Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ALAN LICHT - "FOUR YEARS OLDER" (2013)

Μια κυκλοφορία με πολύ ενδιαφέρον concept, μιας και παρουσιάζει το ίδιο κομμάτι, όπως το έχει αποδώσει ο Alan Licht με τέσσερα χρόνια διαφορά. Βέβαια, δεν μιλάμε για κάποιο κανονικό κομμάτι, μα περισσότερο για έναν δομημένο αυτοσχεδιασμό, πάνω στην κιθάρα του, ηχογραφημένο ζωντανά, το πρώτο κομμάτι το 2012 και το δεύτερο το 2008. Λίγα πράγματα έχω ακούσει από τον Alan Licht – δεν είναι άλλωστε από τους μουσικούς που βγάζουν δίσκο κάθε τρεις και λίγο. Οι κυκλοφορίες του είναι προσεγμένες, καλοδουλεμένες και έχουν κάτι ιδιαίτερο να πουν. Εδώ, έχουμε ένα εξαίρετο παράδειγμα της ικανότητας του Licht ως μουσικού. Η κιθάρα του, που από τις πολλές παραμορφώσεις θυμίζει κάτι από μπουκωμένο εκκλησιαστικό όργανο, κινείτε με μαγική ευκολία πάνω από μελωδικά θέματα, πάνω από ατονικά περάσματα, από δυνατά δονούμενα drones, από χαοτικά σόλο – τα τελευταία περισσότερο περιορισμένα απ’ όσο φαντάζεται κάποιος για έναν αυτοσχεδιασμό – το κολπάκι βρίσκεται στην ατμόσφαιρα (επιθετική κυρίως) που χτίζει και στον ηλεκτρισμένο θόρυβο που παράγει, στην αμεσότητα που έχει το αποτέλεσμα, που λίγοι στον αυτοσχεδιασμό μπορούν να βγάλουν – ας αναφέρω απλώς τον Keiji Haino.
Τώρα ακούγοντας τα δύο κομμάτια, θα έλεγα πως το πρώτο (του 2012) είναι πιο προσηλωμένο, πιο σφιχτό, δίχως ίχνος φλυαρίας, η δομή είναι το κυρίαρχο συστατικό, ενώ στο δεύτερο (του 2008) ο Licht ξεφεύγει εντελώς, βασανίζει με feedback την κιθάρα, βγάζοντας ένα ρυθμικό μόρφωμα σαν ξεκούρδιστο και χαλασμένο αρμόνιο, που με κάποιον περίεργο τρόπο καταφέρνει να είναι γοητευτικό. Ωριμότητα , λοιπόν; ‘Η αφαιρετική ικανότητα από την εμπειρία - δυνατότητα προσήλωσης;

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

PETER JEFFERIES - "THE LAST GREAT CHALLENGE IN A DULL WORLD" (2013/1990)

Περίεργο ακούγεται, αλλά έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία αυτού του δίσκου – και χρειάστηκαν τόσα για να βγει μία επανακυκλοφορία της προκοπής σε βινύλιο, από την De Stijl. Όποιος κατά το παρελθόν έχει ασχοληθεί με την σκηνή της Νέας Ζηλανδίας, είτε ξεκινώντας από τους Dead C, είτε από τους The Clean, δεν υπήρχε περίπτωση να μην πέσει πάνω σε αυτό το album – και οι περισσότεροι δεν έπεσαν απλά, συγκρούστηκαν και για καμιά βδομάδα διαλύθηκαν και δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό το αριστούργημα. Εντάξει, όχι οι περισσότεροι, αναφέρομαι στον εαυτό μου.
Πρωτοάκουσα το The Last Great Challenge In A Dull World μια εποχή που ήμουν λιγάκι κολλημένος με τον Smog και ένιωσα σαν να βρήκα το κρυμμένο πρωτότυπο – ναι ο Bill Calahan, επί εποχής Smog τουλάχιστον, μοιάζει πολύ με τον Peter Jefferies, στις μελωδίες που επαναλαμβάνονται συνεχώς, στην λίγο ψηθιριστή φωνή, στους στίχους, στη ιδιαιτερότητα μιας πολύ προσωπικής και ταυτόχρονα πάρα πολύ άμεσης τραγουδοποιίας. Βέβαια ο Jefferies είναι Νεοζηλάνδος. Τουτέστιν τα κομμάτια του είναι πιο πειραγμένα, σαλεμένα, περιέχουν την τραχύτητα και την αψάδα της Νεοζηλανδέζικης σκηνής. Κομμάτια σαν το Domestica, ας πούμε, το δεύτερο στη σειρά του δίσκου, όπου ακούγονται διάφοροι ήχοι ενός σπιτιού, ποτήρια, πιάτα, τρεχούμενο νερό, βήματα, ένα μηχάνημα σαν πλυντήριο, με την καθημερινή τους τυχαιότητα και από πάνω ο Jefferies να απαγγέλει μελωδικά, καρφώθηκε από τότε στη μνήμη μου και έμεινε εκεί έντονο μέχρι σήμερα, το θεωρώ ακόμη ένα αριστούργημα. Όπως θεωρώ, φυσικά, όλο τον δίσκο. Από τα κομμάτια με τον πιο γεμάτο ήχο που παραπέμπουν, προφανώς, στους Velvet Underground, όπως το Catapult, τα πιο αφαιρετικά και συναισθηματικά με βάση το πιάνο ή την κιθάρα, σαν το The Fate Of The Human Carbine, τα σαλεμένα σαν το Neither Do I, όλα, με την βαριά του φωνή αποστασιοποιημένη, λες και τραγουδάει από κάποιο άλλο δωμάτιο που δεν ακούγεται η μουσική και τους εξαίρετους στίχους, κάποιοι κωμικοί, άλλοι σοβαροί, άλλοι έντονα φορτισμένοι.
Μην κάνετε το λάθος και ξεπεράσετε στα γρήγορα αυτό το έπος. Θα χάσετε.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

