Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

HAUNTED HOUSE - "BLUE GHOST BLUES" (2011)

Οι Haunted House, ήταν μια μπάντα που είχε φτιάξει ο Loren Connors κάπου τη δεκαετία του ’90, με μικρή διάρκεια ζωής, περίπου 2 ετών και τη συμμετοχή των Andrew Burnes, Suzanne Langille, Neel Murgai. Πάνω από μία δεκαετία μετά, το συγκρότημα επιστρέφει με ένα δίσκο που δανείζεται το τίτλο του από ένα κομμάτι του Lonnie Johnson (1899-1970), έναν από τους πιο γνωστούς μπλουζίστες. Η μουσική που περιέχει βέβαια το Blue Ghost Blues, απέχει αρκετά από τον ήχο του Johnson. Οι δύο κιθάρες (Connors και Burnes) μπλέκονται σε μία συνεχόμενη θορυβώδης ομίχλη από παραμορφώσεις και feedback, πλάθοντας μια ατμόσφαιρα στεγνή και παγωμένη, δίχως κανόνες και ηχητικές μορφές, δίχως πολυπλοκότητες και πολυεπίπεδες αναλύσεις ήχου – ένα χαλί θορύβου που κινείτε σαν ερπετό ή αλλιώς, σαν παλιό noise-rock. Οι μελωδίες ξεπηδούν αργά μέσα από την ηχητική διαστρωμάτωση των θορύβων, με τρόπο απόμακρο και ψυχρό και το επίπεδο συνεννόησης ανάμεσα στον Connors και τον Burnes, είναι τόσο άψογο που πραγματικά σε παρασύρει. Πίσω τώρα από τις κιθάρες, δεσπόζουν τα drums του Murgai. Ρυθμικά, βίαια και λίγο τελετουργικά, όχι μόνο ενισχύουν την αίσθηση του παλιομοδίτικου κιθαριστικού θορύβου που διατρέχει το album, μα προσθέτουν και ένταση, ενέργεια και δυναμική – με έναν απροσδόκητα φυσικό και απλό τρόπο, περίπου στα χνάρια του Jonathan Kane, ή των This Heat. Διάσπαρτα, μέσα σε αυτό το κουβάρι θορύβου, εμφανίζεται η φωνή της Langille, η οποία δε τραγουδάει, μα μουρμουράει, παραμιλάει, φωνάζει, απαγγέλει – ερμηνεύει, με λίγα λόγια, με εντελώς θεατρικό τρόπο, γεμάτο συναισθήματα και εκφραστικότητα. Αυτός ο δίσκος είναι πραγματικό διαμάντι, με μία υπόγεια ανεπεξέργαστη δύναμη, τραχιά και απόμακρη.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

DANIEL PADDEN - "SHIP CHOP" (2011)

Στον καινούργιο του δίσκο, ο βρετανός Daniel Padden αφήνει στην άκρη τα όργανα, την κιθάρα, το πιάνο, τα πνευστά, όλα όσα μας είχε συνηθίσει σαν μέλος των Volcano The Bear και των The One Ensemble. Το Ship Chop είναι διαφορετικό, μιας και στην ουσία αποτελεί μια ατελείωτη μίξη ethnic μουσικής, κυρίως κάπου ανάμεσα στη μέση και την άπω ανατολή. Ο τρόπος με τον οποίο ο Padden δημιουργεί αυτό το ψηφιδωτό από samples είναι τόσο ήπιος που πολλές φορές δεν ξέρεις αν έχει επέμβει, αν έχει προβάλλει λούπες πάνω σε λούπες, που τελειώνει τι και που αρχίζει κάτι άλλο. Τα περισσότερα κομμάτια κρατάνε αρκετά σε διάρκεια και σε μαγνητίζουν τόσο πολύ στο κόσμο τους, που δεν μπορείς να διακρίνεις τα όρια. Εντάξει, αυτό δεν συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, αλλά ακόμη και στα σημεία που οι τομές και οι επικολλήσεις είναι ξεκάθαρες, ο Padden έχει βρει ένα τέλειο τρόπο να τις δέσει, λες και μια ζωή ήταν παραγωγός ή dj. Φυσικά στο τελικό αποτέλεσμα υποβόσκει το γνωστό από τους Volcano The Bear χιούμορ, φυσικά και είναι άκρως εξωτικό και αιθέριο, με τα μαγευτικά ανατολίτικα κρουστά και τις υπνωτιστικές μελωδίες, τα περίπου τελετουργικά φωνητικά και τα απλά – μα όχι απλοϊκά – χορευτικά ιδιώματα. Οι πήγες του Ship Chop μοιάζουν να προέρχονται περισσότερο από κάποιο κινηματογραφικό περιβάλλον – δεν είναι ακριβώς αυτή η υποκουλτούρα ή η χαμένη κουλτούρα αν προτιμάτε, που βγαίνει μέσα από τις κυκλοφορίες της Sublime Frequencies ή της Finders Keepers ή όποιας άλλης εταιρίας ασχολείται με αυτό το είδος του μουσικού μεμοραμπίλια για δυτικούς, μα ακριβώς αυτό το κινηματογραφικό περιβάλλον (να υποθέσω ότι τα περισσότερα samples τα έχει τραβήξει από soundtrack;) δίνει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα καθώς τα μουσικά μέρη εναλλάσσονται – κάτι σαν mixtape πάρα σαν mash-up. Ή, με άλλα λόγια, ένα ηχητικό κολλάζ με περίσσιο σεβασμό και με περίσσια ευγένεια.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

DAN HAYWOOD'S NEW HAWKS - "S/T" (2011)

Εδώ είναι ένα νέο βόρειο-βρετανικό αγνό folk ταλεντάκι, κοπιάστε! Μεγαλωμένος στο μουντό / βροχερό / σάπιο Sutherland, o Dan Haywood συστήνεται ω ς ένας αυθεντικός PSOW ( poet / singer / ornithologist / whatever) και καταπιάνεται με το τιτάνιο έργο να ηχογραφήσει 32 (!) originals για το ντεμπούτο του. Εμπνέεται από τις μεγάλες, χαλαρές βόλτες του στα Highlands της Σκοτίας για πτηνό-παρατήρηση και η τραγουδοποιία του είναι γι αυτό ανοικτή και προσωπική , σαν έναν εσωτερικό διαλογισμό για τα όμορφα και παράλογα της ζωής του, με το χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα να υπονομεύει τους εύκολους συναισθηματισμούς. Η ποιότητα της φωνής του αρχικά θα σου φανεί μέτρια, κάτι σαν τον Βασίλη Καζούλη να προσπαθεί να τραγουδήσει βρετανό-λαϊκό-folk αλά Billy Brag. Δεν πειράζει, είναι τόσο χαρισματικός συνθέτης όσο Berman των Silver Jews ,ας πούμε, οπότε σε κερδίζει με την ιδιαιτερότητα του. Απ ΄ την άλλη, ο τρόπος που αλλάζει ταχύτητα σε κάποια κομμάτια από το σχεδόν ριμαριστό free στυλ του στις πρώτες στροφές σε πιο μελωδικό στο ρεφραίν , μου θύμισε και Bob Dylan στην μετά το “Blood On Tracks” 70s αναγέννηση του. Να μην μας διαφύγει, βέβαια, ότι το” New Hawks” είναι ομαδική δουλεία αφού η πενταμελής μπάντα που τον συνοδεύει μπορεί να μην έχει τις avant ανησυχίες που γουστάρω στους Nalle και στο καινούργιο της Elle Osborne, αλλά αρκετά δεμένη για να παρέχει ένα μεστό country /folk υπόβαθρο. Μάλιστα, νομίζω ότι αποκτούν περισσότερη προσωπικότητα όταν γυροφέρνουν μια παλιατζουρικη brit folk μελωδία, παρά όταν ακούγονται σαν τα ξαδέλφια των Lambchop. Με δεδομένες τις αναμενόμενες αδιάφορες στιγμές σε ένα διπλό CD με 32 κομμάτια, ο Haywood κατάφερνε να φτιάξει ένα αξιοζήλευτο body of work από τα πρώτα του βήματα.

((E A R 1)) ((E A R 2)) ((E Y E))

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

THE NECKS - "MINDSET" (2011)

Κάθε album των Necks είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η μονότονη και ιδιότυπη jazz που παίζουνε, συνυπάρχει με τον αυτοσχεδιασμό, την ρυθμικότητα, την αέναη περιδίνηση γύρω από ένα κυκλικό μουσικό μοτίβο. Οι αυστραλοί βετεράνοι έχουν βγάλει τα καλύτερα album για να σε πάρει ο ύπνος (και αυτό είναι κομπλιμέντο), όπως το “Mosquito/See Through” και το “Drive By”, αριστουργηματικά μουσικά χαλιά για οποιαδήποτε δραστηριότητα, σαν το “Sex” και το “Chemist” – δίσκοι που θα ζήλευε ο Brain Eno όταν εισήγαγε τον όρο environmental music και, σε γενικές γραμμές, αυτή η επίμονη μονολιθικότητα, η αφαίρεση, η στατική ροή στον ήχο τους, στοιχεία που τα έχουν αναγάγει σε επίπεδα τελειότητας, είναι μοναδιαία και συγκλονιστικά όταν καταφέρουν να σε παρασύρουν στο ψυχοτρόπο κόσμο τους. Είχα διαβάσει λίγες μέρες πριν για το νέο τους κατόρθωμα, το Mindset, και περίμενα να το ακούσω με αγωνία, όπως κάθε δίσκο τους άλλωστε. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, κατάλαβα πως οι Necks δεν αστειεύονται. Το τρίο δεν αναλώνεται σε νότες απλωμένες στη σιγή, δε περιμένει το χρόνο να αποκαλύψει τη μελωδία, δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Σου εκτοξεύει εξ αρχής ένα ηχητικό τείχος με τα επιθετικά drums και τα ασταμάτητα πιατίνια, ενώ ο Chris Abrahams στο πιάνο υφαίνει το μυστήριο πέπλο του άναρχου παιξίματος του. Όσο κυλάει το Rum Jungle, η πρώτη 15λεπτή σύνθεση του δίσκου, το μπάσο του Loyd Swanton μετατρέπετε σε ενορχηστρωτή ενός ανεπάντεχα απολαυστικού θορύβου, που τσιλημπουρδίζει, περίπου, με το No Wave. Τα πάντα δείχνουν τέλεια στα πρώτα μόλις λεπτά – τα πάντα έχουν κορυφωθεί και μένουν εκεί, σε ένα υψηλό σημείο εγρήγορσης που σχεδόν σε εξαντλεί, με μόνο διάλλειμα την εισαγωγή του Daylights, του δεύτερου μέρους του Mindset, που σε κοιμίζει πριν σε τραβήξει ξανά από τα μαλλιά σε ένα jazz ηχητικό νεφέλωμα. Το Mindset δεν μοιάζει με τα περισσότερα album των Necks. Απαιτεί την απόλυτη προσοχή σου στην αρχή, σε προσηλώνει απέναντι από τα ηχεία και σε πετάει στο πραγματικό κόσμο μετά το τέλος των δύο επικών συνθέσεων, μεθυσμένο και ζαλισμένο. Μέσα στο χάος των αμέτρητων κυκλοφοριών που υπάρχουν πια, από αμέτρητους μουσικούς που δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια, στη παραγωγή, στο βέλτιστο αποτέλεσμα – παρά μόνο στο μέσο, στη κυκλοφορία σα κυκλοφορία – οι Necks θυμίζουν ένα ανταριασμένο νησί αρτιότητας που σου καθαρίζει, επιτέλους, τα αυτιά.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

