Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

TEA ROCKERS QUINTET - "CEREMONY" (2013)



Ακούγοντας το εντυπωσιακό ντεμπούτο της κινέζικης avant-garde κολεκτίβας, δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ ότι για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνεται ένα από τα βασικά αξιώματα που έθεσε ο Simon Reynolds στο βιβλίο του “Retromania” : ότι, δηλαδή, όπου έχει δημιουργηθεί ένας κρίσιμος πληθυσμός  άνω/μεσαίας κοινωνικής τάξης με πρόσβαση στην δυτική κουλτούρα, τότε αυτόματα ένα ποσοστό του θα ασχοληθεί με την σύγχρονη indie / experimental δυτική μουσική. Και πράγματι, για όσους δεν το έχετε πάρει πρέφα, τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσεται μια πολύ δυναμική avant-garde / experimental σκηνή στο Πεκίνο. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προϊόντα της σκηνής είναι και το υπό συζήτηση αυτοσχεδιαστικό κουιντέτο Tea Rockers Quintet που αποτελείται από τα πρώτα ονόματα της πειραματικής κινέζικης μουσικής.

Για να μπείτε εύκολα στο θέμα, αποπνέουν την ίδια νοοτροπία με τους κορεάτες Asa Chung & Junray,  όταν πριν μερικά χρόνια με το “Jun Ray Song Chang” εντυπωσίασαν με την πρωτότυπη μίξη της παραδοσιακής μουσικής της  Άπω Ανατολής με τον δυτικό pop experimental πνεύμα. Εδώ, στους  Tea Rockers, κεντρικό ρόλο στο συγκρότημα έχει ο νεαρός field recording  /noise πειραματιστής αλλά και ποιητής  Yan Jun που κατα ένα τρόπο διευθύνει και τους υπόλοιπους σε ένα είδους δομημένο αυτοσχεδιασμό, ώστε να αποφεύγεται ο αυθόρμητος μεν,  άναρχος δε ηχητικός αχταρμάς που συναντάς σε πολλά δυτικά αυτοσχεδιαστικά σύνολα. Μαζί του είναι ο τραγουδιστής παραδοσιακής κινέζικης folk Xiao He, προικισμένος με ένα τρομερά ευλύγιστο φωνητικό όργανο που με τους εκφραστικότατους λαρυγγισμούς του προκαλεί ισχυρές συναισθηματικές εκφορτώσεις. Από κοντά και η master του guqin Wu Na, ένα παραδοσιακό κινέζικο έγχορδο με χαρακτηριστικό λεπτό, κελαριστό ήχο, λιγάκι πιο χαμηλότοκο από το γνωστό σαντούρι. Στα χέρια της, όμως, υπόκεινται σε ένα ανανεωτικό, ζωντανό παίξιμο που το κάνει να ηχεί κάπως σας ένα πιο αργό μπάντζο της Άπω Ανατολής. Το οποίο και ανακατεύεται  προσεχτικά με τις ευφάνταστες μουσικές πινελιές του ταλαντούχου πολύ-οργανίστα Li Daiguo που προέρχονται κυρίως to erhu του, ένα δίχορδο κινέζικο βιολί και την pipa του, ένα είδος λαούτου. Απέναντι στους μουσικούς του κουιντέτου στέκεται ο αρχαίος διδάσκαλος τείου (ancient tea master) Lao Gu, σε ένα ρόλο εμπνευστικού εμψυχωτή ή ακόμα και καθοδηγητή που αν και δεν συμβάλλει πρακτικά στο ηχητικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο σημαντικός με τα  υπόλοιπα μέλη στο χτίσιμο του ιδιαίτερου ήχου του σχήματος.
Το “Ceremony” πρόκειται για άλμπουμ πολυεπίπεδο που σε κάθε ακρόαση αναδύονται νέες μικρές ηχητικές εκπλήξεις που δεν είχες προσέξει  πριν και δίκαια τιτλοδοτεί τους Tea Rockers Quintet ως το πλέον ελπιδοφόρο improv / avant / experimental σύνολο παγκοσμίως, αυτή την τη στιγμή.  Ένα σύνολο μορφωμένων, επιμελών και αλλά και ριζοσπαστικών μουσικών που τολμά να κοιτάξει το αυστηρό και κουρασμένο πρόσωπο της κλασσικής Κινέζικης μουσικής και να του δώσει ένα τρυφερό φιλί γεμάτο από σύγχρονες δυτικές τεχνοτροπίες ώστε να την ανανεώσει με τον πλέον ουσιαστικό τρόπο