BILL ORCUTT & CHRIS CORSANO - "THE RAW AND THE COOKED" (2013)

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο δεν υπάρχει σε αυτή την ηχογράφηση, απ’ ότι μπορεί να εύκολα να φανταστεί ο καθένας, βλέποντας τα ονόματα που συμμετέχουν σε αυτόν τον περίπου αυτοσχεδιασμό. Με μία λέξη: δαιμονισμένος. Ακούγοντας την πρώτη πλευρά δύσκολα συμπεραίνεις ότι όλος αυτός ο θόρυβος προέρχεται απλά και μόνο από μια κιθάρα και ένα σετ drums. Και οι δύο μάγοι-μουσικοί βάζουν σκοπό να σε ξεκουφάνουν και, δίχως να πάρουν ανάσα, ο ένας σε βομβαρδίζει με ένα ασταμάτητο ρυθμικό-άρρυθμο όγκο στα drums και ο άλλος – ως συνήθως – ακούγεται σαν να έχει βγάλει καμιά ντουζίνα δάκτυλα παραπάνω που κοπανάνε με βία χορδές και συγχορδίες. Στα χέρια του Bill Orcutt ο όρος physical για το παίξιμο ενός οργάνου αποκτάει μια άλλη έννοια.
Και ενώ την περισσότερη ώρα ακούς απλά δύο τύπους να γυροφέρνουν την θορυβώδη παράνοια με έναν τρόπο που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, εκεί, κάπου στο τέλος της πρώτης πλευράς, που ξαφνικά συντονίζονται, ο Orcutt με ένα κυκλικό θέμα που μοιάζει με drone (ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω πως ακριβώς το καταφέρνει και τι ακριβώς κάνει) και ο Corsano με ατελείωτο γύρισμα που πηγαίνει εναλλάξ από τα τύμπανα στα πιατίνια, ο δαιμονισμένος ήχος αγγίζει την μαγεία.
Μετά τα πράγματα γίνονται πιο ήρεμα και απλά. Στην δεύτερη πλευρά το πράμα κυλάει πάνω σε μια αργόσυρτη ψυχεδέλεια με μόνο κάποια ξεσπάσματα να θυμίζουν την πρώτη πλευρά. Στην αρχή ξενίζει λίγο αυτή η αλλαγή, αλλά μετά από λίγο, όταν κατακάθεται η βαβούρα στο πίσω μέρος των αυτιών, αυτή η πιο εγκεφαλική προσέγγιση του duo μοιάζει εξίσου άψογη. Ο Orcutt σέρνεται πάνω στις χορδές, δίχως να χάνει την punk χροιά στο παίξιμο του (πως θα μπορούσε άλλωστε!) και ο Corsano αναλαμβάνει ρόλο μπροστάρη, με το γνωστό του κουσούρι να βαράει ένα κάρο πράγματα που υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα ακουγόταν σαν την φασαρία ενός αυτιστικού παιδιού που βρέθηκε τυχαία μέσα στο κάδο απορριμμάτων, μα στα χέρια του δεν ακούγεται καθόλου έτσι, ίσα-ίσα ακούγεται σαν μια πελώρια χιονοστιβάδα θορύβων που σκαλίζουν ευχάριστα τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.
Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσα να μην είχα γράψει τίποτα από τα παραπάνω. Απλά και μόνο Corsano και Orcutt. Αρκεί.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

SIGHTINGS - "TERRIBLY WELL" (2013)

Παλιοσειρές, πλέον, οι Sightings, έχουν ξεχωρίσει από διάφορες noise μπάντες εδώ και καιρό, μιας και καταφέρνουν να φτιάχνουν ένα παντελώς δικό τους μουσικό σύμπαν. Ένα σύμπαν που έχει περάσει από πολλά μορφώματα: από την λασπουριά των πρώτων album, μέχρι το σχεδόν no-wave των τελευταίων, διατηρώντας πάντα την αλλόκοτη στάμπα ενός μεταμοντέρνου θορύβου.
Στο νέο τους δίσκο το τρίο από τη Νέα Υόρκη κάνει μερικά βήματα πίσω και ταυτόχρονα αρκετά βήματα μπροστά: επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο, στα πιο χαοτικά noise περάσματα των πρώτων ηχογραφήσεων του, με κομμάτια που πραγματικά βαλτώνουν σε κιθαριστικά distortion δίχως ίχνος μελωδίας, με την παρεμβολή επιθετικών και ασύνδετων θορύβων, που όλα διατηρούνται σε συνοχή χάριν στους τρομερά έντονους και ζωντανούς ρυθμούς του ντράμερ Jon Lockie. Ο ήχος επίσης των κομματιών δεν είναι τόσο γυαλισμένος και προσεγμένος όσο ήταν στα τελευταία τους album – η «βρωμιά» υπάρχει παντού και είναι, φυσικά, καλοδεχούμενη. Ταυτόχρονα όμως οι Sightings επιδεικνύουν σε αυτό το δίσκο μια ωριμότητα που δεν είχαν δείξει πριν. Τα θορυβώδη περάσματα δεν πλατειάζουν καθόλου, το ενδιαφέρον δεν μειώνετε σε κανένα σημείο των συνθέσεων, η μίξη των ειδών – κάπου ανάμεσα στο industrial, το no-wave και το post-punk – γίνεται με μαεστρικό τρόπο, το ανακάτεμα των κομματιών, των πιο σφιχτών και δομημένων (με την απαραίτητη ροκ χροιά) με τα πιο ελεύθερα που ηχούν σχεδόν αυτοσχεδιαστικά (στα όρια να θυμίζουν κάτι από Dead C) είναι προσεκτικά διαλεγμένο, τόσο που δεν καταλαβαίνεις για πότε περνάνε τα τρία, περίπου, τέταρτα που διαρκεί το Terribly Well – απόλυτα ταιριαστός, παρεμπιπτόντως, τίτλος, για ένα γοητευτικά αποκρουστικό διαμαντάκι.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

