Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

CHARLATAN - "ISOLATARIUM" (2012)

Εκεί που έψαχνα τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς (με ανοιγμένες καμιά εικοσαριά σελίδες στο firefox) σκόνταψα πάνω σε αυτή την καινούργια κυκλοφορία από την Type, που προφανώς δεν πρόλαβε να μπει σε καμία λίστα – τα γνωστά αδικοχαμένα album του Δεκέμβρη. Ο τσαρλατάνος εδώ είναι ο Brad Rose, ένας από τους υπευθύνους της Digitalis, που ίσως τον έχετε ακουστά από το άλλο προσωπικό του project, το The North Sea. Και τα καταφέρνει μια χαρά. 5 μεγάλης διάρκειας κομμάτια, χαοτικά και ψυχεδελικά, μπλεγμένα σε ηλεκτρονικούς ήχους, άλλοτε minimal και άλλοτε maximal, με κοφτούς techno ρυθμούς και ταυτόχρονα ιδιαιτέρως ambient και κλειστοφοβικό που προορίζεται για μοναχικές ακροάσεις, όπως φανερώνει και ο τίτλος του. Η εξέλιξη των κομματιών είναι αρκετά αργή, όσο αργή χρειάζεται τέλος πάντων για να σε ρουφήξει στο μηχανικό και ψυχρό τους περιβάλλον. Χρησιμοποιώντας σαν βάση κάποιες λούπες που θυμίζουν έντονα τα παλιομοδίτικα μπιμπλίκια των 80’s – και ακόμη πιο έντονα κάποιες ηχογραφήσεις του John Carpenter – ο Rose χτίζει τα κομμάτια του με διάφορους ήχους που άλλοτε δομούν μια υπόνοια μελωδίας και άλλοτε αποτελούν σκέτους θορύβους πλάθοντας με αυτό τον τρόπο μια αρκετά σκοτεινή και παγωμένη ατμόσφαιρα που πότε οδεύει προς το glitch, πότε προς το noise και πότε προς την hypnagogic pop – με άλλα λόγια όσο εξελίσσετε ο δίσκος, τόσο πιο απρόβλεπτός γίνεται, δίχως να χάνει τον ambient χαρακτήρα του, χοροπηδώντας συνεχώς πάνω από τα όρια του κιτς, του memorabilia και της ψυχεδέλειας. Φέρνει στο νου τις ηχογραφήσεις των The North Sea, όπως επίσης και την Raster-Noton, τον Robert Hood και τον Actress. Μόνο πράμα που δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω είναι το εξώφυλλο – κάποιος συμβολισμός που δεν πιάνω ίσως και σίγουρα παράταιρο με τον ήχο του δίσκου.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

DIVORCE - "DIVORCE" (2012)

Είχα κατεβάσει αυτό το album εδώ και κάνα μήνα, είχε μπει στον ειδικό φάκελο με αυτά που δεν έχω ακούσει ακόμα, άγνωστο γιατί το προσπερνούσα συνεχώς δίχως να του δώσω μία ευκαιρία. Κακώς. Το εξώφυλλο μπορεί να είναι λίγο αποκρουστικό και κομματάκι αηδιαστικό, η μουσική επίσης, μα αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Ίσα-ίσα όταν αυτή η αηδία συνδυάζεται με καταιγιστικό punk γεμάτο ενέργεια, στις παρυφές του post-metal, με ένα βρώμικο καιασταμάτητο θόρυβο, η λέξη αηδία είναι μάλλον κομπλιμέντο. Αυτός είναι ο πρώτος δίσκος της τετραμελούς μπάντας από την Γλασκώβη, πόλης φημισμένης για τα τυχαία μαχαιρώματα στους δρόμους, την Celtic, την τρελή υγρασία, τα ναρκωτικά, την ατμοσφαιρική της ρύπανση και, φυσικά, για την μουσική της σκηνή. Σκηνή που κάθε τόσο μας χαρίζει και από ένα θορυβώδη και παλαβό δίσκο, από κάποια σαλεμένη και αγριεμένη μπάντα. Ετούτη εδώ είναι άκρως μαξιμαλιστική με τον ήχο, βάζουν οι άτιμοι ένα κάρο πράγματα μέσα σε κάθε κομμάτι, το μπουκώνουν στο θόρυβο, το τραβάνε σε χρόνο, με διάφορες αλλαγές στις μελωδίες ή τους ρυθμούς – ολίγον progressive με δύο λόγια – το αποτέλεσμα γοητευτικά γλιτσιασμένο. Οι αναφορές των Divorce είναι δεδομένες και ολοφάνερες: MrBungle, The Fall, Boredoms – όλη η καλή πλευρά της κακής μουσικής παιδείας. Αν είναι κάτι το εξαιρετικά ιδιαίτερο; Μάλλον όχι. Μάλλον δεν φτάνουν σε επίπεδα πρωτοτυπίας όπως οι Lightning Bolt στις αρχές τους, για παράδειγμα – όμως η δυναμική του ήχου τους σε παρασέρνει, η ενέργεια που βγάζουν σε απορροφάει, σε πολλά σημεία οι ρυθμοί σε διαπερνούν, τα φωνητικά – ουρλιαχτά για την ακρίβεια – σε κρατάνε στη τσίτα και επίσης ο τρόπος με τον οποίο δένουν όλα τα στοιχειά που περιέχει το κάθε κομμάτι, είναι αξιοπρόσεκτος. Κοντολογίς, από τα καλύτερα του είδους που έχω ακούσει για φέτος, αν και υπάρχουν αρκετά ακόμη στον ειδικό φάκελο, ποιος ξέρει τι άλλο καλό έχω προσπεράσει ελαφρά τη καρδία.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