THE SCENE IS NOW - "MAGPIE ALARM" (2011)

Σε μία χρονιά που με χαρά βλέπω αγαπημένους θρύλους του αμερικάνικου indie rock να επιστρέφουν με συγκλονιστικά άλμπουμ, η προσθήκη και του “Magpie Alarm” στην φετινή συλλογή με γέμισε θετικά συναισθήματα στην εποχή της μεγάλης μαυρίλας. Έτσι, μετά τους The Feelies, Steven Malkmus, Thurston Moore, οι άκρως παραγνωρισμένοι νεοϋορκέζοι art- rockers The Scene Is Now ηχογραφούν με πλύστη αυτοπεποίθηση το πιο βατό αλλά και αληθινά εμπνευσμένο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι δυσνόητοι no wave ντανταϊσμοί και νευρικές jazzy ενορχηστρώσεις, που τους απομόνωσαν από το πιο straight indie rock κοινό, ανήκουν πλέον στα 80s. Τα δύο αρχικά μέλη των TSIΝ Philip Dray (κιθάρα) και Chris Nelson ( φωνή) καθοδηγούν τα νεοτέρα, που προέρχονται από την downtown hot jazz σκηνή της Νέας Υόρκης, με τη διαύγεια που επιτρέπουν τα 30 plus χρόνια στο χώρο, σε μια σύγχρονη μουσική πρόταση που ακροβατεί υπέροχα μεταξύ εξωστρεφούς αμερικάνικης folk/country/jazz τραγουδοποιίας και ψαγμένου αβαντγκαρντισμού πάνω σε μια rock βάση. Αν αυτή η περιγραφή οδηγεί στο μουσικό λεξικό του μυαλού σας στο λήμμα Red Krayola / Pere Ubu μέσα πέσατε. Μόνο που οι προαναφερθείς δεν έβγαλαν φέτος δίσκο για να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται. Αντίθετα ,οι TSIN με το “Magpie Alarm” είναι απόλυτα συνεπής στις προσδοκίες που γεννά η ιστορία τους και παίζουν με τη δίπολο pop τραγούδι / προχωρημένα arrangements με άνεση : από την μία οι μελωδικές γραμμές είναι σαφέστατές και συχνά-πυκνά τονίζονται με τον πιο λαμπερό τρόπο από το χαρωπά πνευστά , τις σκαμπρόζικες νότες του πιάνου και τα moody πλήκτρα που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν από τo φαινομενικά πρόσχαρο “Eureka” του Jim O’ Rourke. Από την άλλη, οι κιθάρες παραμένουν την τυπικά νεοϋορκέζικα γωνιώδεις, ενώ οι στίχοι των Nelson / Dray φτάνουν στο επίπεδο αληθινού ποιητικού λυρισμού, αφήνοντας στην άκρη το αψύ ύφος που είχαν στα 80s. Λογική εξέλιξη αφού ο Dray είναι περισσότερο γνωστός για το υποψήφιο για Pulitzer βιβλίο του “At The Hands Of Persons Unknown” , παρά για ότι κάνει με τους TSIN. Ελπίζω, με αυτό το άλμπουμ να λάβει και η υπέροχη μπάντα του το μερίδιο της αναγνώρισης που της πρέπει. Γιατί, ρε γαμώτο, δεν είναι το ίδιο σπουδαίο επίτευγμα να αυνανίζεσαι με τον υπολογιστή / σύνθι σου για να φτιάξεις το επόμενο hype-nagogic lo-fi internetικό δίσκο του μήνα με το να μαζευτεί ένα σεξτέτο καλών μουσικών και να παραδώσουν ένα τέτοιο avant pop αριστούργημα.

((E A R)) ((E Y E))

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

SUISHOU NO FUNE - "BONSAI NO IE" (2011)

To κιθαριστικό ντουέτο των Pirako Kurenai και Kageo ίσως να είναι η τελευταίο εναπομείναν psych rock σχήμα από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Έχοντας απολέσει μέσα στα 00ς τα περισσότερα μοναδικής ποιότητας σχήματα της εμβληματικής ετικέτας του χώρου PSF, οι Suishou No Fune με διάσπαρτες κυκλοφορίες σε δυτικές εταιρίες τα τελευταία χρόνια, αποτελούν μια σίγουρη λύση στο θέμα : που θα βρω να ακούσω spacey rock κιθάρε με θηλυπρεπή γιαπωνέζικα φωνητικά με την απαραίτητη δόση βαβούρας στην ηχογράφηση; Ηχογραφημένο σε ένα Bonsai Shop στο Tokyo το καλοκαίρι του 2010, το άλμπουμ περικλείει, χωρίς πολλές ανατροπές, στα τέσσερα μεγάλης διάρκειας κομμάτια όλο το ζουμί του λυρικού jap psych rock.Η ντελικάτες διπλές κιθαριστικές γραμμές δημιουργούν ανακλώμενους θαμπούς αλλά αιθέριους βόμβους που έχουν ως βάση αφηρημένα bluesy riffs. Εξελικτικά, οι μακροσκελείς συνθέσεις δεν εκρήγνυται σαν ηφαίστειο κιθαριστικού παροξυσμού, όπως στην περίπτωση των Fushitsusha ας πούμε, αλλά παίρνουν τη μορφή μιας χαλαρής ονειρικής μπαλάντας, που όταν προστίθεται τα κλαψιάρικα solos του Pirako και τα άτεχνα αλλά άκρως συναισθηματικά φωνητικά του, πλουτίζουν κομψά τον ήχο τους και τον στέλνουν μακριά σε νέα ψυχεδελικά ουράνια. Σίγουρα, ο ονειρώδης psych rock ήχος τους δεν αποτελεί παρθενογένεση : η κατανυκτική ατμόσφαιρα παραπέμπει στους υπερ-μελαγχολικούς Shizuka, οι μινόρε τόνοι στις κιθάρες στις πιο ατμοσφαιρικές στιγμές των Damon and Naomi, ενώ για κάποιο λόγο τα άγουρα υψίφωνα φωνητικά μου έφεραν στο μυαλό τους Woods.Όμως, πέρα από τις όποιες συγκρίσεις με παλιά και νέα συγκροτήματα, οι Suishou No Fune προσφέρουν εδώ ένα ακόμη καλαίσθητο psych rock τριπάκι - ταμάμ για τον ευαίσθητο στην ιαπωνικό λυρισμό ακροατή.

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

CIRCLE WITH ERKKI KURENNIEMI - "KELL0 12.12"

Κολλημένος στην οθόνη του υπολογιστή, έχω επιδοθεί σε μαραθώνιο ονυχοφαγίας περιμένοντας να πετύχω κάπου αυτή την επική συνεργάσια. Σε άλλες εποχές απλώς θα έτρεχα μανιασμένα σε ένα δισκάδικο. Σε αυτή την εποχή το ρευστό είναι είδος προς εξαφάνιση...
Υ.Γ. Όποιος έχει πληροφορίες για κάποιο link, παρακαλώ να επικοινωνήσει. Είναι μεγάλη ανάγκη.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

OMAR SOULEYMAN - "HAFTA GHARBIA: THE WESTERN CONCERTS" (2011)