MICAH BLUE SMALDONE - "THE RING OF THE RISE" (2013)

Αυτό είναι το πρώτο album του κ. Micah Blue Smaldone, την τελευταία πενταετία. Το προηγούμενο του (The Red River) δεν με είχε ενθουσιάσει, ενώ αντίθετα, μου άρεσαν αρκετά η συμμετοχή του με την διασκευή “Mortissa“ στη συλλογή “Open Strings“ της Honest Jones πριν από μερικά χρόνια, όπως και τα κομμάτια του στο περσινό split δωδεκάιντσο με τους Big Blood.
Στα περισσότερα κομμάτια του “The Ring Οf The Rise” ο Αμερικανός κιθαρίστας συνοδεύεται από κανονική μπάντα, κάτι που δίνει ένα πλούσιο ήχο στις παλιομοδίτικες συνθέσεις. Θα μπορούσα να αναφέρω ένα κάρο επιρροές, κάποιες σαν τον Neil Young ιδιαιτέρως πρόδηλες και κάποιες όχι – στον ήχο που έχει ο Micah Blue Smaldone και ένα κάρο δίσκους που έχουν την ίδια ατμόσφαιρα με το “The Ring Οf The Rise” – το βρίσκω όμως εντελώς περιττό. Τα κομμάτια ακολουθούν μια αργόσυρτη εξέλιξη, οι μελωδίες είναι αρκετά νωχελικές και όπως είναι προφανές, εμποτισμένες με την Americana πολλών δεκαετιών – λίγο finger picking, λίγα echoes, λίγα reverbs, τα «άγια» τέσσερα τέταρτα. Το αποτέλεσμα είναι τόσο ζεστό και καλοδουλεμένο που θα μπορούσε να είχε ηχογραφηθεί οποιαδήποτε στιγμή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Micah Smaldone απλώς αντιγράφει ή αναπαράγει. Καταφέρνει να έχει ένα δικό του ύφος και οι συνθέσεις τους μια δικιά τους χροιά. Είναι ίσως η φωνή του που του δίνει αυτό το προνόμιο, τρεμουλιαστή, ήρεμη και διαπεραστική, ή ίσως η εμμονή του στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που δίνουν στα κομμάτια μια έντονη blues απόχρωση, ή ίσως η ποπ-ροκ αίσθηση που βγάζουν τα πιο ηλεκτρικά σημεία, με την πολυδιάστατη ενορχήστρωση τους.
Ναι, εντάξει, δεν είναι δα και κάτι που ακούμε για πρώτη φορά, θα πείτε και δεν θα διαφωνήσω. Σε όσους όμως αρέσει αυτού του είδους η μουσική, αυτός ο δίσκος τα έχει όλα – ωραίες μελωδίες, μια πραγματικά καλή φωνή, μια ζεστή και γλυκιά ατμόσφαιρα, μια αξιοπρόσεκτη αμεσότητα.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

THE INVISIBLE HANDS - "THE INVISIBLE HANDS (DELUXE VERSION)" (2013)