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

THE ENORMOUS SPACE


One morning Mr. Ballantyne takes the tempting decision to stay inside his house. This is how one of the greatest and most popular J.G. Ballard short-stories begins. Through a suffocating dive into endless inner space, the psychological nightmare that follows reveals the fears of urban life and the dark sides of the human being. Seemingly, this short-story is unfolding in an uncomfortable and tense silence inside the walls of a house in a London suburb. Only few sounds are present and they are always distant and/or disturbing: the drone of a car engine, the rattling of the letter slot, the noise of the refrigerator, the air that blows through the open windows, the singing of the birds in the back garden. This compilation attempts to explore that intermittent space/silence.
In the last few months many musicians found this short-story in their mailbox, with the request to create fitting soundscapes for it, if they were willing to struggle with this harsh silence. Of course, they were free to create whatever they like. Most of them already knew and love J.G. Ballard’s work; others read the story and liked it – all of them found the idea alluring and challenging. Their correspondence varies from soundtracks for specific scenes and conveyance of feelings and atmosphere, to coverage of themes the story contains. We have tried to put the tracks in order to follow the development of the story – you can hear this compilation while reading it, before or afterwards. One thing is certain: when you read "The Enormous Space”, it will stick with you for a long, long time. We hope that this compilation can do the same.


T R A C K L I S T :

01. Expo '70 - "Primitive Crystallized Hemisphere"
02. Mordant Music - "Martinique or Mauritius"
03. Locust - "Carpenter's Interlude"
04. Alastair Galbraith - "A View To Endless Black"
05. Decimus - "The Letter Slot Rattles"
06. Troy Schafer - "Untitled"
07. Tom Carter & Barry Weisblat - "The Enormous Space"
08. Bridget Hayden - "Shipwrecked"
09. Call Back The Giants - "Cat Trap"
10. Migraine Inducers - "Sunset Gun / Smashed Milk"
11. Zaimph - "The Enormous Space"
12. Andrew Pekler - "Sustain"


The compilation is free and you can hear it here:
[BANDCAMP] - [FMA]
Or you can download it from:
[ZIPPYSHARE] - [MEDIAFIRE]

You can read and download the short-story HERE




Mastering by Emma Peel. Cover by McPan.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

MESSAGES - "MIRAGE" (2013)