Ο ένας και μοναδικός αστέρας της λαϊκής υποκουλτούρας της μέσης ανατολής, περιφέρεται τα τελευταία δύο χρόνια σε διάφορους συναυλιακούς χώρους και φεστιβαλάκια της δύσης, προσφέροντας απλόχερα την ιδιότυπη μουσική του, μαζί με τους πιστούς του συντρόφους. Πίσω λοιπόν από τη κουφίγια και το μαύρο γυαλί ήλιου, την επιβλητική φωνή που σκούζει ανάμεσα στα delay και την αυθεντική μουσική αισθητική της ανατολικής μεσογείου, φανερώνεται ένα μονολιθικό μείγμα από νταούλια και πλήκτρα και ατελείωτα σόλο σε απάνθρωπες ταχύτητες – ένας ανεμοστρόβιλος αμανέ και break-beat, ένα ψυχεδελικό χορευτικό παραλήρημα, που κατορθώνει να μπλεχτεί με όλα τα συναισθήματα. Η sublime frequencies, η εταιρία που τον ανέδειξε στη δύση, αποτύπωσε κάποιες στιγμές από αυτές της συναυλίες σε αυτή τη κυκλοφορία και απέδειξε, στους υπόλοιπους κοινούς θνητούς που δεν είχαν την τύχη να τον απολαύσουν από κοντά, ότι ο κ. Souleyman δεν αστειεύεται: στις συναυλίες του τα δίνει όλα, ξεσηκώνει τα πλήθη, η καταιγιστική μουσική του σε συνεπαίρνει περισσότερο, τα κομμάτια απλώνονται σε διάρκεια, ο αμανές κρατάει για πάντα – σαν υποσημείωση συμπληρώνω εδώ ότι το παλικάρι στα πλήκτρα είναι κυριολεκτικά ασυγκράτητο και είναι πολλές πίστες ανώτερος από πολλούς μέντορες της χορευτικής μουσικής. Μόνο που αυτή η μουσική δε μου κάθετε καλά σε συναυλιακούς χώρους. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Omar να ξεδίνει απέναντι σε ένα κοινό που τον κοιτάει με περιέργεια, προσοχή και προσήλωση – όρθιο και ακίνητο. Όχι. Ο φυσικός του χώρος είναι τα γαμήλια πανηγύρια, η προχειροστημένη πίστα που απέναντι της έχει τραπέζια κτηνωδώς και άπληστα γεμάτα με φαγητά. Τα κρεμασμένα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα λευκά πλαστικά τραπέζια. Εκεί όπου το γλέντι δεν έχει παλαμάκια και μπράβο. Μόνο «έλα» και χορό μέχρι πρωίας. Εξάλλου ο άρχοντας της Συρίας εκεί έβγαζε το ψωμί του μέχρι να τον μυριστούν τα λαγωνικά της δύσης και να μυριστεί αυτός με τη σειρά του το χρήμα. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να έχει γίνει ολίγον της μόδας, να έχει ακουστεί τόσο το όνομα του μέχρις το σημείο να τον καλέσει η Bjork για συνεργασία (που παρεμπίπτοντος η Ισλανδή εξαφανίζετε δίπλα στην επιβλητική περσόνα του Omar, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε εδώ), να προκαλείτε σούσουρο γύρω από τις εμφανίσεις του, μα η αλήθεια είναι πως με τίποτα δεν θα ήθελα να τον δω σε κάποιο όμορφα φτιαγμένο, καινούργιο και μονδέρνο συναυλιάδικο. Θα προτιμούσα να βάλω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο και να παντρευτώ, μόνο και μόνο για να καλέσω τον κ.κ.Omar να μου ορμηνεύσει κατιτίς από τη δισκογραφία του, σε ένα αυθεντικό και άξεστο γλέντι γάμου, με όλη την δολοφονία αισθητικής που αυτός περιλαμβάνει. Εξάλλου δεν βρίσκω και κανένα άλλο σοβαρό λόγο για να παντρευτεί κάποιος σήμερα.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

CHRISTOPH HEEMAN – “THE RINGS OF SATURN” (2011)

Το ελεγειακό αυτό Lp, με το πανέμορφο εξώφυλλο, είναι το τελευταίο πόνημα ενός βετεράνου της νέας avant-garde μουσικής σκηνής, του σεβάσμιου γερμανού Christoph Heeman, γνωστό από το πρωτοποριακό στα 80ς avant rock γκρουπ "H.N.A.S." και στην συνέχεια για τα drone κολλάζ του με τον Andrew Chalk ως Mirror. Aρχικά, το “Rings Of Saturn” κυκλοφόρησε ως limited CD-R πίσω στο 2008 και βασίστηκε στην καλομελετημένη συρραφή διάφορων ηχογραφήσεων του Heeman από το 1997 έως το 2008. Κοντά στο cut-up σουρεαλιστικό στυλ του Stephen Stapleton, αλλά σαφώς πιο γήινος και συναισθηματικός, ο Heeman είναι πραγματικά σπεσιαλίστας στην αναπροσαρμογή τετριμμένων καθημερινών ηχητικών συμβάντων, σε ένα καλοσκηνοθετημένο πλαίσιο, όπου όλα παίρνουν ένα νέο, λιγάκι πιο μυστηριώδες νόημα. Έτσι, fields recordings από πουλάκια που τιτιβίζουν, χαρούμενες συνομιλίες ιταλών και γερμανών χωρικών, κουδούνες και κουδουνίσματα, μαρσαρίσματα από μηχανάκια, γαβγίσματα και τσιρίδες, χαζοχαρούμενα μουσικά θέματα από TV shows, το θρόισμα του ανέμου μέσα από τα φύλλα, αδιάφορη muzak και άπειρα άλλα λιγότερο αναγνωρίσιμα, μιξάρονται με έναν φαινομενικά απλό γραμμικό τρόπο αλλά με τέτοια μαεστρία που αν ανοίξεις το volume αρκετά ψηλά, ώστε να μπορείς να συλλάβεις κάθε ηχητική λεπτομέρεια, ξετυλίγεται μπροστά σου ένα μοναδικό εσωτερικό ψυχόδραμα- ένα auter σινεμά για τα αυτιά. Σε κάπΟια σημεία, όπως στην αρχή της δεύτερης πλευράς, ο Heeman καταπιάνεται και με την παραγωγή ολοδικών του αλλοιωμένων ήχων σε drone ύφος που μιμούνται, όμως, την φυσικότητα των field recordings. Καταυτόν τον τρόπο, και οι δύο πλευρές του LP ρέουν αβίαστα και χαλαρά δημιουργώντας στο μυαλό του ακροατή ατελείωτες εικόνες απερίγραπτης φυσικής ομορφίας .Τελικά, το χειρουργικής ακρίβειας audio processing του σχολαστικού Heeman καταφέρει να μεταφέρει τον ακροατή σε απόκρημνες περιοχές του νου όπου κρύβονται καλά φωλιασμένες αναμνήσεις : μια ανοιξιάτικη εκδρομή στην εξοχή όταν ήσουν μικρός, ή την πρώτη φορά που άκουσες να περνά κάτω από το παράθυρο σου μια καλοπροβαρισμένη μπάντα του δήμου, μόνο για να διαλύσουν αυτές τις στιγμές ξεγνοιασιάς και θαυμασμού ένα καγκουρομηχανάκι που γκαζόνει ανελέητα ή το σκουπιαδιάρικο που πάλι βρήκε την λάθος στιγμή για να περάσει.

((E A R)) ((E Y E))

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

CAUSA SUI - "PEWT'R SESSIONS 2 (EL PARAISO)" (2011)

Ψυχεδέλειας η συνέχεια… Το πρώτο μέρος από αυτά τα θανατηφόρα sessions δεν το πήρα καν χαμπάρι – κυκλοφόρησε νωρίτερα μέσα στη χρονιά και χάθηκε, μάλλον, μέσα στον αμέτρητο πλήθος των δίσκων που βγαίνουν κάθε μήνα. Ευτυχώς, έπεσα πάνω στη δεύτερη κυκλοφορία και έγινα καλά. Και, μέσα στη παραζάλη της ρυθμικής κιθαριστικής καταιγίδας, όλα τα σχόλια μου φαίνονται εντελώς περιττά. Γιατί να μπω στη διαδικασία, άραγε, να χαρακτηρίσω αυτό το πράμα σαν kraut; Σαν βαριά κιθαριστική ψυχεδέλεια; Σαν τζαμάρισμα βγαλμένο από κάποια μαστουρωμένη μπάντα, πίσω στα 70’s; Ότι ταμπέλα κι αν του βάλω, η ίδια η μουσική, που ξεχειλίζει από τα τρία ατελείωτα κομμάτια αυτού του δίσκου, θα την τινάξει μακριά δίχως δεύτερη σκέψη σα ‘ναι κάποιο ενοχλητικό ερπετό. Διότι η συνεργασία του κ. Ron Schneiderman (από τους Sunburned Hand of the Man) με τους Δανούς Causa Sui (που αποτελούνται από τους Jakob Skøtt, Jonas Munk, Rasmus Rasmussen and Jess Kahr), αυτά τα sessions που ηχογράφησαν όλοι μαζί όταν ο κ. Ron επισκέφτηκε την Κοπεγχάγη το 2009, είναι, τουλάχιστον, απογειωτικά. Οι παραμορφώσεις και τα πετάλια κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους πάνω στα ατελείωτα σόλο, τα drums δε σταματάνε να ορμούν με ξεσηκωτική ενέργεια, οι γραμμές πάνω στις οποίες κινείτε το μπάσο σε κολλάνε στο τοίχο, η ψυχεδέλεια δοκιμάζει εντόνως τα όρια της free-rock, οι διαστρωματώσεις είναι συνεχείς και καταιγιστικές, ο θόρυβος ακονίζει τα μαχαίρια του σε μία ασταμάτητη ανηφορική πορεία. Ναι, ναι, ξέρω. Πολλοί θα πείτε: “σιγά ρε μάστορα, τα έχουμε ξανακούσει αυτά”. Εννοείτε. Η μουσική που υπάρχει σε αυτά τα sessions, κάτι ανάμεσα σε Can και Hawkind, κάτι παραπλήσιο με τους Guru Guru και τους Ash Ra Tempel, είναι παλιομοδίτικη, έχει παιχτεί καλύτερα κατά το παρελθόν, μοιάζει κάπως ανεπίκαιρη. Ε, και; Άμα είναι καλός ο μπακλαβάς, δεν χρειάζονται δεύτερες σκέψεις. Και αυτό το τεμάχιο, όχι μόνο είναι γωνιακό, αλλά στάζει από παντού μέλι. Ελπίζω μόνο να υπάρχουν σε κάποια αποθήκη, καλά φυλαγμένα από τη σκόνη, την υγρασία και τον ήλιο, και αλλά ηχογραφημένα sessions από εκείνες τις τρεις εβδομάδες. Έχω την υποψία ότι όλα θα είναι, απλά, τέλεια.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Sølyst -" Sølyst" (2011)