THE ONE ENSEMBLE - "ORIOLE" (2012) / NICK MOTT - "THE VISITORS" (2012)



Υποθέτω τυχαία, κυκλοφόρησαν μες το φθινόπωρο από ένα άλμπουμ δύο μέλη των Volcano The Bear με τα side projects τους. Έτσι, ο λάτρης του oriental folk Daniel Padden με το σχήμα του One Ensemble βάλθηκε να παντρέψει το δυτικό avant folk του με την βαλκανική ορχηστρική μουσική ενώ ο Nick Μοtt σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση αποφάσισε να χαθεί σε ambient δρόμους που καίνε.

 Το “Oriele” των One Ensemble δεν διακρίνεται για κάποια πρωτοποριακή τομή όπως το πανέμορφα δυσαρμονικό “Other Thunders” του 2009. Από την άλλη, σφύζει από μπρίο και φρεσκάδα που απορρέει από την αγάπη των μελών του project για την πανηγυρικών διαστάσεων μουσική της ανατολικής Ευρώπης. Στη πρώτη πλευρά του LP χρησιμοποιούν την ανυψωτική δύναμη του βιολιού, του τρομπονιού και του αρκοντεόν για να μεταφέρουν με τρόπο πειστικά αποκαλυπτικό τις ψυχεδελικές εικόνες που περιγράφει ο Padden με την λεπτή αλλά ένρινη φωνή του. Παρακάτω , μπάντα να εκτελεί με τρομερή δεινότητα το folk fusion υλικό και η ένταση ανεβαίνει πιο ψηλά με ανατολίτικες μελωδίες να τραβιούνται σε πιο psych μονοπάτια, δημιουργώντας όλο και πιο περίπλοκες γέφυρες μεταξύ του μουσικού κόσμου των τσιγγάνων και του βρετανικού μπλοκ του free folk underground. Στην δεύτερη πλευρά, σε μια έξυπνη ντρίμπλα, οι One Emsemble καταπιάνονται με δύο διασκευές : στο απλοϊκά ιδιοφυές χορτοφαγικό μανιφέστο του Moondog “Pigmy Pigs” και στο sea shanty του βρετανού folk τροβαδούρου Cyril Tawney. Kαι τα δύο ψυχεδελο-βαλκανοποιούνται με εξαιρετικό στυλ. Τελικά, το LP κλείνει με το εμβατηριακό ομώνυμο κομμάτι όπου τα αργόσυρτα doom riffs στα βιολιά και οι λοιποί μεσαιωνισμοί κορυφώνονται με την είσοδο μιας ψεύδο-γεωργιανής χορωδίας για ένα ραψωδικό φινάλε. Κι αν όλα αυτά σας θύμισαν μια λίγο πιο free εκδοχή των μαστόρων του balkan folk rock Α Hawk and A Hawksaw, έχετε μια πολύ καλή εικόνα για το που κινείται το One Ensemble του Padden πλέον.