Αυτός ο δίσκος αποτελείτε από παλιές ηχογραφήσεις, από το 2008 για την ακρίβεια, πριν δηλαδή τις δύο επίσημες κυκλοφορίες τους, αν και ακούγοντας τα τέσσερα κομμάτια που περιέχονται στο Mirage αυτό δεν φαίνεται καθόλου. Το κύριο χαρακτηριστικό των Νεοϋορκέζων Messages είναι τα ατελείωτα ψυχοτρόπα drones. Βέβαια αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι βαρετό, κάτι που έχουμε ακούσει πολλές φορές, κάτι που δεν ενθουσιάζει πολύ. Όμως οι Messages κάνουν το πράμα ενδιαφέρον, βάζοντας πολλά στοιχεία με αφαιρετικό τρόπο πάνω από αυτά τα βαριά drones.
Στο Cockroach (μακριά από εμάς) είναι μια μελώδια, ανατολίτικη, κάτι μεταξύ μουρμούρικου ρεμπέτικου και αμανέ, δέκα ταχύτητες πιο αργό βέβαια. Μετά στο Snake (επίσης μακριά από εμάς) και το Foodshaker θυμίζουν περισσότερο το After Before, με αργούς και υποτονικούς ρυθμούς στα tabla και νυσταλέα περάσματα που μοιάζουν με μελωδίες πάνω σε tambura, για να κλείσει ο δίσκος με το 20λεπτό Magaraga – ένα εντελώς οργανικό drone που πηγαινοέρχεται σαν κύμα, με όλα τα παραπάνω στοιχεία να προστίθενται ήπια και αργά, για να καταλήξουν να γεμίσουν τον χώρο με ένα παραισθητικό, ρυθμικό και σχεδόν τελετουργικό απόσταγμα, μπολιασμένο έντονα με έναν ανατολίτικο χαρακτήρα. Όλα τα κομμάτια αν και φαίνεται να έχουν μια χαλαρή δομή μέσα στην μεγάλη τους διάρκεια, κατορθώνουν να είναι τρομερά συνεκτικά – μια συγκέντρωση στην εξέλιξη που θυμίζει κάπως τους Αυστραλούς Necks. Αυτό που κάνει τους Messages να ξεχωρίσουν είναι ο τρόπος που καταφέρουν να κάνουν αυτή την απλή και διαπεραστική μουσική. Ο τρόπος που συνδέουν όλα αυτά τα στοιχεία, με την αργή εξέλιξη των κομματιών να μην κουράζει – αντίθετα να σε ρουφάει στη ψυχεδέλεια του, ο τρόπος που επικάθεται το ένα πάνω στο άλλο χωρίς να κάνουν έναν αχταρμά, ο τρόπος που αναπαράγουν την ανατολίτικη μουσική, δίχως να την αντιγράφουν ακριβώς, ούτε όμως και να την μεταφέρουν με τον αντιαισθητικό τρόπο της άκαμπτης προσήλωσης. Και αυτός ο τρόπος είναι που κάνει τελικά την μουσική τους να δουλεύει και το άκουσμα κάθε τους album μια ολόκληρη εμπειρία.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

CIRCLE - "SIX DAY RUN" (2013)

Οι Φιλανδοί Circle είναι από τις μπάντες που δεν έχουν αποφασίσει – και μάλλον δεν θα το κάνουν πότε – ποιο ακριβώς είδος μουσικής θέλουν να παίξουν. Πολλές κυκλοφορίες τους αποτελούνται από ένα βρώμικο metal, άλλες από ψυχεδελικό rock, άλλες είναι ambient χωρίς προφανή λόγο και κάποιες το παλιό και καλό kraut. Γενικά αν έχεις ταξινομήσει την δισκοθήκη σου με βάση τα μουσικά είδη, μερικοί δίσκοι από δαύτους θα τα τινάξουν όλα στον αέρα.
Δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσουν όλα αυτά που κάνουν. Τα metal δεν τα πιάνω – δεν είμαι φαν του είδους – τα ψυχεδελικά τους πάντα γίνονται χαοτικά στην πορεία και χάνω την μπάλα, τα kraut-rock όμως είναι, πραγματικά, άλλο πράμα και αυτός ο δίσκος είναι μόνο Kraut και, φυσικά, γαμάει. Πρόκειται για ένα soundtrack σε μία μικρή μήκους ταινία, η οποία δείχνει ένα άθλημα(?) όπου, αν το έπιασα καλά, οι διαγωνιζόμενοι τρέχουν όσες περισσότερες φορές μπορούν ένα συγκεκριμένο μίλι σε ένα συγκεκριμένο πάρκο, δίχως διαλλείματα και με ελάχιστο ύπνο. Για αυτή την ανωμαλία λοιπόν οι Circle ηχογράφησαν έξι κομμάτια αρκετά δυνατά και έντονα, με ρυθμούς κολλημένους από την αρχή με το τέλος, μια μπασογραμμή σε διαρκή λούπα σε μια απολαυστικά βασανιστική επανάληψη, με τρομερή ενέργεια, χωρίς παραμορφώσεις ή άλλες τζιριτζάτζουλες και τα drums γρήγορα και βίαια, όπως πρέπει να είναι δηλαδή. Το γνωστό, με λίγα λόγια, ύφος τον Circle: παγωμένο, μηχανικό και εκρηκτικό.
Δυστυχώς, τα κομμάτια, με αρκετά παλιομοδίτικο ήχο παρεμπιπτόντως, έχουν μικρή διάρκεια, από 3 μέχρι 5 και κάτι λεπτά, υποθέτω πως έχει να κάνει με το γεγονός ότι αποτελεί soundtrack – κρίμα, γιατί αυτά τα κομμάτια και κάνα μισάωρο να κρατούσαν δεν θα με χάλαγε καθόλου, ίσα-ίσα…