Πολλοί από εσάς πιθανότατα θα έχουν πετύχει κάπου το όνομα Kreidler, ένα γερμανικό kraut συγκρότημα, με πορεία περίπου δεκαπέντε ετών. Ο ντραμερ της μπάντας, ο κύριος Thomas Klein, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη και μόνος του και για ένα χρόνο δούλευε τα 11 κομμάτια που περιέχονται στο δισκό Solyst, κομμάτια σχετικά μικρής διάρκειας που ο ίδιος τα χαρακτηρίζει σαν Tribal Dub Krautrock. Η μουσική είναι αρκετά στατική και μηχανική, οι ρυθμοί έντονοι και επιθετικοί, τα λιγοστά πλήκτρα ακούγονται επιτηδευμένα παλιομοδίτικα. Με λίγα λόγια στον ήχο αυτής της κυκλοφορίας έχουν φωλιάσει όλες οι παλιές και κλασσικές αξίες της kraut. Γιατί όμως Tribal και Dub;
Πάνω σε αυτές τις αξίες και με τη μεθοδικότητα ενός γερμανού (στερεότυπο, το ξέρω, αλλά για ένα περίεργο λόγο δεν μπορώ να το αποφύγω στη συγκεκριμένη περίπτωση), ο Klein δομεί ένα άκρως ενδιαφέρον μουσικό ιδίωμα, με επίμονες λούπες, με αφρικάνικους ρυθμούς και κρουστά, με ατμοσφαιρικά dub εφέ, με τον μινιμαλισμό της επιτακτικής επανάληψης και το μαξιμαλισμό των πολλών διαστρωματώσεων από διαφορετικά κρουστά και από διαφορετικούς ρυθμούς, που προσδίδει αρκετό όγκο στο τελικό αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα το οποίο είναι σαφώς αρκετά tribal - με όλα τα μοτίβα που αραδιάζει ο Klein, το ένα πάνω στο άλλο με προσεκτική φροντίδα - και επίσης είναι αρκετά dub, με το θολό και σκοτεινό περιβάλλον που κτίζεται νωχελικά γύρω από τη ρυθμικότητα. Ακούγοντας για πρώτη φορά το Solyst, στο μυαλό μου το κατέταξα κάπου δίπλα στο Cut Hands, το project του W.Bennett και το afro-noise. Όπως εκεί ο Bennett με ένα μοναδικό τρόπο κατορθώνει να συνδυάζει το afrobeat με το μονολιθικό noise, έτσι και εδώ ο Klein επιτυγχάνει να μπολιάσει την ποικιλομορφία των αφρικάνικων ρυθμών και την ατμόσφαιρα του dub στο εκστατικά μονότονο kraut. Τελικά, πρόκειται για ένα δίσκο που είναι, χονδρικά, ένα είδος από μόνος του, πολύ κοντά φυσικά σε όλη τη γκάμα των Jaki Liebezeit, Neu!, Kraftwewrk. Αυτό που σου μένει ακούγοντας το Solyst είναι πως μπορεί να είναι εξωτικός και ταυτόχρονα παγωμένα βορειοευρωπαϊκός, ψυχεδελικός και παράλληλα χορευτικός, σκοτεινός, μα με φωτεινές γωνίες.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

FOVEA HEX - "HERE IS WHERE WE USED TO SING" (2011)

Είχα μεγάλη προσμονή για αυτόν το δίσκο. Σχεδόν το ονειρεύτηκα ένα βράδυ περιμένοντας να έρθει το πακετάκι της Janet records από την συμπαθή Ιρλανδία. Βλέπετε η η τριλογία “Neither Speak or Remain Silent”, με την οποία επανήλθε ανέλπιστα στην δισκογραφία η Clodagh Simonds το 2005, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο, μοναδικό θα έλεγα, μουσικό μείγμα κέλτικης τραγουδοποιίας και ανοικτών drone ηχοτοπίων . ‘Ετσι, το παρελθόν της Simonds στα 70ς με την συμπαθητική girlie folk rock μπάντα Μellow Candle, πέρασε και σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στη μουσική που ΤΩΡΑ μπορεί να δημιουργήσει. Και είναι ίδιον μεγάλων καλλιτεχνών, όπως είναι ο Robert Wyatt ή ο Scott Walker, να μπορείς στα 58 πλέον να κάνεις τόσο ζωντανή και σύγχρονη μουσική, όταν ένα τέτοιο βαρύ βιογραφικό για άλλους θα ήταν βαρίδι. Πράγματι, ο νέος δίσκος της ταλαντούχας Ιρλανδής έχει όλη την διαχρονική μαγεία για να σταθεί δίπλα στο “Comicopera” και στο “Drift” ή στο “ Murder Ballads” του Martyn Bates και σίγουρα έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος από το “Lookaftering” της συνομήλικης της Vashti Bunyan. Σε σχέση με την τριλογία, το “Here is Where We Used to Sing” δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία στρογγυλών, ολοκληρωμένων τραγουδιών, με τους στίχους να καθοδηγούν τις συνθέσεις και το πιάνο να υφαίνει εύθραυστες αλλά καλοσχηματισμένες μελωδίες. Η ενορχήστρωση παραμένει αποστομωτική, με τα διακριτικά και αλλά καίρια treatments του μόνου σταθερού μέλους των Fovea Hex πέραν της Simonds, Michael Begg, να τοποθετούνται μ ε τέτοιο επιστημονικό τρόπο ώστε να επιβραβεύουν τις επιλαμβανόμενες ακροάσεις με κρυφά διαμαντάκια στις κλειστές γωνίες των συνθέσεων. Φυσικά, σε όλα τα κομμάτια συμμετέχουν φίλοι και γνωστοί της Simonds προσδίνοντας τον ιδιαίτερο τόνο σε καθένα από αυτά. Έτσι, στο “Play Another” το τσέλο της Kate Ellis ρίχνει την βαριά σκιά του στα ευκίνητα electronics του Begg, στο “Falling Things” τα νεανικά φωνητικά της must-check-out πιτσιρίκας Laura Sheeran δένουν αρμονικότατα με τα κρυστάλλινα δεύτερα της Simonds, ενώ ο Brian Eno με τα έναστρα πλήκτρα του φωτίζει πανέμορφα το “Every Evening” και πετάει, ταυτόχρονα, την ρετσινιά του άχρηστου μαϊντανού. Και πάλι, όμως, είναι τα αιθέρια, εξωκοσμα φωνητικά της Simonds που καθορίζουν τους Fovea Hex.O τρόπος που ξεγλιστρούν μέσα από το ονειρώδες μουσικό πέπλο και έρχονται στο προσκήνιο για να εκφέρουν αυτούς τους ποιητικούς υπερρεαλιστικούς στίχους είναι το μεγάλο ατού της Simonds. Nομίζεις, ότι κυριολεκτικά είναι ένα με την μουσική και εκεί που έχεις υπνωτιστεί με από το υπνοφόρο σύνολο, έρχονται υπογείως στις κορυφώσεις των κομματιών να σε ανεβάσουν στα ουράνια. Μαγεία… Μια drone folk ελεγεία που, σε αντίθεση, με πολλούς εκσυγχρονιστές του είδους δε φοβάται να στηριχθεί σε αληθινά τραγούδια με καλοφτιαγμένους στίχους. Γι αυτούς που ορέγονται τα πιο φευγάτα, πειραματικά ηχοτόπια της τριλογίας υπάρχει το bonus CD με τρία μεγάλης διάρκειας remix από τους Begg, Potter, Basinski και που είναι όσο φευγάτα φαντάζεστε. Εγώ θα επιμείνω να φλέγομαι από την δύναμη των στίχων του κανονικού CD. Και έτσι επειδή αξίζει να το δείτε τυπωμένο, ιδού οι στίχοι του κορυφαίου των κορυφαίων κομματιών του άλμπουμ “A Hymn To Sulphur” : YOU ARE A ROAR / YOU ARE THE SURGE OF SIRENS AT THE DOOR / YOU ARE THE RADIANT HEAT BEHIND THE HEART BEAT / YOU ARE THE CALL TO WAR / YOUR FACE IS AFLAME / I GAZE AND I GAZE AGAIN – FIRE IN MY VEINS ABLAZE AGAIN / SOMETIMES I WISH, I WISH I WAS BORN OF SEA / SO I COULD DIVE AND SWIM AND GLEAM AND SHIMMER WAVE AFTER WAVE / OH BUT I WAS BORN RED GOLD TO THIW GLAZE OF FLAME – WE BURN AND WE BURN ALL DAY… / EVEN AS I BLAZE I WILL SING YU LOVE SONGS AND PRAISE / FOR WHEN I CALL FOR SOMEBODY, SOMEBODY BRINGS ME MY CUP OF JOY

((E A R)) ((E Y E))

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

PETER EVANS QUINTET - "GHOSTS" (2011)

Στο μυαλό μου δεν χωρά, πλέον, αμφιβολία : ο Peter Evans είναι η νέα μεγάλη δύναμη στο χώρο της free jazz . Είτε με το εκπληκτικό περσινό “nature/culture” σόλο διπλό CD, είτε εδώ με την συνέχεια του oχι τόσο τυπικού jazz κουιντέτου που διευθύνει, ο Evans προσφέρει αδιαλείπτως εκστατικούς ακουστικούς οργασμούς που ερεθίζουν ,κυρίως, τον μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου περιπαίζοντας με τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες του ακροατή. Κι αυτό, γιατί, η πολύπλοκη, πυκνογραμμένη, λαβυρινθώδης μουσική του “Ghosts” μόνο ως ένα ιντριγκαδόρικο νοητικό παίγνιο μπορείς να την εκλάβεις, ώστε να μην ζαλιστείς από τις ιλιγγιώδη ταχύτητα μουσικής σκέψης του Evans. Πέρα από τον εν λόγω συνθέτη / μέγα μάστορα της τρομπέτας, το κουιντέτο αποτελείται από τους Carlos Homs (πιάνο), Jim Black (κρουστά), Tom Blancarte (μπάσο) που συμμετείχαν στο επίσης καταιγιστικό περσινό “Live In Lisbon”. Το νέο μέλος είναι ο Sam Pluta στην ζωντανή ηλεκτρονική επεξεργασία μέσω laptop. Η φιλοδοξία τους είναι να στήσουν μια ενδελεχή “συζήτηση” μεταξύ και του παρωχημένου hard-bop και της 50s -60s κλασικίζουσας modal jazz με τη σύγχρονο , απαγκιστρωμένο από την παράδοση, Ευρωπαϊκό αυτοσχεδιασμό. Τα τέσσερα ακουστικά όργανα υφαίνουν για μερικά δευτερόλεπτα συνήθως post-jazz ρευστές μικροδομές που έχουν ως αφετηρία την jazz παράδοση, για την ανατρέψουν αμέσως μετά με την αντιπαράθεση πιο άτονων ηχητικών συμπλεγμάτων. Ο ρόλος του Pluta είναι να μαζεύει τις σκόρπιες νότες του εξαπολύουν οι υπόλοιποι, να τις παραμορφώνει λιγάκι και να τις διοχετεύει ως ηχώ –φάντασμα στην τελική μίξη. Έτσι, δημιουργείτε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο πολυπλοκότητας, με την μουσική τελικά να απειλείται καταρρεύσει από το όλο αυτόν τον όγκο της πληροφορίας. Τελικά, όμως, ο ιδιοφυής Evans με τις καίριες παρεμβάσεις της πολυφωνικής τρομπέτα του ωθεί και τους υπολοίπους να συγκεντρωθούν στην επόμενη ηχητική κορύφωση. Αυτό το συναντάς συχνά στο άλμπουμ, αλλά καταφαίνεται απόλυτα στον κλιμακωτό, μαξιμαλιστικό καταιγισμό με τίτλο "323” – την κορυφαία free jazz στιγμή της χρονιάς κατ’ εμέ. Από την άλλη, δεν λείπουν και οι χαλαρές στιγμές στα καθάριας ομορφιάς jazz standards “Ghosts” και “Stardust”. Και εκεί ο Evans δεν πατά σθεναρά στην βασική μελωδία. Παρεμβάλει νότες, τραβάει άλλες κι ο Pluta τις λειαίνει ακόμα περισσότερο, προσδίνοντας μια φουτουριστική διάσταση ακόμη και σε μια από τις πλέον αρτηριοσκληρωτικές μουσικές δομές. Νομίζω, τελικά, ότι ο Peter Evans είναι ο άνθρωπος που η jazz χρειάζεται για να πετάξει πέρα στον 21ο αιώνα