 Aν, τώρα, το “Oriole” είναι μια από τις καλές post-folk κυκλοφορίες της χρονιάς, το “Visitors” του Mott, δύσκολα θα το βρείτε στις λίστες τύπου “best ambient 2012”. Χωρίς να είναι μια μέτρια κυκλοφορία αισθάνομαι ότι μακριά από τις οργανικές jazz / folk προσθήκες που χρησιμοποιεί στους VTB, o Mott κάπου δεν έχει τη σπιρτάδα ενός Tim Goss, τα βίτσια του Christopherson ή την ωμότητα του Lascalleet για να φτιάξει ένα πραγματικά ενδιαφέρον άλμπουμ που να ανανεώνει την αγαπημενη μου βρετανική avant / experimental electronica σκηνή. Στην πρώτη πλευρά λούπες από θόρυβο κασσέτας, τραβηγμένες μελωδίες από βιολιά, αναλογικά μπλιμ-μπλομ από synths και keyboards υπόκεινται σε ένα ελαφρύ ηλεκτρονικό μανιπουλάρισμα και παρουσιάζονται σε γραμμική σειρά σε μια σουρεαλιστική αφήγηση που θυμίζει Nurse With Wound, χωρίς όμως την ανώμαλη εκκεντρικότητα του Stapleton. Στην δεύτερη πλευρά, χρησιμοποιούνται αλλοιωμένα φωνητικά με echo προσπαθώντας, νομίζω, να δημιουργήσουν την απόκοσμη ατμόσφαιρα του Ghedalia Tazartes, αλλά και πάλι στερούνται μεγάλου βάθους και έμπνευσης. Κοντολογίς, κατ ‘ εμέ , όπως και το άνευρο τελευταίο άλμπουμ των Volcano The Bear, το “Visitors” χωρίς να υπολείπεται αντικειμενικά σε ποιότητα από τους συμπατριώτες φίλους τους πάσχει τελικά από έναν περιοριστικό φορμαλισμό.

((E A R))
((E A R))
((E Y E))
((E Y E))

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

GATE - "DAMNED REVOLUTIONS" (2012)

Ο προηγούμενος προσωπικός δίσκος του κιθαρίστα των Dead C, το Republic Of Sadness, ήταν για μένα ότι καλύτερο είχα ακούσει το 2010 – όποτε, καταλαβαίνεται, αύτη εδώ η κριτική δεν μπορεί να είναι και πολύ αντικειμενική. Άρχισα να ακούω λοιπόν με μεγάλες προσδοκίες το Damned Revolutions (αν μη τι άλλο, οι δίσκοι του M. Morley έχουν εμπνευσμένους τίτλους), που αποτελείτε από δύο μόλις κομμάτια, εικοσάλεπτης και βάλε διάρκειας. Και τι κομμάτια! Από την αρχή σε κοπανάει ένα τείχος πυκνού noise-drone, που βγάζει σπίθες από τον πολύ ηλεκτρισμό και, όπως πάντα συμβαίνει με τον Morley, αυτός ο θόρυβος εμπεριέχει ένα πρωτόλειο μάγμα μελωδιών που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται μέχρι να σου πάρει το κεφάλι. Επιστροφή στον κλασσικό ήχο των Gate δηλαδή, κλείνοντας την παρένθεση του προηγούμενου album που τα κομμάτια ήταν πιο μικρά, πιο εύηχα, πιο ευκολοχώνευτα, με ρυθμικές λούπες και απαλές μελωδίες. Εδώ τα πράγματα είναι ξερά και μονότονα, με το επίπεδο της έντασης εκκωφαντικό από την αρχή έως το τέλος. Το πρώτο κομμάτι είναι πιο συγκεντρωμένο από το δεύτερο, πιο αφαιρετικό και δομημένο, με έναν κυματιστό ρυθμό που φλερτάρει με τα μπλουζ, ενώ το δεύτερο, πιο επιθετικό και βάναυσο – ένας διαολεμένος αυτοσχεδιασμός που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό – και που σε αυτό, τον διαολεμένο αυτοσχεδιασμό δηλαδή, μαζί με τον Keiji Haino είναι πολλά επίπεδα πάνω από οποιονδήποτε άλλο έχω ακούσει, ήταν είναι και θα είναι, με δυο λόγια, οι καλύτεροι που υπάρχουν στην πιάτσα.
Το Damned Revolutions προορίζεται μόνο για τους λάτρεις του Morley, τόσο μονοδιάστατο που δεν αφήνει περιθώρια, είναι από τους δίσκους που είτε τους λατρεύεις, είτε σε αφήνουν εντελώς αδιάφορο. Αν και πολλοί noise-drone δίσκοι κυκλοφορούν κατά καιρούς, η παγωμένη μονολιθικότητα του Morley, αυτός ο ιδιαίτερος ήχος της Νεοζηλανδικής σκηνής και η αμεσότητα του θορύβου που έχει, είτε στα προσωπικά του album είτε στους Dead C, τον κάνουν ένα είδος μόνο του και, φυσικά, αυτό τον δίσκο ένα αριστούργημα. Μόνη μου μικρή παρατήρηση είναι πως το Damned Revolutions μοιάζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο δίσκο των Gate με τα πιο πρόσφατα πονήματα των Dead C, με την απουσία απλώς των υπόλοιπων – κάπου μπλέκεται το πράμα και κάπου χάνεται η διαφορετικότητα – σίγα το ωά, θα μου πείτε, από την στιγμή που ο δίσκος κεντάει, τα υπόλοιπα είναι οδοντόπαστες.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