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

URPF LANZE - "PROCESSION OF TALKING MIRRORS" (2013)

Urpf Lanze προφανώς και δεν αποτελεί όνομα, για την ακρίβεια δεν ξέρω τι στο διάολο μπορεί να σημαίνει και σε ποια γλώσσα. Πίσω πάντως από αυτές τις δύστροπες λέξεις βρίσκεται ο Βέλγος Wouter Vanhaelemeesch (όχι ότι το δικό του όνομα είναι πιο εύκολο δηλαδή) που ψάχνοντας λίγο βρήκα ότι είναι ο καλλιτέχνης που έχει επιμεληθεί ένα πλήθος εξωφύλλων (κυκλοφορίες από Jozef Van Wissem και Jack Rose, μέχρι Second Family Band και Robbie Basho) ενώ επίσης αποτελεί το ήμισυ της εταιρίας audioMER – όλο και κάπου θα την έχετε πετύχει. Μουσικά τώρα, είναι κομματάκι περίεργος.
Με μια κιθάρα, που την ξαπλώνει πάνω στα πόδια του, παράγει αυτοσχεδιαστικά θέματα, που παραπέμπουν σε διάφορες παραδοσιακές μουσικές και χαρακτηρίζονται, κυρίως από την ψυχεδέλεια – είτε εξελίσσονται σε φρενιτιώδη χτυπήματα των χορδών, είτε μένουν στάσιμα σε μια επαναλαμβανόμενη μελωδία. Κυρίως, βέβαια, ο αυτοσχεδιασμός αυτός θυμίζει τα παλιά Blues - τότε που στον Αμερικάνικο νότο, η τεχνική ήταν από τα τελευταία πράγματα που απασχολούσε όσους έπαιζαν κιθάρα, βρίσκοντας διάφορους ευφάνταστους τρόπους για να εκφράζονται πάνω στο όργανο – χτυπήματα, αρπίσματα, κτλ. Αυτό το δρόμο ακολουθεί και ο Urpf Lanze, που όταν αρχίζει να «κακομεταχειρίζεται» την κιθάρα μοιάζει με έναν λιγότερο δαιμονισμένο Bill Orcutt, που βασανίζει τα Blues όμως και όχι την Folk, ενώ πάνω από αυτό τον ορυμαγδό, βγάζει που και που κάτι άναρθρες κραυγές, μπάσες και βαθιές, κατευθείαν θαρρείς από τον οισοφάγο, κάτι, που αν δεν κάνω λάθος κάνουν πολύ καλά εδώ και αιώνες στην δική τους παραδοσιακή μουσική οι Ιάπωνες.
Φυσικά, όλο αυτό το συνονθύλευμα θα ήταν ανάξιο λόγου αν δεν υπήρχε μια απλότητα, μια ζωντάνια και μια αμεσότητα σε αυτόν τον αυτοσχεδιασμό και κυρίως αν δεν υπήρχαν τα μέρη εκείνα που η κιθάρα κολλάει, όχι ακριβώς σε μία μελώδια, μα σε ένα απροσάρμοστο θέμα, που από την μια δίνει μια καλύτερη ροή στο όλο εγχείρημα, από την άλλη είναι άκρως κολλητικά και έντονα.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