((E A R)) ((E Y E))

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

MONKEY PUZZLE TRIO - "THE WHITE WORLD" (2011)

Κάποιες φορές είναι ξεχωριστή απόλαυση να ακούς τι νέο μπορούν να φτιάξουν τρεις παλιοσειρές του ευρύτερου avant ήχου όταν βρεθούν, υπό ικανές συνθήκες, μαζί. Για τους Monkey Puzzle Trio, φυσικά, μιλάω - το φιλόδοξο νέο project της αυτοσχεδιαστικής τραγουδίστριας Viv Curringham με βαρύ βιογραφικό στην improv σκηνή της Νέας Υόρκης, με τον πολύπειρο drummer Charles Hayward με το μυθικό παρελθόν στους This Heat και τον Nick Doyne-Ditmas στο μπάσο από την πειραματική σκηνή του Λονδίνου. Η μουσική του “White World” ηχογραφήθηκε μέσα σε 3-4 μέρες και κατ’ ένα βαθμό είναι απόρροια αυτοσχεδιασμών του γκρουπ πάνω στις φωνητικές γραμμές που ανεβοκατεβαίνει η Corringham. Στόχος είναι , πάντοτε, να αναδυθούν, μέσα από τον αυτοσχεδιασμό, νεόπλαστα τραγούδια και όχι απλά μια σειρά ακανόνιστων ηχητικών συμβάντων. Στο μυαλό, δηλαδή, και των τριών είναι δημιουργία ενός ηχητικού συνόλου που θα στέκεται ως τραγούδι στιγμιαίας σύνθεσης. Τελικώς, ο στόχος επιτυγχάνεται κατά το ήμισυ καθώς είναι έμφυτη τάση και στους τρεις να ξεφεύγουν ακόμη και από τις πιο χαλαρές δομές ενός τραγουδιού. Η Corringham επιδίδεται με ευχέρεια σε μια ατελείωτη ποικιλία από καλαίσθητους βοκαλισμούς, με σαφείς μη-Δυτικότροπες επιρροές, που παίζουν με την φαντασία του ακροατή. Κάτι σαν μια πιο ντροπαλή Diamanda Galas που εμφανίζεται σε φινετσάτες γκαλερί και όχι στο Gagarin. Η προσπάθειες της, όμως, είναι , μάλλον θελημένα, αφημένες στο background, λόγω της ιδιάζουσας dubby μίξης του δίσκου. ’Έτσι, περισσότερο λειτουργούν ως ένα γλιστερό χαλί για να πατήσει πάνω του το φορμαρισμένο rhythm section. H αλήθεια είναι, ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά στο παικτικό στυλ του Charles Hayward από τις 80s art rock ρίζες του. Διαρκής δυναμισμός και γυμναστική ενέργεια χωρίς, όμως, την εφευρετικότητα των μεγάλων jazz drummers.Μαζί με τις γεμάτες μπασογραμμές του Doyne-Ditmas, χτίζουν μια αυτοπροωθούμενη ηχητική μηχανή που έχει φτιαχτεί στα μέτρα της κλασσικής Can σχολής. Σε κάποιες στιγμές, μαρσάρουν σκληρά και σε παρασέρνουν μαζί τους, άλλοτε, μάλλον, καθυστερούν να αντιληφτούν τα σήματα από την πλευρά της Corringham και αράζουν σε έναν χαλαρό dub κόσμο. Έτσι, το “White Wolrd” έχει και την σπιρτάδα της ζωντανού αυτοσχεδιασμού αλλά και την ελαφρότητα ενός νεο-dub / jazz / funk ακούσματος. Χωρίς να σε συγκλονίζει, σου χαϊδεύει ευχαρίστα τα τριχωτά σου κύτταρα του οργάνου του Corti.

((E A R)) ((E Y E))

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ALEX MONK – “SAFETY MACHINE” (2011)

Το “Safety Machine” είναι η πρώτη επίσημη κυκλοφορία του βρετανού ερασιτέχνη ψυχεδελά Alex Monk. Μετά από ένα συνεχές ράβε – ξήλωνε που διήρκησε 3 χρόνια στο flat του Αlex στο Λονδίνο, αποκρυσταλλώθηκε η τελική μορφή των 14 κομματιών που περικλείονται στο διπλό LP. H ηχητική παλέτα που χρησιμοποιεί ο Monk για να δώσει πνοή στις, εμπνευσμένες κατά τα άλλα, μουσικές ιδέες του, είναι πλέον πολυφορεμένη και γι αυτό προβλέψιμη: μελωδικό fingerpicking στην ακουστική κιθάρα, παραμορφώσεις με τα πέταλα της ηλεκτρικής, βόμβοι και αναλογικά εφέ από vintage πλήκτρα, προηχογραφημένοι ήχοι, μελωδικές φράσεις σε παραδοσιακά όργανα όπως το μαντολίνο και το αρκοντεόν. Όμως, ο ανεπιτήδευτος και χαλαρός τρόπος που μπλέκει όλα αυτά τα στοιχεία το ένα μετά το άλλο στις μακροσκελείς, συνήθως, συνθέσεις του, κάνει το σύνολο να έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα. Μοιάζει σκοτεινό και απροσπέλαστο με ένα ποιητικό τρόπο. Ταυτόχρονα, αν και στιγμές τεχνικά η μουσική του έχει την διακριτική απλότητα του ambient, ποτέ δεν μένει σε ρόλο ηχητικής ταπετσαρίας – κομπάρσου, αλλά με ύπουλη ζοφερή αρμονικότητα έρχεται συχνά πυκνά στο προσκήνιο και αρπάζει την προσοχή του ακροατή μεμιάς. Οι επιρροές του Monk πολλές και εμφανείς. Πρωτάρης είναι, λογικό και αυτό. Στα τραγουδιστά “Masks Survive” και “Spiders” φαίνεται να εμπνέεται από τα μετα-αποκαλυπτικό crooning του Bill Fay με στοιχεία Bowie θηλυπρέπειας, ενώ στα πιο αργόσυρτα υποβλητικά “Cabiria” και “Crossing” υπάρχει μια καλά φτιαγμένη gothic ατμόσφαιρα. Αλλού, όπως το άψογο “ Walking With Beatrice ” η ουσία του 70ς Eno εκτίθεται σε στην πρώιμη ψυχεδέλεια του “Piper At The Gates Of Dawn”. Συνολικά, η μουσική του “Safety Machine” έχει εμποτιστεί σε σημείο κορεσμού από αυτήν τη διαχρονική βρετανικότητα που προσδίνει έναν νεφελώδη μελαγχολικό χαρακτήρα στο τελικό προϊόν. Έτσι, το “Safety Machine”, ως ατμόσφαιρα, θα ταίριαζε καλύτερα σε μια ιδανική δισκοθήκη δίπλα στο “Ape Of Naples” των μεταγενέστερων Coil, στο περσινό “Landings” του Richard Skelton ή στις πιο εσωτερικές στιγμές του Richard Youngs. Όχι ότι φτάνει την ποιότητα των προαναφερθέντων ιερών τεράτων ο Monk ακόμη, αλλά έχει βάλει τις βάσεις για πολλά μελλοντικά αριστουργήματα.

((E A R)) ((E Y E))

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

FIRE! & JIM O' ROURKE - "UNRELEASED?" (2011)

Αυτός είναι από τους δίσκους που σε κολλάνε στον τοίχο από το πρώτο δευτερόλεπτο και δεν σε αφήνουν να ανασάνεις μέχρι το τελευταίο. Η Σουηδική υπέρ-μπάντα, οι Fire!, αποτελείτε από τους Johan Berthling (κιθαρίστας και ιδρυτής της Hapna), Mats Gustafsson (σαξοφωνίστας που έχει κάνει περίπου τα πάντα), Andreas Werliin (drummer, ο νεαρός της παρέας) και αυτή είναι η δεύτερη κυκλοφορία τους. Ο Jim O’ Rourke από την άλλη ύστερα από ένα μικρό διάστημα σιωπής, έχει επιστρέψει δριμύτερος το τελευταίο καιρό, με το όνομα του να φιγουράρει σε διάφορες ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες. Το Unreleased? – πέρα από ένας έξυπνα χιουμοριστικός και ειρωνικός τίτλος για δίσκο – κολλάει στα αυτιά σαν βδέλλα. Τα τέσσερα κομμάτια που περιέχει είναι επιθετικά και κατά στιγμές οργιωδώς καταιγιστικά, ηλεκτρισμένα και έντονα. Σαν χαρακτηρισμός για αυτή τη κυκλοφορία ο πρώτος που μου έρχεται είναι το kraut – το οποίο διατρέχει, τα από 9 έως 18 λεπτά, κομμάτια. Κοφτά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μουλιασμένα στη στατικότητα drums, ένα θορυβώδες μάγμα που πάει και πάει και πάει με μία τόσο ορμητική δυναμική, που κάθε κομμάτι θα μπορούσε άνετα να κρατάει μία και δύο ώρες. Από εκεί και πέρα, ναι, αυτοσχεδιασμός είναι ο δεύτερος χαρακτηρισμός. Αυτοσχεδιασμός που πατάει πάνω σε αυτό τον Kraut βάλτο, με τον Gustafsson να κεντάει κάθε φορά που το σαξόφωνο παίρνει τον πρώτο ρόλο, τον Jim O’ Rourke να γεμίζει εξαίσια τον όγκο του ήχου και τον Berthling να ακούγετε, ιδίως στο Happy Ending Borrowing Yours, σαν άλλος Derek Bailey – με λίγα λόγια το σύνολο θυμίζει καλοκαρδισμένη jazz μπάντα σε ένα ελεύθερο τζαμάρισμα, μόνο που η αισθητική του ήχου δεν είναι ακριβώς jazz. Παραπέμπτει περισσότερο στο rock, για να μην πω στο no-wave επιπέδου Rhys Chatham. Φυσικά, οι χαρακτηρισμοί θορυβώδες, ρυθμικό, ψυχεδελικό, περιττεύουν. Είναι τόσο συνώνυμοι αυτού του ήχου που θα μπορούσα να μην τους αναφέρω καν. Αυτό που πρέπει να αναφέρω είναι πως η άτιμη η Rune Grammofon πρόσθεσε άλλο ένα έπος στο κατάλογο της.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

