τρόπος που αλλάζει ταχύτητα σε κάποια κομμάτια από το σχεδόν ριμαριστό free στυλ του στις πρώτες στροφές σε πιο μελωδικό στο ρεφραίν , μου θύμισε και Bob Dylan στην μετά το “Blood On Tracks” 70s αναγέννηση του. Να μην μας διαφύγει, βέβαια, ότι το” New Hawks” είναι ομαδική δουλεία αφού η πενταμελής μπάντα που τον συνοδεύει μπορεί να μην έχει τις avant ανησυχίες που γουστάρω στους Nalle και στο καινούργιο της Elle Osborne, αλλά αρκετά δεμένη για να παρέχει ένα μεστό country /folk υπόβαθρο. Μάλιστα, νομίζω ότι αποκτούν περισσότερη προσωπικότητα όταν γυροφέρνουν μια παλιατζουρικη brit folk μελωδία, παρά όταν ακούγονται σαν τα ξαδέλφια των Lambchop. Με δεδομένες τις αναμενόμενες αδιάφορες στιγμές σε ένα διπλό CD με 32 κομμάτια, ο Haywood κατάφερνε να φτιάξει ένα αξιοζήλευτο body of work από τα πρώτα του βήματα.

((E A R 1)) ((E A R 2)) ((E Y E))

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

THE NECKS - "MINDSET" (2011)

Κάθε album των Necks είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η μονότονη και ιδιότυπη jazz που παίζουνε, συνυπάρχει με τον αυτοσχεδιασμό, την ρυθμικότητα, την αέναη περιδίνηση γύρω από ένα κυκλικό μουσικό μοτίβο. Οι αυστραλοί βετεράνοι έχουν βγάλει τα καλύτερα album για να σε πάρει ο ύπνος (και αυτό είναι κομπλιμέντο), όπως το “Mosquito/See Through” και το “Drive By”, αριστουργηματικά μουσικά χαλιά για οποιαδήποτε δραστηριότητα, σαν το “Sex” και το “Chemist” – δίσκοι που θα ζήλευε ο Brain Eno όταν εισήγαγε τον όρο environmental music και, σε γενικές γραμμές, αυτή η επίμονη μονολιθικότητα, η αφαίρεση, η στατική ροή στον ήχο τους, στοιχεία που τα έχουν αναγάγει σε επίπεδα τελειότητας, είναι μοναδιαία και συγκλονιστικά όταν καταφέρουν να σε παρασύρουν στο ψυχοτρόπο κόσμο τους. Είχα διαβάσει λίγες μέρες πριν για το νέο τους κατόρθωμα, το Mindset, και περίμενα να το ακούσω με αγωνία, όπως κάθε δίσκο τους άλλωστε. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, κατάλαβα πως οι Necks δεν αστειεύονται. Το τρίο δεν αναλώνεται σε νότες απλωμένες στη σιγή, δε περιμένει το χρόνο να αποκαλύψει τη μελωδία, δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Σου εκτοξεύει εξ αρχής ένα ηχητικό τείχος με τα επιθετικά drums και τα ασταμάτητα πιατίνια, ενώ ο Chris Abrahams στο πιάνο υφαίνει το μυστήριο πέπλο του άναρχου παιξίματος του. Όσο κυλάει το Rum Jungle, η πρώτη 15λεπτή σύνθεση του δίσκου, το μπάσο του Loyd Swanton μετατρέπετε σε ενορχηστρωτή ενός ανεπάντεχα απολαυστικού θορύβου, που τσιλημπουρδίζει, περίπου, με το No Wave. Τα πάντα δείχνουν τέλεια στα πρώτα μόλις λεπτά – τα πάντα έχουν κορυφωθεί και μένουν εκεί, σε ένα υψηλό σημείο εγρήγορσης που σχεδόν σε εξαντλεί, με μόνο διάλλειμα την εισαγωγή του Daylights, του δεύτερου μέρους του Mindset, που σε κοιμίζει πριν σε τραβήξει ξανά από τα μαλλιά σε ένα jazz ηχητικό νεφέλωμα. Το Mindset δεν μοιάζει με τα περισσότερα album των Necks. Απαιτεί την απόλυτη προσοχή σου στην αρχή, σε προσηλώνει απέναντι από τα ηχεία και σε πετάει στο πραγματικό κόσμο μετά το τέλος των δύο επικών συνθέσεων, μεθυσμένο και ζαλισμένο. Μέσα στο χάος των αμέτρητων κυκλοφοριών που υπάρχουν πια, από αμέτρητους μουσικούς που δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια, στη παραγωγή, στο βέλτιστο αποτέλεσμα – παρά μόνο στο μέσο, στη κυκλοφορία σα κυκλοφορία – οι Necks θυμίζουν ένα ανταριασμένο νησί αρτιότητας που σου καθαρίζει, επιτέλους, τα αυτιά.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