Ο κ. Alan Bishop, δείχνει να περνάει μία τρίτη εφηβεία – μετά την πρώτη με τους θρυλικούς Sun City Girls οι οποίοι ανακάλυψαν νέα και ιδιότυπα μέρη στη πειραματική μουσική και την δεύτερη σαν συνιδρυτής και, ακόμη και σήμερα, συνυπεύθυνος της Sublime Frequencies, της εταιρίας που μέσες-άκρες άλλαξε στους δυτικούς την άποψη περί του τι ακριβώς είναι η μουσική όλων αυτών των λαών ανατολικότερα και νοτιότερα της Ευρώπης. Ο μουσικός που άνετα θα μπορούσε να είναι πράκτορας της CIA, κατάσκοπος της Al-Qaeda, υψηλόβαθμος υπάλληλος του διπλωματικού σώματος της Β. Κορέας (;) σε αυτή τη νέα εφηβεία βρίσκει στέγη στο χαοτικό Κάιρο, όπου με ντόπιους μουσικούς επαναπροσδιορίζει κάποιες παλιές του συνθέσεις με τρόπο εντελώς διαφορετικό από τους SCG ή τις προσωπικές ηχογραφήσεις σαν Alvarius B – για την ακρίβεια μόνο οι στίχοι θυμίζουν κάτι από εκείνη την πρώτη εφηβεία – στίχοι που είναι αρκετά αλλόκοτοι στην αγγλική τους εκδοχή, πόσο μάλλον στην αραβική τους βερσιόν, που αν και δεν ξέρω γρι αραβικά, υποθέτω ότι θα ακούγονται περίπου εξωπραγματικοί. Και αυτό είναι και το μοναδικό – και καθόλου αμελητέο – πείραμα του δίσκου: η ταυτόχρονη κυκλοφορία των ίδιων κομματιών στα αραβικά και στα αγγλικά. Εντάξει, τέρμα με την θεωρία, ας πάμε στην πράξη…
Με όλες αυτές τις πληροφορίες, είναι δύσκολο να κρίνεις τον δίσκο μόνο και μόνο για τη μουσική που περιέχει. Αν δεν ήταν του κ. Bishop, αν δεν έβγαινε δίγλωσσος και αν ήταν η πρώτη κυκλοφορία από μία άγνωστη μπάντα, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι κορυφαίος; Δύσκολο ερώτημα. Δύσκολο γιατί πρώτον δεν μπορείς να απομονώσεις την μουσική από όλα τα υπόλοιπα, δεν έχει και νόημα άλλωστε και δεύτερον διότι ο δίσκος είναι πράγματι ενδιαφέρων. Υπάρχουν σημεία, για παράδειγμα, που η αραβική μουσική δένει άψογα με τις δυτικότροπες μελωδίες, ή υπάρχουν μερικά δυνατά σημεία που η μπάντα λειτουργεί με εντυπωσιακή συνοχή, σαν να παίζουν μαζί δεκαετίες. Η εξέλιξη των κομματιών περνάει από διάφορα είδη – από 60’s ψυχεδέλεια μέχρι σχεδόν αραβικούς αμανέδες, είδη που ανακατεύει δίχως το αποτέλεσμα να είναι δύστροπο ή πολύπλοκο – και μοιάζει να σε περιμένει συνεχώς στη γωνία για να σε εκπλήξει. Τα κομμάτια στα οποία ροκάρουν οι Invisible Hands είναι άκρως ξεσηκωτικά και ακόμη και η παραγωγή είναι εντυπωσιακά ζωντανή και πολυεπίπεδη. Πρόκειται για ένα ποπ-ροκ υβρίδιο, σχεδόν ανέμελο, σχεδόν παλιομοδίτικο και ιδιαιτέρως ζεστό με την πλούσια ενορχήστρωση του και ταυτόχρονα άκρως καυστικό και επιθετικό στους στίχους – σε τελική ανάλυση είναι από τους δίσκους που σε προκαλούνε να τους ακούσεις ξανά και ξανά, δίχως να σε κουράζει, να πλατειάζει ή να σε μπερδεύει.
Τελικά, έχω την υποψία πως ο κ. Alan Bishop, σε όλα τα μυστήρια ταξίδια που έχει κάνει ανά τον κόσμο έχει βρει κάπου κάποιο μαγικό μαντζούνι που τον κάνει να αναγεννιέται συνεχώς και να περνάει κάθε τρεις και λίγο από την εφηβεία. Τι να πω; Άντε και στην τέταρτη…

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

JON BROOKS - "SHAPWICK" (2013)

Μπορεί το όνομα Jon Brooks να μην σας λέει τίποτα, πιθανότατα όμως να γνωρίζεται τους Advisory Circle και την εταιρία Ghost Box – για τα οποία είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνος ο εν λόγω βρετανός. Το συγκεκριμένο album, που αρχικά είχε βγει σε μόλις 110 cd, εξαντλήθηκε και επανακυκλοφόρησε σε δίσκο, 500 κόπιες αυτή τη φορά και φυσικά εξαντλήθηκε ξανά. Γεννήθηκε σαν ιδέα όταν, κόβοντας δρόμο από την κίνηση ένα βράδυ, ο Brooks βρέθηκε στο χωρίο Shapwick και σε δρόμους δίχως φωτισμό, μέσα σε ένα δασώδες τοπίο, όλίγον άγριο, που του προκάλεσε μια περίεργη αίσθηση. Αυτή την αίσθηση προσπάθησε να αποτυπώσει στα κομμάτια του δίσκου – και το αποτέλεσμα, μέσα από διάφορα field recordings, ημιτελείς μελωδίες, αλλεπάλληλα drones και την γνωστή (από τους Advisory Circle) νοσταλγική ποπ, καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να χτίσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Ατμόσφαιρα για νυχτερινή οδήγηση δηλαδή, κάπως ψυχεδελική, έντονα μυστηριώδη και στοιχειωμένη, ζεστή και ταυτόχρονα απόμακρη – ταιριαστή για τα ομιχλώδη τοπία της αγγλικής επαρχίας. Με άλλα λόγια το album ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στην κλασσική βρετανική φολκ, τον John Carpenter και τις ηχογραφήσεις του Radiophonic Workshop του BBC, μιας και τα κομμάτια είναι δομημένα είτε γύρω από επαναλαμβανόμενους ρετρό ηλεκτρονικούς ήχους, είτε γύρω από απλές μελωδίες στο πιάνο ή σε παλιομοδίτικα synth, είτε τέλος σε θέματα στην κιθάρα, με καθαρά βρετανική χροιά. Με αριστοτεχνικό τρόπο ο Brooks κατορθώνει να τα συνδέσει όλα αυτά, κυρίως με τους ήχους που συμπληρώνουν τις συνθέσεις (εμβόλιμα spoken words, field recordings και αέρινα drones) και ο δίσκος σε ρουφάει σιγά-σίγα στην νεφελώδη δίνη του.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