PELT - "EFFIGY" (2012)
















Το νέο και πολυαναμενόμενο άλμπουμ της folk / drone κολεκτίβας από τηVirginia μπορεί να σημαδεύεται από την πρόσφατη απώλεια του πρώην κιθαρίστα και κολλητού τους Jack Rose, αλλά ταυτόχρονα ακούγεται σαν ένα από τα πιο προσβάσιμα της εικοσαετούς δισκογραφίας τους. Περίπου σαν το εύπεπτο και παιχνιδιάρικο αριστούργημα τους “Pearls From The River”, το “Effigy” διακρίνεται για την αρμονική σύμπλευση των διάφορων οργανικών ήχων που χρησιμοποιούν οι Pelt, καθώς και για το εξωστρεφές και άκρως εξπρεσιονιστικό ύφος του. Στην πραγματικότητα, εδώ οι Pelt καταθέτουν για μια άλλη φορά το ηχητικό τους στίγμα, μόνο που, ίσως και λόγο της μεγάλης ανάπαυλας που έπρεπε να κάνουν, ακούγονται πιο συγκεντρωμένοι και αποφασισμένοι να ξεζουμίσουν από κάθε κομμάτι την αληθινή ψυχή του. Έτσι, το εναρκτήριο και ασφαλώς ιδιαίτερα αφιερωμένο “Of Jack’s Darbari” με τον συνδυασμό των υπερήφανων δοξαριών από τα βιολιά και των κυκλωτικό βόμβο στο υπόβαθρο αποτελεί τελικά όχι μια θρηνητική λιτανεία αλλά ένα πανηγυρικό δοξασμό του πνεύματος του Rose. Παρακάτω, στο εύθυμο “Wings of Dirt” παντρεύουν το Appalachian old-timey folk μοτίβο στο μπάντζο και το βιολί με ένα περιπαικτικό, ινδικής προελεύσεως, ρυθμό στις τάμπλες φθάνοντας τελικά σε μια Henry Flynt on LSD κορύφωση. Στο 22λεπτο “Ashes of A Photograph” καλύπτουν περίτεχνα με ένα οργανικά δυναμικό και αιθέριο drone πέπλο τις αισθήσεις και σε καλούν να περιπλανηθείς σε ένα ψυχεδελικό κόσμο όπου ο La Monte Young μεταφέρει το dream house του από τη Νέα Υόρκη στο μέσο ενός πυκνού δάσους στις κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ και έχει τον Τοny Conrad στο πρώτο βιολί. Παράλληλα, σε αυτό το μεγάλης διάρκειας άλμπουμ οι Pelt δε διστάζουν να πειραματιστούν με πιο πρωτόγνωρες φόρμες για αυτούς όπως στο μοχθηρό “Spikes and Ties” με τις αιχμηρές κωδωνοκρουσίες των singing bowls ακι το βουίζων αρμόνιο και στο ατμοσφαιρικό “Last Toast Before Capsizing” με το κρουστικό παίξιμο στο πιάνο, τα συντριπτικά κύμβαλα και αυτήν την αίσθηση της ηρεμίας πριν τη καταιγίδα. Συνολικά, κρίνοντας από την υψηλή ποιότητα και των υπόλοιπων κομματιών του άλμπουμ, οι Pelt εδραιώνουν τη περίοπτη θέση τους στον σύγχρονο drone / noise/ folk χάρτη, ως ένα σύνολο που καταφέρνει να συνταιριάξει μοναδικά το πνεύμα του προπολεμικού american primitive folk με την ευρύτερη πολιτιστική ηχώ της μουσικής των american natives ινδιάνων και την γνήσια meditation μουσική της Ινδίας και της μέσης ανατολής.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