SAGOR & SWING - "BOTVIG GRENLUNDS PARK" (2013)

Πάνε δέκα χρόνια από την τελευταία κυκλοφορία των Sagor & Swing, κάπου στην πορεία προφανώς τους είχα ξεχάσει. Θυμάμαι τότε, όταν είχε βγει το Orgelfärger, δεν άρεσε σε κανέναν, πέρα της αφεντιάς μου. Δεν ξέρω γιατί. Εγώ πάντως είχα βρει πολύ πετυχημένο το ρετρό μουσικό μόρφωμα που θύμιζε κάτι από 60s – 70s, κάτι από Doctor Who και γενικά σειρές εκείνης της εποχής του BBC. Με τις πολυεπίπεδες μελωδίες, τα παλιομοδίτικα αρμόνια (ιδίως το Hammond) τους γεμάτους ρυθμούς στα drums, την λίγο διαστημική χροιά – το έβρισκα απλό, γοητευτικό και ιδιαιτέρως ευκολοχώνευτο άκουσμα. Τώρα, σε αυτά τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, έχω ακούσει ένα κάρο σύγχρονες κυκλοφορίες που θυμίζουν τον ήχο εκείνης της εποχής ή προσπαθούν τουλάχιστον. Από την Ghost Box, τον Ensemble Economique, τα πρώτα του James Ferraro, τη μισή Not Not Fun – στα αυτιά μου ο ήχος των Sagor & Swing δεν ακούγεται, προφανώς, ο ίδιος.
Η αλήθεια είναι ότι δεν με ενθουσίασε ποτέ η λεγόμενη Hypnagogic Pop και τα παρακλάδια της – μου φαινόταν πάντα πολύ φασαρία για το περιτύλιγμα και λίγη ουσία – μια μουσική που αναλωνόταν περισσότερο στην αντιγραφή στοιχείων και μοτίβων, περισσότερο για το memorabilia του πράγματος παρά για την ίδια την μουσική. Η Ghost Box, από την άλλη, έχοντας βγάλει πολλές ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες, συνήθως με αφήνει με μια αμηχανία – δύσκολα μπορώ να δεθώ με κάποιο από τα album, δύσκολα θα ακούσω κάτι πάνω από δύο φόρες – το γιατί δεν είναι της ώρας – εξάλλου σαν παιδί μεγάλωσα μουσικά με τα 90s και πάντα σιχαινόμουν τα 80s και αδιαφορούσα για τα μπλιμπλίκια των 70s – εντάξει ανούσιες γενικότητες θα σκεφτείτε και πιθανότατα θα έχετε δίκιο.
Πάντως, ακούγοντας πάλι τους Sagor & Swing, δέκα χρόνια μετά, με γοήτευσε ξανά ο ήχος τους – ίσως γιατί ακούγονται σαν να μην τους ενδιαφέρει τίποτα από το γύρω-γυρω της μουσικής, ούτε προσπαθούν να κάνουν κάτι καινούργιο ή να προσθέσουν κάτι στον ήχο που παίζουν. Βγάζουν μόνο μια αγνή αγάπη, ανεπιτήδευτη για εκείνη τη μουσική, μια τρομερά ευχάριστη διάθεση σε κάθε κομμάτι, κανένα σημείο που η εξ ορισμού πληθωρικότητα αυτού του ήχου κάνει τις συνθέσεις τους να πλατειάζουν. Ε, στην τελική, απλά μου αρέσουν.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

RABIH BEAINI - "ALBIDAYA" (2013)