METAL GEMS FROM 2012



Προς μεγάλη στεναχώρια της γυναίκας μου, κάθε χρονιά έχω προσωπικά καθιερώσει με την έλευση του νέου έτους και όταν έχει κατακάτσει η σκόνη από όλες τις άλλες λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς να ξεκοκαλίζω την λίστα του 2012 του Metal Hammer και να ακούω μεταλιές nonstop για κάνα 10ήμερο. Τι να κάνουμε όσο κι αν «ωριμάσω» το ενδιαφέρον για  το metal δεν μπορεί να σταματήσει, αφού με στιγμάτισε ως μουσική στα τρυφερά εφηβικά μου χρόνια,  όπως κάποιους άλλους το λεύκωμα της Paninni και οι κούκλες της Bibibo. Φυσικά, δεν είμαι στον κόσμο μου, φαντάζομαι ότι μηδαμινοελάχιστοι από σας  ενδιαφέρεται για το ποιά metal άλμπουμ μου έκαναν κλικ για το 2012. Αυτή, όμως, είναι και η καβλάντα του να έχεις blog – μπορείς να γράφεις ότι σου κατέβει στον ακούτραφα.  Ιδού λοιπόν η προσωπική μου ανταπόκριση από το metal underground, που ακόμα βράζει και όσοι α-πιστοί προσέλθετε.
Ξεκινάω κατευθείαν από τα σκληρά για να υμνήσω την πιο αληθινά ανίερη norwegian black metal κυκλοφορία του 2012, το εικονοκλαστικό “Libertus” των Αptorian Demon. Από την μία έχεις το αθάνατο 90ς σκληρό, άκαμπτο και δήθεν άτεχνο αλά Darkthrone black metal και από την άλλη κινηματογραφικά samples από καθολικούς παπάδες, ακουστικά περάσματα και κάποια ανοικτά post-metal riffing σημεία. Τα φωνητικά έχουν την αγαπημένη βαριά νορβηγική προφορά και οι δυναμικές των συνθέσεων είναι αρχιτεκτονικά τοποθετημένες άψογα. Γενικότερα αυτό το άλμπουμ περικλείει όλη αυτήν την ομορφιά μπορεί να ακτινοβολεί μες το έρεβος της αυτή η μουσική.

Για όσους βρίσκουν το ουρλιαχτό των λύκων μες το παγωμένο δάσος το ίδιο ερεθιστικό με το κελάδημα των πουλιών την άνοιξη ας τσεκάρουν και το εξαίσιο άλμπουμ των πολωνών Mgla. Εδώ η αισθητική ξεφεύγει από ολομέτωπο αντιχριστιανικό κάφρικο ύφος του παλαιού black metal για να αποδώσει ένα πιο εσωτερικό, βαθύ σκότος με μια πιο ηχοτοπιακού χαρακτήρα μουσική που σε πνίγει. Η αλήθεια είναι ότι από ότι βλέπω πολύ προσπαθούν να παίξουν μπάλα στο post-black metal τερέν, αλλά οι Mgla ξεχωρίζουν άνετα από αρμονικά τέλειο, ανείπωτα μελαγχολικό απλωτό riffing του Μ., τα δυναμικό drumming και την ισορροπημένη παραγωγή που τους επιτρέπει να ανεβοκατεβαίνουν κλιμακωτά από τα uptempo  ξεσπάσματα σε ψυχρά, μελαγχολικά μεσαίων ταχυτήτων περάσματα που πραγματικά σε καθηλώνουν.

Για πιο
back to basics thrash/black καταστάσεις οι παλιομοδίτες Νορβηγοί Aura Noir με το πέμπτο τους άλμπουμ είναι η προφανής επιλογή για μένα που δεν απογοητεύει. Μέσα στις καταφανείς Sodom / Slayer  επιρροές υπάρχει αυτό το διεστραμμένο δυσαρμονικό riffing του Carl-Michael Eide που δίνει ένα ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτήρα στην old school επίθεση και έτσι δε νοιώθεις ότι ακούς το “Eternal Devastation” πχ με γυαλατζί παραγωγή όπως συμβαίνει με πολλές βαρετές ρέτρο-thrash κυκλοφορίες τύπου Deathhammer, Nekromantheon κτλ. Το φωνητικά εναλλάσσονται μεταξύ Apollyon και Aggressor για περισσότερη κάφρικη ποικιλία και το όλο στήσιμο έχει κάτι από την πρωτόλεια βαρβαρότητα ακόμη και των Venom με κιθάρες, όμως, που όπως προείπα παίζουν σε Voivod
επίπεδα αντισυμβατικότητας.



Περνώντας στην πολύ δημιουργική ελληνική metal σκηνή θα σταθώ στο νεκροταφικό death metal των Θεσσαλονικών Nocturnal Vomit που με κέρδισε αμέσως. Χωρίς να είναι ότι πιο φρέσκο και ανανεωτικό κυκλοφορεί στην death metal πιάτσα, τα παιδία παίρνουν τη μουσική τους στα σοβαρά και μακριά από μόδες και τα σπαστικά pro-tools στήνουν τον δικό τους ζεστό, περίπλοκο ήχο με σαφείς αναφορές στους Morbid Angel, Obituary και λοιπές early 90s δυνάμεις. Τα κομμάτια φαίνονται ότι έχουν δουλευτεί πολύ για να έχουν τόσες καίριες διακυμάνσεις από ξυστά black σημεία έως prog κοφτά μετρήματα, τα σολίδια όπου υπάρχουν είναι για βραβείο προσωπικού ύφους και τα φωνητικά είναι ότι καλύτερο σε βόθρο έχει βγάλει η Ελλαδίτσα ever. Το “Cursed Relics” συνολικά αποτελεί απόδειξη όταν έχεις έμπνευση και ταλέντο μπορείς μέσα σε μια μέτρια παραγωγή να λάμψεις  σαν μια καλοδιατηρημένη νεκροκεφαλή.