THE SCENE IS NOW - "MAGPIE ALARM" (2011)

Σε μία χρονιά που με χαρά βλέπω αγαπημένους θρύλους του αμερικάνικου indie rock να επιστρέφουν με συγκλονιστικά άλμπουμ, η προσθήκη και του “Magpie Alarm” στην φετινή συλλογή με γέμισε θετικά συναισθήματα στην εποχή της μεγάλης μαυρίλας. Έτσι, μετά τους The Feelies, Steven Malkmus, Thurston Moore, οι άκρως παραγνωρισμένοι νεοϋορκέζοι art- rockers The Scene Is Now ηχογραφούν με πλύστη αυτοπεποίθηση το πιο βατό αλλά και αληθινά εμπνευσμένο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι δυσνόητοι no wave ντανταϊσμοί και νευρικές jazzy ενορχηστρώσεις, που τους απομόνωσαν από το πιο straight indie rock κοινό, ανήκουν πλέον στα 80s. Τα δύο αρχικά μέλη των TSIΝ Philip Dray (κιθάρα) και Chris Nelson ( φωνή) καθοδηγούν τα νεοτέρα, που προέρχονται από την downtown hot jazz σκηνή της Νέας Υόρκης, με τη διαύγεια που επιτρέπουν τα 30 plus χρόνια στο χώρο, σε μια σύγχρονη μουσική πρόταση που ακροβατεί υπέροχα μεταξύ εξωστρεφούς αμερικάνικης folk/country/jazz τραγουδοποιίας και ψαγμένου αβαντγκαρντισμού πάνω σε μια rock βάση. Αν αυτή η περιγραφή οδηγεί στο μουσικό λεξικό του μυαλού σας στο λήμμα Red Krayola / Pere Ubu μέσα πέσατε. Μόνο που οι προαναφερθείς δεν έβγαλαν φέτος δίσκο για να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται. Αντίθετα ,οι TSIN με το “Magpie Alarm” είναι απόλυτα συνεπής στις προσδοκίες που γεννά η ιστορία τους και παίζουν με τη δίπολο pop τραγούδι / προχωρημένα arrangements με άνεση : από την μία οι μελωδικές γραμμές είναι σαφέστατές και συχνά-πυκνά τονίζονται με τον πιο λαμπερό τρόπο από το χαρωπά πνευστά , τις σκαμπρόζικες νότες του πιάνου και τα moody πλήκτρα που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν από τo φαινομενικά πρόσχαρο “Eureka” του Jim O’ Rourke. Από την άλλη, οι κιθάρες παραμένουν την τυπικά νεοϋορκέζικα γωνιώδεις, ενώ οι στίχοι των Nelson / Dray φτάνουν στο επίπεδο αληθινού ποιητικού λυρισμού, αφήνοντας στην άκρη το αψύ ύφος που είχαν στα 80s. Λογική εξέλιξη αφού ο Dray είναι περισσότερο γνωστός για το υποψήφιο για Pulitzer βιβλίο του “At The Hands Of Persons Unknown” , παρά για ότι κάνει με τους TSIN. Ελπίζω, με αυτό το άλμπουμ να λάβει και η υπέροχη μπάντα του το μερίδιο της αναγνώρισης που της πρέπει. Γιατί, ρε γαμώτο, δεν είναι το ίδιο σπουδαίο επίτευγμα να αυνανίζεσαι με τον υπολογιστή / σύνθι σου για να φτιάξεις το επόμενο hype-nagogic lo-fi internetικό δίσκο του μήνα με το να μαζευτεί ένα σεξτέτο καλών μουσικών και να παραδώσουν ένα τέτοιο avant pop αριστούργημα.

((E A R)) ((E Y E))