Η πρώτη κυκλοφορία του Λιβανέζου Beaini, που κατοικοεδρεύει στο Βερολίνο, υπό το όνομα του - και όχι σαν Morphosis – αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν είχα ακούσει τίποτα δικό του, πριν από αυτό το δίσκο και δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω. Ο Beaini παράγει ένα μουσικό υβρίδιο στο οποίο μπλέκει πολλά πράγματα: τζαζ, φολκ μουσική της πατρίδας του, λούπες και ηλεκτρονικούς θορύβους, ήπια drones, techno, ρυθμικές και μη ρυθμικές συνθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι κάπως ασύνδετο, μα αρκετά καλό. Χρησιμοποιώντας σαν βάση τα μπλιμπλίκια, χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο – περισσότερο ακολουθώντας γνωστές νόρμες και κολπάκια – χτίζει τα κομμάτια του κυρίως στο σαξόφωνο, αλλά πολλές φορές και σε άλλα πνευστά ή έγχορδα. Τα κομμάτια μάλλον αποτελούν προϊόν αυτοσχεδιασμού, δεν ξέρεις τι να περιμένεις μετά από κάθε λεπτό, το όλο πράμα αλλάζει και εξελίσσετε σταδιακά, ακροβατώντας συνεχώς ανάμεσα στα μουσικά είδη. Παίζοντας με πολλές κορυφώσεις και μεγάλα διαστήματα ambient ο Beaini καταφέρνει μαεστρικά να πλάσει μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα, νυχτερινή και παραπλανητική και εκεί προσθέτει θέματα που θυμίζουν άλλοτε στον Sun Ra, άλλοτε στην Alice Coltrane, άλλοτε στην παραδοσιακή αραβική μουσική, ή στο kraut ή στο house. Πλήρως μεταμοντέρνο και πλήρως γοητευτικό, έχει την ζωντάνια του αυτοσχεδιασμού και την πλάνη της ψυχεδέλειας – στο πρώτο άκουσμα, αυτό που μου έφερε στο μυαλό ήταν οι Sunburned Hand Of The Man στα πρώτα τους, όχι ότι μοιάζει ο ήχος, περισσότερο η προσέγγιση: άναρχη και σχεδόν χωρίς κανόνες ή κάποιο πλάνο για την εξέλιξη. Μόνη προσήλωση το ατελείωτο χαοτικό fusion.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

IGNATZ - "CAN I GO HOME NOW?" (2013)