Από την άλλη, το πιο προσεγμένο ηχητικά / τεχνικά brutal death metal σκηνικό που στήνουν οι Νεοζηλανδοί Witchrist έχει την δική του σάπια νοστιμάδα. Σε μια βαριά και ασήκωτη low-end παραγωγή που απειλεί να σε καταπλακώσει με το βάρος της το πλέον ψυχοπιεστικό death metal αναμιγνύεται με  αργόσυρτα doom σημεία δημιουργώντας μοναδικές εικόνες ζόφου και ψόφου. Δεν ξέρω τι ζόρια τραβάνε εκεί  κάτω στην Αυστραλία και την Ν. Ζηλανδία αλλά με μπάντες σαν δαύτες, τους Diocletian, τους Portal και άλλους καταφέρνουν να δώσουν στο death metal μια νέα avant-garde σχεδόν διάσταση που για μένα αποτελεί και το μέλλον αυτού του είδους συνολικότερα.

Τώρα, το πλέον avant-garde extreme metal άκουσμα και μια από τις πρόσφατες αποκαλύψεις-σοκ για το 2012  είναι το one-man project του συμπατριώτη ανώμαλιάρη Γιώργου Ζαφειριάδη υπό το όνομα This Ιs Past. Μιλάμε ότι η περσινή κασέτα ήταν ότι πιο ιδιαίτερο, πρωτότυπο και  ψυχωτικά κλειστοφοβικό που κυκλοφόρησε πέρσι. Τι blackest black ever και κουραφέξαλα, THIS IS PAST, ρε! Κατ’ αρχάς, μετά το επίσης αριστουργηματικό «Μισανθρωπία» θα περίμενες ότι θα καθάριζε λίγο τον ήχο του, θα στρεφότανε σε πιο «ώριμα» μουσικά μονοπάτια με καθαρά φωνητικά, λογική δομή κομματιών κτλ.  Φευ! η «Γλωσσολαλία» ακούγεται σαν το ένα ακόμη χύμα demo και αυτός ο μουσικός κωλοπαιδισμός είναι και η μαγεία του. Ταυτόχρονα, η σπηλαιώδης, μες το echo και reverb ηχογράφηση ένα σημείο που φέρνει παραδόξως τον ήχο του κοντά στο υπναγωγικές εμμονές του avant / psych underground ενώ ταυτόχρονα οι κιθάρες του παραμένουν κοφτερές και παγωμένες σα τα πρωτόλεια demos του Snorre των Thorns.Προσκυνώ.

Αν και σίγουρα όχι metal, άλλα λόγο εξωφύλλου και συνολικής αισθητικής άξιο προσοχής είναι επίσης ένα άλλο ντόπιο φρούτο υπό τον τίτλο Α Day Before. Σε μια φιλόδοξη προσπάθεια ο Γιώργος Καραλιώτης μπλέκει field recordings από την καθημερινότητα στο λιμάνι (του Πειραιά υποθέτω) με ορθόδοξες ψαλμωδίες, πυκνές droney κιθάρες, και ανατολίτικα περάσματα με τουμπερλέκι , μπουζούκι και ούτι. Το αποτέλεσμα είναι ένα απόκρυφο, κινηματογραφικό ambient / psych / avant rock μίγμα που αν και πάσχει από πολύ μέτριο ήχο τεχνικά, καταφέρνει να χτίσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Και με αυτές τις πλάγιες αναφορές στην στο γνώριμο ελληνικό περιβάλλον αποκτά μια εντοπιότητα που του προσδίδει μια αυθεντική ταυτότητα. Με μια πιο επαγγελματική ηχογράφηση θα μίλαγα για αριστούργημα. Για την ώρα μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια. 

Περνάμε τώρα στον χώρο που καλύπτει το σύγχρονο doom metal. Χοντρικά πιάνει από πληκτικό κατ εμέ death/ doom έως το ψυχεδελικό doom rock που φοριέται πολύ τελευταία. Στο πιο παραδοσιακό doom metal ύφος η κορυφή χρονιάς ήταν κατά κοινή ομολογία το ντεμπούτο των νέων αστέρων του είδους Pallbearer από το Arkansas. Κινούνται σε ένα (φυσικά) αργόσυρτο μοτίβο, με τις ογκώδης κιθάρες να κρατούν πολύ όμορφες αρμονικές στο βάθος πίσω από τα δεινοσαυρικά riffs και την προοδευτική επιρροή  ακόμα και των  πρόσφατων Earth περασμένη στην ουσία των συνθέσεων. Τα φωνητικά, ευτυχώς, είναι ψηλά, καθαρά, υμνικά με έναν, όμως, αντι-περιφεξιονιστικό εξπρεσιονισμό που τους φέρνει περιέργως, πιο κοντά με θρηνητικά indie slowcore σχήματα όπως οι Codeine πάρα με το ηρωικό στυλ των Solitude Aeternus πχ. Η αλήθεια είναι ότι αν  και δεν μπορώ να αναλύσω τι κάνει το “Sorrow and Extinction” τόσο ξεχωριστό , με ένα φαινομενικά λιτό και απλό ύφος καταφέρνει να μεταφέρει την θλίψη και την απομόνωση άμεσα στον ακροατή.