MICHAEL CHAPMAN & THE WOODPILES - "NATCH 7" (2012)

Αν είστε από αυτούς που διαβάζουν τις σημειώσεις και τα ψιλά γράμματα στο πίσω μέρος των δίσκων, τότε σίγουρα θα έχετε πέσει πολλές φόρες πάνω στο Black Dirt Studio – που από το 2005 που λειτουργεί, έχει φιλοξενήσει τις ηχογραφήσεις αρκετών αξιόλογων μουσικών (Peaking Lights, Jack Rose, Hototogisu, για παράδειγμα).
Στο studio που ανήκει στον Jason Meagher, μέλος των No Neck Blues Band, έχει ξεκινήσει από τις αρχές του έτους ένα πολύ ενδιαφέρον project. Ονομάζεται NATCH – είναι μια σειρά από sessions που κυκλοφορούν δωρεάν στο διαδίκτυο, στα οποία γνωστοί μουσικοί μαζεύονται και ηχογραφούν, χοντρικά ότι τους κατέβει, από διασκευές μέχρι αυτοσχεδιασμούς, πλήρως ελεύθεροι να δοκιμάσουν οτιδήποτε δεν έχουν δοκιμάσει στα album τους. Το αποτέλεσμα, τις περισσότερες φόρες, είναι από αξιόλογο εώς άψογο. Και πώς να μην είναι άλλωστε, αφού σε αυτά τα sessions, συμμετέχουν ταλαντούχοι μουσικοί που έχουν χαράξει ιδιαίτερες πορείες με τις κυκλοφορίες τους. Ενδεικτικά σημειώνω τους Dave Shuford, Stellar Om Source, Aaron Moore, Tom Carter, Michael Evans.
Αφορμή για την αναφορά εδώ σε αυτή τη σειρά αποτελεί το έβδομο μέρος της, το οποίο τιτλοφορείται ως Michael Chapman and The Woodpiles – όπου σαν Woodpiles συνοψίζονται οι Steve Gunn, Marc Orleans, Jimy SeiTang, και Nathan Bowles, μια περίπου dream team στην αμερικανική folk σκηνή του σήμερα. Το NATCH 7 λοιπόν είναι όσο blues χρειάζεται, όσο folk πρέπει, περιέχει μια πολύ καλή διασκευή του Deportee του Woodie Gurthie (κομμάτι που φέτος το ξανασυναντάμε μετά από την διασκευή του Mike Cooper – και μισό αιώνα μετά παραμένει επίκαιρο) και η ηχογράφηση τελειώνει με ένα επικό 12λεπτό κομμάτι, ψυχεδελικό και παλιομοδίτικο, λίγο 60s και λίγο 70s, λίγο soul και αρκετά blues που σου παίρνει τα μυαλά. Άμα έχετε χρόνο, μπείτε στο tumblr όπου υπάρχουν όλες οι ηχογραφήσεις NATCH, φωτογραφικό υλικό και βίντεο, ακούστε τα προηγούμενα έξι sessions, αξίζουν και αυτά, πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη, από πλευράς ποιότητας, σειρά και ήδη ανυπομονώ να ακούσω το όγδοο μέρος, με τους Loren Connors και Bill Orcutt – κάτι μου λέει ότι θα είναι κορυφαίο…

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

BROTHERS UNCONNECTED - "UNROCK THE HOUSE" (2012)