Ο Bram Devens ή αλλιώς Ignatz, ακολουθεί μια πορεία ανάποδη των συνηθισμένων. Η μουσική του έχει σαν βασικό συστατικό τα μπλουζ, ιδίως τα παλιά μπλουζ και ας πούμε και τα πρώιμα φολκ, αυτά που περιέσωσε ο Alan Lomax, αυτά που βρίσκονται σε διάφορες συλλογές σήμερα, μετεγγραμμένα από δισκάκια όπου η βελόνα έχει γρατσουνίσει βαθιά το βινύλιο. Και ξεκινώντας σήμερα με βάση τα μπλουζ, δύσκολα μπορείς να βρεις κάποιο προσωπικό ήχο, κάτι που να μην ακούγεται χιλιοπαιγμένο ή παλιομοδίτικο ή απλή αντιγραφή. Συνήθως λοιπόν οι μουσικοί ξεκινούν δειλά από κάτι αρκετά δομημένο, ένα διαφορετικό σημείο εκεί, μια προσθήκη παραπέρα, λίγο αφαίρεση στην πορεία – αν είναι τυχεροί, κάποιοι από αυτούς καταλήγουν να έχουν ένα δικό τους ύφος μερικούς δίσκους και μερικά χρόνια αργότερα. Όχι όμως ο Ignatz.
Τα τρία πρώτα του album, με τίτλους απλώς την λατινική αρίθμηση, ξεκίνησαν από το τέλος. Είχε δηλαδή ήδη πραγματοποιηθεί η μέγιστη αφαίρεση και μέσα από την βρωμιά της ηχογράφησης, τα ξεκούρδιστα ακόρντα, τα μουρμουρητά, τους αλλόκοτους θορύβους είχε ήδη φτάσει στο δικό του προσωπικό ήχο, κοντά στα μπλουζ, στο φολκ, αλλά όχι το ίδιο. Από εκείνη την τριλογία και έπειτα ο Ignatz αρχίζει να γυρνάει προς τα πίσω. Στον επόμενο δίσκο (I Hate This City), τα κομμάτια του αρχίζουν σιγά-σιγά να γίνονται πιο δομημένα, πιο «σφιχτά» στον ήχο, πιο προσηλωμένα στον ρυθμό, το ψιθύρισμα στο βάθος είχε αρχίσει να μοιάζει με ανθρώπινη φωνή, το εξώφυλλο δείχνει κάτι συγκεκριμένο και σε αυτόν εδώ, οι μελωδίες είναι ακόμη πιο ευδιάκριτες, οι χορδές έχουν σχεδόν κουρδιστεί, οι πολλοί θόρυβοι και τα φαινομενικά άσχετα μελωδικά θέματα έχουν εκλείψει, η κιθάρα αρχίζει να φέρνει κάτι από Velvet Underground στα λίγα σημεία που ξεφεύγει από το τυπικό ρυθμικό παίξιμο των μελωδιών.
Ίσως ο ίδιος ο Ignatz να είχε καταλάβει πως αν ακολουθούσε το δρόμο των τριών πρώτων δίσκων θα κατέληγε απλά και μόνο στο αναμάσημα μιας μανιέρας ή στην πλήρη αφαίρεση, να ακούγεται μια νότα το δεκάλεπτο, και γι’ αυτό άρχισε να επιστρέφει σε πιο κανονικές φόρμες, ίσως απλώς αυτός να είναι ο τρόπος προσέγγισης του ή τέλος πάντων, αυτό του προέκυψε. Η ουσία είναι πως καταφέρνει να διατηρεί αυτή την προσωπική χροιά, αν ακούσεις οποιοδήποτε κομμάτι τυχαία δεν τον μπερδεύεις με κανέναν άλλο, όπως επίσης διατηρεί την υψηλή ποιότητα στα κομμάτια του, την ίδια δόση ψυχεδέλειας, την ικανότητα να μαγεύει. Για να μην πω για τον τίτλο του δίσκου - απλά τέλειος.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

MASTER MUSICIANS OF BUKKAKE - "FAR WEST" (2013)

Μετά την τριλογία των Totem, η κολεκτίβα μουσικών από το Seattle (μάλλον, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την πραγματική τους ταυτότητα – άνθρωποι; Εξωγήινοι; Πλάσματα του μέλλοντος;) επιστρέφει με ένα album υπό τον απλό, άλλα άκρως ιντριγκαδόρικο τίτλο Far West. Και μπορεί να άλλαξαν concept, μα η ουσία της μουσικής τους δεν έχει αλλάξει, σχεδόν, καθόλου: μεγάλα ψυχεδελικά κομμάτια, με επαναλαμβανόμενα θέματα, με επικούς ρυθμούς, βαριά drone, κιθάρες που φολκίζουν και πάνω απ’ όλα μια τελετουργική αίσθηση. Βέβαια υπάρχουν και διαφορές σε σχέση με τα τρία Totem: εκείνα θυμίζουν, από λίγο έως πολύ, μουσική υπόκρουση για κάποια τελετή με θυσία νεαρής παρθένας, ενώ το Far West μοιάζει περισσότερο σαν μουσική που προορίζεται για το μοίρασμα του αίματος της στα μέλη της φυλής, μέσα σε ξύλινες κούπες γύρω από μια σεμνή φωτιά, στα βάθη κάποιας αμερικανικής ερήμου.
Επιμένοντας στη σκοτεινή ελεγεία τους, δίχως να φαίνεται να αλλάζουν το παραμικρό – εντάξει αλλάζοντας λίγα πράγματα – οι MMOB από εκεί που φλέρταραν με το metal, ή έστω το drone metal, με υπερβολικά ηλεκτρισμένα θέματα, χαοτικά feedbacks και κομμάτια που απλωνόντουσαν δίχως κάποιον ιδιαίτερο σκοπό – εξόν την δημιουργίας ατμόσφαιρας, εδώ κάτι τα φωνητικά σε μερικά σημεία (ιδίως στο cave of light the prima materia), κάτι τα πνευστά που ακούγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κάτι τα κρουστά που συνεχίζουν να είναι επικά μα έχουν αποκτήσει μια κάποια ευελιξία, κάτι τα πλήκτρα, οι ακουστικές κιθάρες ή ίσως οι ίδιες οι μελωδίες, κάτι τέλος πάντων κάνει τον ήχο τους να μοιάζει με Far West – να μοιάζει με soundtrack για παλιό δευτεροκλασάτο western, ή για ταινία τρόμου στη δεκαετία του ’70.
Μπορεί να είναι η ιδέα μου, μα έχω την εντύπωση πως οι MMOB κατάφεραν να βάλουν στο ήχο τους κάτι από την μαγεία του Ennio Morricone και κάτι από την καλτίλα του Dario Argento – γεγονός που προφανώς αποτελεί επίτευγμα και κάνει το δίσκο Far West το πιο προσεγμένο, πιο καλοδουλεμένο δημιούργημα της μυστηριώδους αυτής μπάντας.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ALAN LICHT - "FOUR YEARS OLDER" (2013)