Άλλo ένα ντεμπούτο- έκπληξη που με ξετρέλανε ήταν και το μυστηριώδες “Three and Seven” των occult doomesters Occultation από την Νέα Υόρκη. Βασικό μέλος του ο κιθαρίστας των black metallers Negative Plane και μεταγγίζει πολύ το από αλλόκοτο, μακάβριο ύφος τους στις πιο heavy /doom δομές των Occultation. Παράλληλα, κάτω από τον  ηθελημένα, νομίζω, lo-fi, θαμπό ήχο βρίσκεις 70’ς prog ξεδιπλώματα, horror rock ανακλάσεις και παρανοειδή μεν κλασσικομεταλλικα δε riffs   που μαζί με τα σαγηνευτικά γυναικεία φωνητικά τους προσδίδουν αυτήν την αφανή, δυσνόητη αύρα που δεν βρίσκεις στους πιο straight συνοδοιπόρους τους σαν τους Devils Blood και Ghost. Μαζί με τους γειτονάκια τους Jex Thoth αποτελούν το πιο (δεσποτικό) μέλλον του doom rock ήχου κι γι αυτό τους εκτιμώ!

Μια ακόμη καλή doom rock επιλογή ήταν το τρίτο άλμπουμ των Witch Mountain από το βλάχο-Oregon. Οι κιθάρες τους είναι σχετικά βατές: αρκετά εκφραστικά bluesy leads και ένα- δύο βασικά ρυθμικά κοψίματα παιγμένα με ένα ζεστό fuzzy ήχο που υπηρετούν τις απλωμένες συνθέσεις. Το λαμπερό στολίδι είναι της μπάντας, όμως, είναι  η Uta Plotkin. Προικισμένη με ένα αψεγάδιαστο μπαλαντοειδές Delta soul blues ηχόχρωμα ίπταται σαν μια κολασμένη σειρήνα πάνω από τα αγόρια της μπάντας και δίνει μια ψυχωμένη συναισθηματική παράσταση που τους απογειώνει.

Πηγαίνοντας, τώρα, στις πιο ψυχεδελικές/ space πλευρές του doom metal ήχου παρατηρώ με χαρά ότι αυξάνονται συνεχώς οι μπάντες που ενσωματώνουν τις διδαχές των πρωτομαστόρων της μαστούρο-heavy rock OM. Καλοί μαθητές είναι οι Σουηδοί Hills που το δεύτερο τους άλμπουμ “Master Sleeps” το σύστησε αναγνώστης του blog και ομολογώ με κόλλησε και μένα. Έξυπνη μπάντα, στήνει τον ήχο της  σε μια επιλαμβανόμενη κυκλωτική κρίσιμη μάζα από φαζαρισμένες heavy κιθάρες και καλπάζοντα drums , και σε κάθε κομμάτι είναι σε θέση να εφεύρει διαφορετικές oriental μελωδικές γραμμές που ντύνουν τις σχεδόν τύπου Faust krautrock δυναμικές τους.   

Ακόμα περισσότερο χαμένοι σε psych /  space μονοπάτια παρουσιάζονται πλέον οι Bong στο υπνωτικό δίσκο – πρότυπο για την stoner rock σκηνή “Mana Yood Sushai”. Περιέχει δυο μισάωρα μυστικιστικών διαστάσεων κομμάτια που κινούνται γύρω από ένα κεντρικό, μονότονο κιθαριστικό βόμβο φαινομενικά ατελείωτο. Γύρω του κάθονται τα βαρύτονα, τελετουργικά φωνητικά και τα  βροντερά και λίγο jazzy drums με ένα τρόπο που σε ρουφούν ακόμη πιο βαθιά στο μαύρη δίνη στην καρδιά του ήχου τους. Το drone metal μετά τους SunnO))) και τους OM διαθέτει ένα πιο ψευδαισθησιογόνο τρίτο πόλο.

Κλείνοντας, στον ευρύτερο stoner / psych rock χώρο, μια κατηγορία από μόνοι τους είναι η μπάντα- αποκάλυψη του τελευταίου μήνα Goat. To ντεμπούτο της Σουηδικής κολεκτίβας “World Music” έχει αφήσει άφωνο πολλούς μαθουσάλες της σκηνής και δικαίως αφού το fusion που επιχειρούν και πρωτάκουστο και επιτυχημένο είναι. Από τη μία έχεις hard rockin solos και βαριές μπασογραμμές και από την άλλη ένα άνοιγμα σε αυτό που λέμε ethnic μουσική χωρίς όρια και αναστολές. Τι 60s -70s ινδικό/πακιστανικό/βιετναμέζικο ethnic rock n roll, τι 70s disco επιρροές, τι πολυρυθμικότητες με οδηγό τον Fela Kuti, τι dub κολπάκια, τι κρυφά θηβετιανά drone περάσματα, της sublime frequencies ο γάμος γίνεται εδώ μέσα με παπά τους Black Sabbath και κουμπάρο τους Funkadelic. H τύπισσα στο μικρόφωνο όπως είναι επόμενο έχει σεληνιαστεί με όλα αυτά που ακούει τους γύρω της και ουρλιάζει εκστασιασμένα τους παγανιστικούς στίχους ενώ εσύ νομίζεις ότι συμμετάσχεις σε ένα διονυσιακό πανηγύρι που έστησαν οι Master Musicians of Bukkake όταν την είδαν πιο groovy τύπου και είπαν να υπογράψουν στην Not Not Fun που έψαχνε τους επόμενους  Peaking Lights. Μιλάμε για τρελό σκάλωμα.

Αυτά για φέτο παλληκάρια και κοπελιές, είθε ο θεός του metal να μας χαρίσει και του χρόνου τόσο καλές κυκλοφορίες!