ΠΡΟΣΟΧΗ! Μην ακούσετε αυτό το album. Άλλωστε δεν είναι καν album, μια ζωντανή ηχογράφηση μόνο, στα όρια του bootleg – ένα απλό ντοκουμέντο. Οι ανατριχιαστικές φήμες για όσους τόλμησαν την ακρόαση, πολλαπλασιάζονται καθημερινά.
Αν και ακόμη δεν έχουν δοθεί στην δημοσιότητα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την πραγματική υπόσταση αυτών των εικασιών, πολλοί λένε πως ο πρώτος που έβαλε αυτό τον διπλό δίσκο στο στερεοφωνικό του, παράτησε τα πάντα και έτρεξε στη Μιανμάρ για να βρει ένα χαμένο προ χιλιετιών θησαυρό. Κάποιος άλλος φιλόμουσος καταλήφθηκε από αμόκ, μπήκε σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα και άρχισε να γρονθοκοπεί όποιον ακαδημαϊκό έβρισκε μπροστά του. Μια νεαρή κοπέλα είχε εξαφανιστεί για λίγες μέρες, πριν εμφανιστεί ξανά – άγνωστο πως – στην έρημο Gobi. Η ίδια ισχυρίζεται πως απήχθη από φιλικούς εξωγήινους που την κρατούσαν φυλακισμένη στο ίδιο κελί με την Marilyn Monroe, τον Elvis Presley και τον πραγματικό Richard Nixon (όχι τον σωσία του που έγινε πρόεδρος). Ένας έφηβος άρχισε να γράφει έναν ονειροκρίτη με ορνιθοσκαλίσματα που, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε πως αποτελούν χαρακτήρες ενός μη αποκρυπτογραφημένου αλφαβήτου μιας εδώ και αιώνες νεκρής γλώσσας. Επιστήμονες ανά τον κόσμο, αν και διατείνονται πως όλες αυτές οι φήμες κινούνται προς ώρας στην σφαίρα της φαντασίας, πιέζουν ώστε η πώληση αυτού του δίσκου να συνοδεύεται από ειδικές σημάνσεις, παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν στα πακέτα των τσιγάρων (είναι εθιστικός μην τον ακούσετε, προκαλεί αργό και επώδυνο θάνατο, κτλ).
Εξάλλου γιατί να τον ακούσετε; Εντάξει έχει πολλά από τα στοιχεία της μαύρης μαγείας που χρησιμοποίησαν οι Sun City Girls για να γίνουν διάσημοι και να επηρεάσουν πλήθος νέων μουσικών της ανεξάρτητης σκηνής – τις ξεκούρδιστες κιθάρες, τους ατελείωτους μονολόγους, το σουρεαλιστικό χιούμορ, τις ανατολίτικες κλίμακες και τις συνθέσεις παρωδία της σύγχρονης μουσικής και αν και λείπει ο ηλεκτρικός ήχος των αυθεντικών εκτελέσεων και, προφανώς, τα drums, ο συγχρονισμός των δύο αδερφών είναι τόσο τέλειος που στα περισσότερα κομμάτια υπάρχει η αίσθηση ότι παίζει μία μόνο κιθάρα και όχι δύο – πράγματα του διαβόλου βέβαια. Επαναλαμβάνω. Προσοχή! Μην κάνετε το λάθος και τον ακούσετε. Κινδυνεύετε από αλλοπρόσαλλα οράματα, ανεξέλεγκτους οργασμούς, εφιάλτες, ψυχεδελικά παιδικά τραύματα, αλλοίωση της πραγματικότητας, νικοτινολατρεία.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

FUSHITSUSHA - "MABUSHII ITAZURA NA INORI" (2012)












Αυτός είναι δεύτερος δίσκος-φωτιά που ξεπέταξε μέσα στο 2012 ο κύριος Haino μαζί με τους Chiyo Kamekawa (μπάσο) και Ryosuke Kiyasu (drums) ως οι νέοι Fushitsusha. Κι αν κρίνω από την χημεία και τον οίστρο που διαπνέει το trio μπορεί να δούμε και τρίτη κυκλοφορία μες το 2012. Αν ,τώρα, συνυπολογίσουμε και τις ηχογραφήσεις του Haino με του O’Rourke και Ambarchi νωρίτερα φέτος, συμπεράνουμε πως ο εξηντάρης και βάλε μέγας σαολίν της ηλεκτρικής κιθάρας βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα στα γεράματα. Κάτι σαν τον Henrik Larsson όταν πήγε στην μπαρτσελόνα.