TONETTA - "777 Vol 1 + 2" (2011)

Σας την έσπασε η hi-fi στροφή του Ariel Pink; Σας κουράζει η πολιτική ορθότητα των σχημάτων που προμοτάρει η Not Not Fun; Έχετε βαρεθεί να περιμένετε να σπάσει την σιωπή του ο Andrew WK; Tην βρίσκατε με το κολλητό boxer του Αxl Rose και τις leazy τσιρίδες του πιτσιρικάδες; Γουστάρετε κατά βάθος τον Captain Beefheart στο κεφάτο Shiny Beast περισσότερο από ότι στο ιλιγγιώδες “Trout Mask Replica”; Ε, τότε o Τοnetta είναι το νέο hype που πρέπει να τσεκάρετε οπωσδήποτε. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνει ο Tonnetta στο YouTube. Δεν ασχολούμαι με το προκλητικό του image, τα σαδομαζό αξεσουάρ που μοστράρει στα videos του, τα τακούνια του ή τους γραμμωμένους κοιλιακούς. Ποτέ δεν ψάρωσα από αυτά, αλλιώς θα γούσταρα και την Geni Zeva. Ακούω τον Τοnetta για την μουσική του αποκλειστικά. Και ο τύπος τα σπάει. Ηχογραφεί από τα 80ς και πραγματικά δεν μπορείς να καταλάβεις ποιο από τα 35 κομμάτια – χιτάκια που περικλείονται στα δύο μέρη του 777 ηχογραφήθηκε πίσω το 1983 ή μόλις προχθές. Κολλάει γάντι με τον θαμπό υπναγωγικό pop ήχο που είναι τόσο της μόδας, αλλά ταυτόχρονα η φάση του είναι τόσο ιδιαίτερη που σε κάνει να αναρωτιέσαι από κατέβηκε αυτός ο τύπος τώρα. Η εκτελεστική του μέθοδος που χρησιμοποιεί στην μουσική του είναι σχετικά απλή : η χαλαρή micro-house χαριεντίζεται με ψευδo - funky μπασογραμμές και hard rockin σολάκια με την απαραίτητη lo-fi βαβούρα στην παραγωγή. Η μεγάλη ατραξιόν είναι, βέβαια, η μπάσα, sexy φωνή του Tonetta. Αυτός ο hyper – cool τρόπος που αρθρώνει τα πιο αναίσχυντα, ηδονιστικά στιχάκια από την εποχή του “Lick My Decals Off Baby” με τον απαραίτητο για το 2011 αμφισεξουαλικό προσανατολισμό. Συνήθως, μοστράρει στην αρχή του κομματιού τον ρεφραίν ή απλά τον τίτλο που είναι σχετικά κοινότυποι και μετά σου πετά 1 – 2 στροφές με τελείως προκλητικό περιεχόμενο που ανατρέπει την βατότητα ενός τρίλεπτου τραγουδιού. Και η μαγκιά του είναι ότι ακολουθεί αυτήν την τακτική και στα δύο άλμπουμ, χωρίς να ρίχνει την ποιότητα στιγμή . Μια ιδιαίτερη ποπ ιδιοφυΐα, λοιπόν, ο Tonetta και σε όποιους αρέσει. Tουλάχιστον, εμένα με ενθουσίασε. Φαντάζομαι, πώς ένα κομμάτι με τίτλο “Doin A Dyke Tonight” θα ξετρέλαινε και τον Ron Swanson της σειράς “Parks and Recreation”. Άσχετο, αλλά όσοι γνωρίζουν, θα επικροτήσουν! Για αυτούς με τα πιο straight γούστα, θα την βρουν με το σχόλιο - παρωδία του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο “Red, White And Blue”.Για όλους έχει ο τρελο-τονέττας!

((E A R - 1)) ((E A R - 2)) ((E Y E))

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

GROUP DOUEH - "ZAYNA JUMMA" (2011)

Κάπου το 2007, τα λαγωνικά της Sublime Frequencies, κούνησαν φιλάρεσκα τις ηχητικές απολήξεις των μυτών τους στον σκονισμένο αέρα των παρυφών της ερήμου της Σαχάρας και μυρίστηκαν μία μουσική όαση. Έτρεξαν λυσσασμένα προς το μέρος της εκρηκτικής Touareg μουσικής και κάπως έτσι, με τις γλώσσες να πέφτουν πλαταγίζοντας στις άκρες των σαγονιών τους, ανακάλυψαν τους Group Doueh. Από τότε μέχρι σήμερα η μαροκινή μπάντα έχει κυκλοφορήσει 4 album, το ένα καλύτερο από το άλλο και δειλά-δειλά έχει επεκταθεί στο δυτικό κόσμο, περιοδεύοντας πέρυσι στην Ευρώπη και προγραμματίζοντας μία ακόμη περιοδεία φέτος που περιλαμβάνει και τη βόρειο Αμερική. Εξερευνώντας σε κάθε κυκλοφορία τους πολλά μουσικά στοιχεία, δοκιμάζοντας διαφορετικές νόρμες και πλευρές που μπορεί να καλύψει ο ήχος τους, οι Group Doueh δεν επαναλαμβάνονται ποτέ. Από τη στιγμή βέβαια που έχουν αποφασίσει να αναφέρονται σε δυτικά αυτιά, αυτή η διερεύνηση σημαίνει πως μάλλον έχουν πάψει να είναι η καλύτερη μπάντα για τοπικούς γάμους και πως ο ήχος τους γίνεται ολοένα και πιο προσιτός για τη δύση, πιο εγκεφαλικός και λιγότερο σωματικός, πιο δομημένος και δουλεμένος και λιγότερο εκστατικά μονότονος. Το Zayna Jumma είναι η πρώτη “κανονικά” ηχογραφημένη κυκλοφορία τους και περιέχει ένα ξέφρενο drum-kit, σκόρπια εφέ στις κιθάρες, δίνει περισσότερη βαρύτητα στις μελωδίες, με το τελικό αποτέλεσμα του ήχου να είναι αρκετά πλούσιο, αρκετά βαθύ, αρκετά προσεγμένο στη παραγωγή. Φυσικά, δεν έγιναν ξαφνικά κουστουμάτοι αστέρες της ethnic μουσικής, νεόκοποι γυρολόγοι της κουλτούρας της βορείου Αφρικής – ασφαλώς και όχι. Παραμένουν γνήσιοι εκφραστές αυτής της πηγαίας και παρορμητικής μουσικής, της Touareg, της rock έκφρασης της αραβικής Αφρικής. Μιας μουσικής που περιέχει παλαμάκια και Αραβικές κραυγές, ντέφια και τελετουργικά χορωδιακά φωνητικά και ταυτόχρονα μετεωρίζεται ανάμεσα στο kraut, το 60’s garage, τη πρωτόλεια ψυχεδελική μουσική – τόσο έντονα ρυθμική, όσο μόνο η αφρικάνικη μουσική μπορεί να γίνει. Ο γκουρού της μπάντας, ο κ.κ. Salmou Baamar, χτίζει μία οικογενειακή δυναστεία κάτω από την ομπρέλα της Sublime Frequencies, με τις φήμες να λένε ότι μαθαίνει drum-kit στο δωδεκάχρονο γιο του και κιθάρα σε ένα πιτσιρίκι μόλις 9 ετών και διευθύνει τη μουσική αυτή κολεκτίβα με τον καλύτερο τρόπο, οδηγώντας την, σαν γνήσιος ηγέτης, στο δρόμο της μουσικής τελειότητας.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

ALEXANDER TURNQUIST - "HALLWAY OF MIRRORS" (2011)

Αυτός ο νεαρός κύριος, μόλις 23 παρακαλώ, κατοικοεδρεύει στη Νέα Υόρκη και έχει ήδη προλάβει να κυκλοφορήσει τέσσερα album. Η μουσική που πλάθει συγγενεύει αρκετά με αυτή του James Blacksaw. Ιδιαιτέρως τεχνική, βασισμένη στη δωδεκάχορδη κιθάρα, στις έντονες μελωδίες, στη βαριά ατμόσφαιρα. Μέσα σε κάτι περισσότερο από μίση ώρα που διαρκεί το Hallway of Mirrors από την VHF, ο Turnquist καταφέρνει να πείσει για την αρτιότητα και την δυναμική των συνθέσεων, που εξελίσσονται σε ομόκεντρους κύκλους. Οι μελωδίες παρατάσσονται η μία μετά την άλλη, γύρω από ένα κλειστό πυρήνα επαναλαμβανόμενων μοτίβων, σχεδόν μάντρα θα έλεγα, στη δωδεκάχορδη κιθάρα. Από εκεί και πέρα, το πιάνο και το vibraphone συμμετέχουν ενεργά στη δομή αυτών των μελωδίων, που ορθώνονται επικές και επιβλητικές σε ένα σύνολο τόσο έντονα στατικό που γίνετε περίπου ψυχεδελικό - που είναι σα να σε τοποθετεί σε ένα κλειστό χωλ γεμάτο καθρέπτες, όπου χάνεσαι και ζαλίζεσαι από την επανάλληψη των αντανακλάσεων και απο την πολλαπλότητα των ειδώλων. Τα ίχνη των επιρροών είναι εύκολα αναγνώσιμα: John Fahey, Jack Rose, Steve Reich. Αν δεν ήταν τόσο καλά παιγμένο, με την βοήθεια των Christopher Tignor στο βιολί και Matthew O’Koren στο vibraphone, αν η παλέτα των τόνων που συνθέτουν τις μελωδίες δεν ήταν τόσο μεγάλη και τόσο πολύχρωμη, αν υπήρχαν περισσότερα κλισέ και στερεότυπα από τη πολυφορεμένη ρομαντική νέο-φολκ, αν τα κομμάτια δεν ήταν τόσο συμπαγή και χρονικά περιορισμένα, ίσως θα είχαμε να κάνουμε με μία κυκλοφορία της σειράς, μία ακόμη από τις πολλές που αναπαράγουν αυτό το είδος μουσικής. Όμως δεν είναι έτσι. Ο Turnquist κατορθώνει να διαφέρει, κατορθώνει να δείχνει αξιοζήλευτη ωριμότητα (για την ηλικία του) και να μην πλατειάζει. Μέσα από τα 5 χωρίς καθόλου φωνητικά κομμάτια του, αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει ένα από τα κορυφαία album της χρονιάς, στο συγκεκριμένο μουσικό είδος.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