Μια κυκλοφορία με πολύ ενδιαφέρον concept, μιας και παρουσιάζει το ίδιο κομμάτι, όπως το έχει αποδώσει ο Alan Licht με τέσσερα χρόνια διαφορά. Βέβαια, δεν μιλάμε για κάποιο κανονικό κομμάτι, μα περισσότερο για έναν δομημένο αυτοσχεδιασμό, πάνω στην κιθάρα του, ηχογραφημένο ζωντανά, το πρώτο κομμάτι το 2012 και το δεύτερο το 2008. Λίγα πράγματα έχω ακούσει από τον Alan Licht – δεν είναι άλλωστε από τους μουσικούς που βγάζουν δίσκο κάθε τρεις και λίγο. Οι κυκλοφορίες του είναι προσεγμένες, καλοδουλεμένες και έχουν κάτι ιδιαίτερο να πουν. Εδώ, έχουμε ένα εξαίρετο παράδειγμα της ικανότητας του Licht ως μουσικού. Η κιθάρα του, που από τις πολλές παραμορφώσεις θυμίζει κάτι από μπουκωμένο εκκλησιαστικό όργανο, κινείτε με μαγική ευκολία πάνω από μελωδικά θέματα, πάνω από ατονικά περάσματα, από δυνατά δονούμενα drones, από χαοτικά σόλο – τα τελευταία περισσότερο περιορισμένα απ’ όσο φαντάζεται κάποιος για έναν αυτοσχεδιασμό – το κολπάκι βρίσκεται στην ατμόσφαιρα (επιθετική κυρίως) που χτίζει και στον ηλεκτρισμένο θόρυβο που παράγει, στην αμεσότητα που έχει το αποτέλεσμα, που λίγοι στον αυτοσχεδιασμό μπορούν να βγάλουν – ας αναφέρω απλώς τον Keiji Haino.
Τώρα ακούγοντας τα δύο κομμάτια, θα έλεγα πως το πρώτο (του 2012) είναι πιο προσηλωμένο, πιο σφιχτό, δίχως ίχνος φλυαρίας, η δομή είναι το κυρίαρχο συστατικό, ενώ στο δεύτερο (του 2008) ο Licht ξεφεύγει εντελώς, βασανίζει με feedback την κιθάρα, βγάζοντας ένα ρυθμικό μόρφωμα σαν ξεκούρδιστο και χαλασμένο αρμόνιο, που με κάποιον περίεργο τρόπο καταφέρνει να είναι γοητευτικό. Ωριμότητα , λοιπόν; ‘Η αφαιρετική ικανότητα από την εμπειρία - δυνατότητα προσήλωσης;

((E A R))
((E Y E))