 Το υλικό που περιλαμβάνει το νέο πόνημα του ακριβοθώρητου trio είναι ακόμη πιο βαθύ, απρόβλεπτο και jazzy από το προηγούμενο “Hikari to Nazukeyo”, το οποίο έκλινε προς έναν οξύ, επιθετικό no wave / captain beefheart ήχο γεμάτο γωνίες και με σαφή rock βάση. Εδώ, ο Haino ακούγεται τελείως απελευθερωμένος και έτοιμος να καθοδηγήσει τους άλλους δύο σε ένα σεμινάριο free rock έκφρασης που, ναι, για μένα πιάνει τα δυσθεώρητα ύψη του “Pathetique” και του “Origin's Hesitation”. To πρώτο 5λέπτο κομμάτι είναι μια από τις πλέον λυρικές στιγμές των Fushitsusha με ένα συνεχές λεπτό κιθαριστικό πέπλο και μια πυκνή μπασογραμμή να στήνουν ένα ατμοσφαιρικό υπόβαθρο για απλώσει ο Haino είναι ευγενικό, λυρικό φωνητικό αυτοσχεδιασμό που μοιάζει μια άτυπη μοναχική προσευχή που περιπλανιέται στο αχανές σύμπαν. Από το επόμενο κομμάτι το αιθέριο σκηνικό αλλάζει βίαια σε ένα φουρτουνιασμένο άναρχο post-blues rock που έχει στόχο να εκφράσει τα πιο καλά κρυμμένα αισθήματα και εικόνες του νου και της ψυχής. Το rythm section επιδίδεται σε μια τρομερής ελαστικότητας και ακρίβειας άσκηση αντισυμβατικής jazz rock που χωρίς φανφάρες αλλά με την γνωστή ιαπωνική λιτότητα αφήνουν το κατάλληλο χώρο στον Haino να σιγοψιθυρίσει, άλλοτε να τραγουδήσει και άλλοτε να βροντοφωνάξει τους λακωνικούς του στίχους με τη θεατρικότητα που έχουμε συνηθίσει. Σίγουρα, μπορεί να μην καταβαίνεις γρί από τα ακατάληπτα ιαπωνικά του, αλλά η σοβαρότητα του ύφους, το πολυεπίπεδο της εκτέλεσης και εμβριθές της έκφρασης σε μαγνητίζουν όσο ο καλός (πριν το 2000) ιαπωνικός κινηματογράφος έστω κι αν δεν διαβάζεις τους υπότιτλους. (Σε αυτό το σημείο να πω, βέβαια, ότι θα εξυπηρετούσε μια μετάφραση των στίχων από τον ειδικό περί ιαπωνικών, Alan Cummings, αλλά ποιος με ακούει τώρα εμένα). Όσο για την κιθαριστική απόδοση του μάστορα, για μια ακόμη φορά είναι αποστομωτικός. Λιτές, κοφτές πενιές, στριφνά και άτονα τσιγκελωτά θραύσματα που βουτούν από την αχαλίνωτη εκφραστική ένταση στην εσωτερική σιωπή και τούμπλαλιν, σε μια μοναδική εγκεφαλική διαχείριση του ηχητικού κενού και του ηχητικού χάους που πατά πάνω στην γιαπωνέζικη παράδοση για την αντιθετική δύναμη του “Ma”, της σιωπής δηλαδή σε καίρια σημεία της μουσικής σύνθεσης. Έτσι, με την ασυνήθιστη για μας τους δυτικούς φαινομενική δυσαρμονία και μη μελωδικότητα, οι Fushitsusha φθάνουν δια της πλαγίας οδού και πάλι σε ένα psych / noise / free rock αποτέλεσμα που δεν έχει όμοιο του παγκοσμίως και ούτε θα έχει.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

THE BIG EYES FAMILY PLAYERS & FRIENDS - "FOLK SONGS II" (2012)