WOODS - "SUN & SHADE" (2011)

Σου φτιάχνει λίγο τη διάθεση, όταν μετά από μια δύσκολη μέρα καθώς προσπαθείς να γλαρώσεις μπροστά από τον υπολογιστή, να πέφτεις τυχαία πάνω στο καινούργιο album των Woods, ιδιαίτερα αν αυτή η μπάντα από το Brooklyn είναι μία από τις αγαπημένες σου νέο-χίπικο-indie μπάντες. Και, αλήθεια, η διάθεση σου βελτιώνετε ακόμη περισσότερο όταν ακούς το Sun And Shade. Οι Woods κυκλοφορούν αβέρτα δίσκους από το 2006. Έχω κάπου χάσει το μέτρημα, μπορεί να το έχουν χάσει και οι ίδιοι, αυτό που σίγουρα όμως δεν έχει χαθεί είναι η ψυχεδέλεια στη μουσική τους και το καλό τους γούστο. Καλό γούστο που φένεται από τους δίσκους που επιλέγουν να κυκλοφορήσουν στην εταιρεία τους, τη Woodsist. Πέρσι, με το At Echo Lake, οι συμπαθείς αξύριστοι χίπουρες, έδειξαν μια διάθεση να μετατοπιστούν ελαφρώς από την βουρκωμένη lo-fi, σε κάτι λίγο πιο προσεγμένο σε ηχογράφηση και παραγωγή. Αυτό λοιπόν που περίμενες με το νέο τους πόνημα είναι να γυαλίσουν λίγο ακόμη τον ήχο τους και να συνεχίσουν τις νέο-φολκ αναζητήσεις τους, σε μια πιο τεχνική indie – προδιέγραφες, με λίγα λόγια, μία πορεία παράλληλη με αυτή των Pavement, χονδρικά δύο δεκαετίες πίσω. Περίπου, έπεσες μέσα. Περίπου. Διότι οι Woods στο Sun And Shade κάνουν μερικά ακόμη βηματάκια πιο πέρα. Ναι, ο ήχος τους έχει γίνει περισσότερο πολυεπίπεδος, τα κομμάτια έχουν δουλευτεί πιο προσεκτικά, η παραγωγή είναι πιο καθαρή και με βάθος πεδίου. Επίσης όμως, στα κομμάτια των Woods έχει παρεισφρήσει εντόνως ο μουσικός κόσμος των Beach Boys. Η δυτική ακτή, με ένα τεράστιο θαλασσινό κύμα, ηλιοκαμένο και ευδιάθετο, παρέσυρε την πλευρά της ανατολικής ακτής, που πρέσβευε ο ήχος των Woods. Το Sun And Shade λοιπόν είναι πολύ πιο pop και πολύ πιο up-tempo, πιο μαξιμαλιστικό και πιο καλοκαιρινό. Και, ταυτόχρονα, κάπου εκεί μέσα, σαν σίφουνας, εισβάλλει μια καθαρά kraut αισθητική. Κομμάτια σα το Out Of The Eye και το Sol Y Sombra, συνεχίζουν δίχως τελειωμό, σκαλωμένα στο ίδιο ψυχεδελικό μοτίβο, μια kraut παλιομοδίτικη και μονολιθική, να σε ρουφάει σα κινούμενη άμμος. Τώρα, αν μπερδεύτηκες με τη πολύ ανακατωσούρα ειδών και υφών, μάλλον αυτό ήταν το αναμενόμενο. Μάλλον σε αυτό θέλανε να καταλήξουνε οι Woods: σαν αλλοπρόσαλλοι αλχημιστές, σαν ψυχεδελικοί Δρυίδες, να ανακατέψουν στο μαγικό πολύχρωμο ζωμό τους όσα περισσότερα μουσικά ιδιώματα γουστάρουν, να τα δουλέψουν – ίσως για πρώτη φορά στη σύντομη μουσική τους παρουσία – αρκετά και να καταλήξουν στο κολλώδες απόσταγμα του Sun And Shade, που με μόνο μία φράση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ώριμοι Woods.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

D. CHARLES SPEER – “ARGHILEDES” (2011)

Αγόρασα τις προάλλες αυτό το LP, λίγο στα τυφλά, παρασυρόμενος από το ρετρό εξώφυλλο με την ελπίδα ότι πρόκειται μια σοβαρή συλλογή από παλιές ηχογραφήσεις ρεμπέτικου. Αμ δε! Πρόκειται για ένα από τα πάμπολλα project του κιθαρίστα των No Neck Blues Band, David C. Shuford, όπου βγάζει όλη την όμορφη τρέλα του για το ρεμπέτικο της κλασσικής περιόδου 1925 – 1940.Τωρα το ερώτημα είναι τι μπορεί να εμπνέουν σε ένα Αμερικανό λάτρη των σκληροτράχηλων blues και της φευγάτης psych folk ο πενιές του Βαμβακάρη; Φαίνεται, πως ο αγαπητός David έφαγε την ένεση βαθιά στην φλέβα, αφού από την άψογη τεχνική του στο μπουζούκι, τις εκτενείς μουσικολογικές αναφορές στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το LP,αλλά και την συνολική αισθητική του “Arghiledes” καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος πρέπει να πέρασε αμέτρητες ώρες χασίματος στα ρεμπέτικα. Φυσικά, συνυπολογίζοντας το μουσικό παρελθόν του στις πιο πειραματικές παρυφές της folk, θα ήταν αδύνατον να μην παίξει λιγάκι με την φόρμα ή καλύτερα τους δρόμους του ρεμπέτικου, για να το φέρει πιο κοντά στην σύγχρονη free folk. Δεν είμαι σίγουρος ότι καταφέρνει κάτι τόσο ριζοσπαστικό με την ίδια επιτυχία σε κάθε στροφή του LP, αλλά τουλάχιστον έτσι ο δίσκος ακούγεται δέκα φορές πιο ενδιαφέρον από όλη την δισκογραφία του Θ.Παπακωνσταντίνου και του Μάλαμα μαζί. Για παράδειγμα, στα οργανικά “Μarcos Cave” και “Tsamiko Hizaj” που ανοίγουν κάθε πλευρά του LP οι στακάτες πενιές του David ντύνονται από περιστασιακούς βόμβους από tape delay και φαρφισα ενώ ένα σχεδόν αντι-πανηγυρικό παίξιμο στο τουμπερλέκι προσδίνει έναν μεγαλοπρεπή αλλά και εξωτικά σκοτεινό τόνο. Παραπέρα, η προσπάθεια του να τραγουδήσει στα ελληνικά με μέτρια προφορά τον “Συνάχη” του Βαμβακάρη, στα Made in Greece αυτιά μου ακούγεται συμπαθής αλλά στο : «γκιά σου Δαβίδ με το μπουτζούκι τσου» δεν άντεξα στο να μην σκάσω στα γέλια. Αντίθετα, κρίνω άκρως επιτυχημένο τoν σχεδόν jazz τρόπο με τον οποίο λοξοδρομούν από τις ανατολίτικες κλίμακες το μαντολίνο και το κοντραμπάσο στο αυτοσχεδιαστικό "Lost Dervish”, ενώ το ουσιαστικά psych folk “Harmanis” έχει όλη την θολούρα του παλιού ρεμπέτικου τεκέ με τα αμανέδικα φωνητικά να σε βυθίζουν ακόμα πιο βαθιά στο ψυχεδελικό χαρμάνι – ένα αριστουργηματικό κομμάτι, το κορυφαίο του δίσκου. Μετά από όλα αυτά τα δύο τελευταία κομμάτια του άλμπουμ είναι μάλλον εκτός κλίματος, αφού δεν περιλαμβάνουν καθόλου μπουζουκοειδή έγχορδα. Όχι, βέβαια, ότι με χάλασε η κατακλείδα με τον τρέμολο fuzz τόνο και την ανοικτή προσέγγιση στην πεντατονική κλίμακα που σε στέλνει κατευθείαν στο Red Cross του John Fahey. Θα μπορούσα να κλείσω την παρουσίαση του Arghiledes με κάτι Αδωνικό του στυλ : «Να Κύριοι η δύναμη της ελληνικής παράδοσης. Ακόμη και ένας κουλτουριάρης μπίχλας από την Νεά Υόρκη με τα δικά μας ασχολείται», αλλά μάλλον προβληματίζομαι γιατί κανείς συμπατριώτης μου δεν θέλησε να παίξει με τόση φαντασία την παραδοσιακή φόρμα μέχρι σήμερα.