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

NATHAN BOWLES - "A BOTTLE, A BUCKEYE" (2012)

Να την πω την αμαρτία μου, το λατρεύω το banjo. Αν άκουγα αυτό τον δίσκο δίχως να ήξερα ποιος κρύβεται πίσω του, θα φανταζόμουνα ότι πρόκειται για την εικοστή πέμπτη (περίπου) κυκλοφορία ενός βετεράνου αμερικάνου μουσικού, με μακριά λευκά γένια, που έχει φάει την ζωή του σε διάφορες ορχήστρες και τα δάκτυλα του έχουν πετρώσει από τις πολλές δεκαετίες που γρατζουνάνε με μαεστρία το banjo – ο δίσκος που ήρθε σαν το ώριμο επιστέγασμα μιας μακρόχρονης πορείας. Όλα τέλος πάντων τα κλισέ για έναν πολύ καλό δίσκο γραμμένο μόνο μ' ένα πεντάχορδο banjo.
Η αλήθεια όμως είναι ότι αποτελεί μόλις την πρώτη προσωπική κυκλοφορία του Nathan Bowles, μέλος της οργιώδους country μπάντας Black Twig Pickers και της αγαπημένης σε αυτό το blog αυτοσχεδιαστικής κολεκτίβας Pelt. Και για πρώτη κυκλοφορία είναι εντυπωσιακό πως καταφέρνει ο Bowles να μην πλατειάζει, να συνθέτει κομμάτια με τις μελωδίες να αναδύονται έμμεσα μέσα από την ψυχεδελική δίνη ενός ασταμάτητου fingerpicking (πάνω σε ένα όργανο που έχει την δυναμική να ακουστεί σαν μια μπάντα από μόνο του), να μένει πιστός στον παραδοσιακό τρόπο παιξίματος και ταυτόχρονα να μην θυμίζει κάτι παλιομοδίτικο. Δεν είναι μόνο η αρτιότητα της τεχνικής, στον ήχο του Bowles, δεν είναι μόνο ταχύτητα ή η πολυπλοκότητα των συνθέσεων – αυτό που τον κάνει κορυφαίο μουσικό είναι πως, όπως ακριβώς και ο αδικοχαμένος συνοδοιπόρος του Jack Rose, μπορεί μέσα από αυτό το τετριμμένο, πια, μουσικό είδος να βγάζει αβίαστα μια σπάνια συναισθηματικότητα και μια σπάνια αμεσότητα. Ακούγοντας τα 11 κομμάτια του δίσκου, σιγά-σίγα παρασύρεσαι από την ψυχεδέλεια, τον γρήγορο ρυθμό, τις υπόγειες μελωδίες, σε κάποιας μορφής έκσταση – γνώρισμα όλων των παραδοσιακών μουσικών ανά τον κόσμο όταν αυτές αποδίδονται αρκετά καλά, όπως συμβαίνει στο A Bottle, A Buckeye.
Προφανώς αυτός ο δίσκος δεν πρόκειται να αρέσει σε όποιον δεν αρέσει η καθαρή Αμερικάνικη country, με άλλα λόγια προορίζεται για όσους όταν ακούν Αμερική το μυαλό τους δεν πάει αυτομάτως στη Νέα Υόρκη ή στη Καλιφόρνια, αλλά χάνεται σε κάποια καμένη κωμόπολη στα ξεχασμένα βουνά των μεσοδυτικών πολιτειών.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

LICHENS - "LITIO FOLK" (2012)

Αύτη ήταν η δεύτερη κυκλοφορία μέσα στην χρόνια που πέρασε για τον Rob Aiki Aubrey Lowe, μέλος των Om και των 90 Day Men, μετά από το “Timon Irnok Manta”. Κι αν ο δίσκος στην Type περιείχε δύο εικοσάλεπτα κομμάτια με μια ψυχεδελική ηλεκτρονική μουσική που εξελισσόταν αργά και σταθερά, τα κομμάτια που υπάρχουν στο Lítió Fólk, αντίθετα, αρνούνται πεισματικά την οποιαδήποτε εξέλιξη. Αποτελούμενο από τρεις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις και δύο μικρές σφήνες ανάμεσα, με τίτλους στα Ισλανδικά και ένα εξώφυλλο που όσο το κοιτάς τόσο περισσότερο ζαλίζεσαι, το Lítió Fólk όσο να ‘ναι σου τραβάει την προσοχή για να σε ανταμείψει με απλά drones χτισμένα κυρίως πάνω στην φωνή του Lowe, με την τεχνική που συνήθως εφαρμόζει ως Lichens, κάνοντας δηλαδή την φωνή του να ακούγεται σαν απόκοσμο αρμόνιο. Τα drones αυτά είτε συνθέτουν αφαιρετικά κάποια φολκίζουσα μελωδία, είτε παραμένουν στάσιμα και αμετάβλητα – αιωρούνται βαριά σαν παραισθησιογόνα ηχητικά κύματα σε μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Το απλό και σχεδόν επίπεδο αυτό μοτίβο επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλα τα κομμάτια και καθ’ όλη την διάρκεια τους, με έναν αργό ρυθμό που σιγά-σίγα σε βυθίζει μέσα σε αυτά τα ξεχωριστά καλειδοσκοπικά ηχοτόπια που χαρακτηρίζουν την μουσική του Lichens, μια μουσική περίπου τελετουργική, περίπου ατμοσφαιρική, περίπου ψυχεδελική, μα σίγουρα από αυτές που απαιτούν να τις προσέξεις και που σε ρουφούν στο δικό τους κόσμο, με τίτλους κομματιών που σημαίνουν κάτι σαν "το άγιο πνεύμα" και "περίοδος των παγετώνων" (μετάφραση από google, δεν έχω εντρυφήσει ακόμη στα Ισλανδικά) και που ταιριάζουν απόλυτα με την ψυχρή, απόμακρή ψυχεδέλεια που περιέχουν. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε. 260 κόπιες ήταν μόνο και πάνε, εξαντλήθηκαν.

((E A R))
((E Y E))