Θεωρητικά, αυτό το album αποτελεί τη συνέχεια του Folk Songs που είχε κυκλοφορήσει πριν από τρία χρόνια, όπου οι The Big Eyes Family Players είχαν βοηθήσει τον James Yorkston να διασκευάσει μερικά παλιά folk κομμάτια. Βέβαια αυτό το album μόνο τύποις μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του πρώτου Folk Songs, μιας και εδώ η μπάντα από το Sheffield έχει τον πρώτο και μοναδικό λόγο στην ενορχήστρωση του. Επίσης, ούτε album ακριβώς μπορεί να χαρακτηριστεί, από την πλευρά της συνοχής, αφού σε κάθε κομμάτι υπάρχει μια ξεχωριστή συμμετοχή στα φωνητικά από την ανεξάντλητη σύγχρονη μουσική σκηνή του είδους στην Βρετανία. Ο δίσκος πλησιάζει τα όρια της συλλογής, με τους The Big Eyes Family Players να καταφέρνουν άψογα να αλλάζουν το μουσικό τους ύφος, όσο χρειάζεται κάθε φόρα, για να ταιριάζει απόλυτα στα εκάστοτε φωνητικά των κομματιών – χωρίς φυσικά ο δίσκος να είναι τόσο ασύνδετος όσο μια συλλογή. Με δυο λόγια καθώς τα κομμάτια κυλούν δημιουργείται η αίσθηση πως η μπάντα έχει κατορθώσει να ακροβατήσει στη λεπτή γραμμή του συνόλου και της μονάδας και ταυτόχρονα να πατάει με σιγουριά ανάμεσα στη συμβατική απόδοση των κομματιών αυτών, θυμίζοντας αρκετά 60’s και 70’s και σε πειραματικούς ιδιωματισμούς, με drones, αφαιρετικές μελωδίες ή πολυεπιπέδα περάσματα με το αποτέλεσμα να είναι από την αρχή μέχρι το τέλος αρκετά καλό. Όσο για τις συμμετοχές που υπάρχουν στα φωνητικά, έχουμε κάτι σαν dream team της folk σκηνής, που μετά από αυτή των 70’s είναι η πιο παραγωγική και η πιο ποιοτική που έχουν βγάλει τα βρετανικά νησιά. Alasdair Roberts, Sharron Kraus, Elle Osborne, Adrian Crowley και προφανώς James Yorkston – έτσι για να αναφέρω μερικούς.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

HLADOWSKI & JOYNES - "THE WILD WILD BERRY" (2012)

Το περσυνό album του C Joynes, (Congo) περιέργως δεν στολίστηκε με διθυραμβικές κριτικές, όπως του άρμοζε για την αρτιότητα της neo-folk ψυχεδέλειας που περιείχε και την εντυπωσιακή συνοχή και μελωδικότητα που το χαρακτήριζε. Με αυτή τη φετινή του κυκλοφορία μας δίνει μια ευκαιρία να επανορθώσουμε. Τη Hladowski, τώρα, με τη νεραϊδίσια φωνή, την είχα αφήσει σε ένα αξιομνημόνευτο 10”, το High High Nest, πίσω το 2008, που απ’ όσο ξέρω δεν ακολουθήθηκε από κάποια άλλη δισκογραφική δουλειά.
Η συνεργασία αυτών των δύο μας δίνει ένα ξεχωριστό album για φέτος. Ναι, το The Wild Wild Berry θυμίζει πολύ το ρεύμα αναβίωσης της folk μουσικής που άνθισε στη Βρετανία τη δεκαετία του ’60 – πάρα πολύ, για την ακρίβεια. Ο δίσκος απαρτίζεται από έντεκα παραδοσιακά κομμάτια, δοσμένα με τον ιδιαίτερο τρόπο αυτών των δύο. Με την αμεσότητα, δηλαδή, την καθαρότητα των μελωδίων και τον αρκετά ογκώδη, αλλά ταυτόχρονα λιτό, ήχο του C Joynes και την γλυκιά και γεμάτη ηχοχρώματα φωνή της Hladowski. Εύθραυστο, ρομαντικό και απέριττο, το περιεχόμενο του δίσκου με το πανέμορφο εξώφυλλο, δεν κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο, δεν υπάρχουν κομμάτια που περνούν απαρατήρητα, δεν διακρίνεται καμία προσπάθεια να αντιγραφούν κάποιες από τις μυθικές μουσικές μορφές του συγκεκριμένου είδους – φέρνει στο νου πολλούς, αλλά κανέναν συγκεκριμένα. Καταφέρνει δηλαδή να έχει την δική του εκφραστικότητα – δίχως να έχει κάποιο νεοτερισμό ή να προσπαθεί να μπολιάσει κάτι καινούργιο. Και καταφέρνει να σε βυθίσει στον έντονα λυρικό και ατμοσφαιρικό κόσμο αυτού του είδους. Σίγουρα, μπορεί να γοητεύσει όποιον συμπαθεί έστω και ελάχιστα την Βρετανική folk ή με άλλα λόγια, αν αυτός ο δίσκος είχε βγει πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, θα είχε πιθανότατα μπει σε όλους τους καταλόγους με τους καλύτερους δίσκους του Folk – Revival.

((E A R))
((E Y E))