((E A R)) ((E Y E))

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

JOE McPHEE & CHRIS CORSANO – “UNDER A DOUBLE MOON” (2011)

Σε ένα πολυκαιρισμένο, κουρασμένο μουσικό ιδίωμα, όπως είναι η free jazz, είναι σπάνιο στις μέρες να βρεις κάτι τόσο φρέσκο και καθάριο όσο το αυτή η ζωντανή ηχογράφηση στο πέρασμα της περσινής περιοδείας Corsano / McPhee από το Παρίσι, πόλη που μετρά ιστορικές ηχογραφήσεις στις σκοτεινές μπουάτ της και ακόμα αγαπά αυτή την μουσική. Για τον νεαρό, αλλά πια πολύπειρο drummer, Corsano είναι , φαντάζομαι, μια πολύ σημαντική στιγμή στην όποια καριέρα του, η συνεργασία του, δηλαδή, με έναν από τους τελευταίους ζωντανούς μύθους της free jazz των 60s όπως είναι ο τεράστιος (σε ιστορία, τεχνική, και φυσικό όγκο) Mc Phee. Στο παρελθόν, στο ντουέτο του με τον Μick Flower, ο Corsano απέδειξε ότι ,με λίγη φαντασία, η free jazz μπορεί να σμίξει με την υπερβατική ψυχεδέλεια ενώ στις φρενήρεις ηχητικές αψιμαχίες του με τον Paul Flaherty, ξεπέρασε κάθε όριο ταχύτητας και έντασης. Εδώ, όμως, έχει να κάνει το τελείως φυσικό , απόλυτα ακριβές παίξιμο του McPhee που καλεί για μια άλλη, πιο ενδοσκοπική, σχεδόν πνευματική προσέγγιση στον τρόπο που αντιμετωπίζεις τη δυναμική του ήχου συνολικά. Τελικά, τα καταφέρνεινα σταθεί στο ύψος του. Στους δύο πρώτους μεγάλης διάρκειας αυτοσχεδιασμούς με γενικό τίτλο “Dark Matter” το ντουέτο έχε ήδη ξεφύγει από τα στενά όρια του ιδιώματος και πετά αγέρωχα προς νέους ορίζοντες. Έτσι, η εμφαντική διπλή επίθεση στο ξεκίνημα δίνει τη θέση της σε μια σειρά από νηφάλιες παύσεις εκ μέρους του McPhee, όπου ο Corsano γεμίζει ιδανικά τα κενά με τα πλέον ευφάνταστα χτυπήματα του, για να ξαναβρεθούν ακόμα πιο σφικτά μαζί και πάλι απ την αρχή. Μετά από αυτά τα 20 λεπτά υποδειγματικής σύγχρονης fire music, έρχεται το άμεσα συναισθηματικό “New Voices” να σε βγάλει από την εγκεφαλικό σοκ που προηγήθηκε και να σε χτυπήσει με τα ελικοειδή falsetto του κατ’ ευθείαν στην καρδία. Εδώ, ο McPhee μεγαλουργεί σε μια αυθεντική cry of jazz στιγμή. Ο Corsano, για πρώτη φορά, μοιάζει κάπως αμήχανος μπροστά στο συναισθηματικό βάθος του φέρει το σαξόφωνο του μεγάλου. Στις επόμενα δύο κομμάτια, επιστρέφουν σε στέρεους free jazz δρόμους με αυτοπεποίθηση και διάθεση για πιο στιγμιαίο αυτοσχεδιασμό , χωρίς κίνδυνο να ζαλιστούν οι σαφείς μελωδικές γραμμές που στήνει ο McPhee. Ακροβατώντας με επιτυχία ανάμεσα στην παράδοση και μέλλον το “Under A Double Moon” είναι από τα πιο απολαυστικά free jazz άλμπουμ της χρονιάς.

((E A R)) ((E Y E))

WET HAIR - "IN VOGUE SPIRIT" (2011)

Οι Shawn Reed και Ryan Garbes είναι δύο ταλαντούχοι μουσικοί, που έχουν βάλει το δακτυλάκι τους σε διάφορα project, που έχουν συνεργαστεί με αμέτρητους μουσικούς, που τρέχουν τη εταιρεία Night People (από την οποία έχουν βγει κατά καιρούς πολύ καλοί δίσκοι) και που αυτή τη στιγμή αποτελούν το δίδυμο των Wet Hair. Αυτός ο δίσκος είναι ο τρίτος στη σειρά (κυκλοφορεί από την De Stijl) και συνεχίζει από εκεί που είχαν αφήσει τον ήχο τους στα δύο προηγούμενα album τους. Τα αεικίνητα, κεντρικά μέλη μιας από τις καλύτερες μπάντες του ψυχεδελικού noise-rock στη προηγούμενη δεκαετία, τους Raccoo-oo-oon, σε αυτό το τελευταίο μουσικό τους project βαδίζουν σε πιο πολύχρωμα και λιγότερα θορυβώδη ηχητικά βοσκοτόπια. Οι Wet Hair είναι αρκούντος ψυχεδελικοί, αλλά είναι πια κυρίως kraut, κυρίως garage, κυρίως pop και με μία παλιομοδίτικη αύρα που φλερτάρει με την μοδάτη υπναγωγία. Φυσικά, ο αέρας των Raccoo-oo-oon συνεχίζει να οργώνει τον ήχο τους – αυτό το γεμάτο ψηφιδωτό ήχων και θορύβων, συνεχίζει να κατακλύζει τα κομμάτια και τις μελωδίες τους, δίνοντας στους Wet Hair μια τραχύτητα που είναι λίγο δυσεύρετη σε πολλές παρόμοιες κυκλοφορίες. Τα κομμάτια του In Vogue Spirit είναι μεγάλα σε διάρκεια, τα drums ρυθμικά και έντονα, τα πλήκτρα σε έναν αστρικό αιθέρα παραίσθησης, οι μελωδίες κυρίαρχες όσο ποτέ στον ήχο αυτών των τρελοαμερικάνων, το μπάσο πάντα σε ένα κομβικό ρόλο, τα φωνητικά θολά και χαοτικά. Και, πάνω απ’ όλα, μια καλοκαιρινή, ξέγνοιαστη και φωτεινή διάθεση διαπερνά την ατμόσφαιρα του In Vogue Spirit, κάνοντας το ένα τέλειο άκουσμα δίπλα στο ιώδιο της θάλασσας, φορώντας ένα φαρδύ χαβανέζικο πουκάμισο, σανδάλια και πολύχρωμο μαγιό, με τον ήλιο να σε βαράει στο σβέρκο και το κεφάλι κάπως βαρύ από το hangover της προηγούμενης νύχτας.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

MASTER MUSICIAN OF BUKKAKE - "TOTEM 3" (2011)

Με αυτό το δίσκο κλείνει η τριλογία των Master Musician Of Bukkake η οποία θα επιχειρούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να βρει ένα μουσικό μονοπάτι ανάμεσα στη ψυχεδελική φολκ και το μέταλ. Η συμπαθής κολεκτίβα από το Seattle, με το πικάντικο όνομα, που συνδέεται με τους Earth και τους Sun City Girls, μάλλον ξέχασε στη πορεία το στόχο αυτής της τριλογίας. Η τουλάχιστον έτσι φαίνεται ακούγοντας το τρίτο μέρος των Totem. Ένας διάχυτος μυστικισμός, ένα εθνογραφικό μωσαϊκό από σαφώς ηλεκτρισμένους, βαριούς και ψυχεδελικούς ήχους, αλλά σε καμία περίπτωση μέταλ, όπως ήταν το πρώτο μέρος της σειράς ή όπως είχα πιστέψει ότι θα ήταν τα υπόλοιπα Totem. Έστω και με αυτό τον τρόπο πάντως, το 3 αξίζει. Αξίζει για την σκοτεινή, ομιχλώδη και τελετουργική του ατμόσφαιρα, για τα επιθετικά και άκρως επιδραστικά drones, για τις κολλημένες μελωδίες του. Αξίζει για το προσεγμένα απλωμένο ψηφιδωτό τοπικών μουσικών ιδιωμάτων, που μπλέκει Αραβικούς αμανέδες, Ινδικούς ύμνους (in the twilight of kali yuga), Αφρικάνικο ρυθμικό touareg (prophecy of the white camel - namoutarre), θυσίες σε κακόβουλες θεότητες (reign of quantity and the signs of the times – patriarch of the iron age). Αξίζει για το, ακόμη μια φορά, εξαίσιο εξώφυλλο του. Αξίζει για την πολυχρωμία των ήχων, για την πληθώρα των οργάνων και τη πολύ καλή, σε εκτέλεση, πολυεπιπεδότητα των μελωδιών. Σε αντίθεση με το 1 και το 2, όπου υπήρχε κρυμμένη μία αίσθηση αυτοσχεδιασμού πάνω σε κάποια μελωδία ή ρυθμό, το 3 ακούγετε προσεγμένα δουλεμένο, κάθε ήχος και κάθε νότα έχει βρει την ακριβή του θέση, τίποτα δεν έχει αφεθεί στη θεά τύχη. Το Totem 3, από την Important!, αξίζει γιατί απλούστατα είναι ένα γαμάτο εθνορόκ, γνήσιο τέκνο της ανωμαλίας των Sun City Girls, ένα αξιοπρεπέστατο δείγμα της καλύτερης ritual folk, παγανιστικό, παραισθητικό, ρυθμικό, κάπου-κάπου ειρωνικό και σε στιγμές επικό.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

HARAPPIAN NIGHT RECORDINGS / KOMMISSAR HJULER - "6 REVIEWS IN PSYCHOPATHIC ALCHEMY / KARAWANE" (2011)

Ένα limited split LP μεταξύ του προσωπικού project μυστηριακής εθνοψυχεδιλικής κοσμοβοής του ινδού Dr Sayed Kamran Ali, Harappian Night Recordings και του 45άρη γερμανού, αστυνομικού το πρωί / το βράδυ noise αρτίστα, Kommissar Hjuler έχει την δική του άγρια ομορφιά, μες την χύμα προσέγγιση της «μουσικής» και από τους δύο. H πλευρά των Harrapian συνεχίζει στο άναρχο μοτίβο της περσινής psych τροπικής καταιγίδας "Non Euclidean Elucidation Of Shamanic Ecstacies". Έτσι, στα έξι κομμάτια που περιέχονται εδώ, ο Ali περνά από το γωνιώδες βεβιασμένο garage rock με essence ανατολής στα “Smarm Intellect” και “Asik Brew” – που χρωστούν πολλά στους πρώιμους Sun City Girls - σε πιο αφαιρετικά avant garde ηχοτόπια με μπόλικο κόκκινο βόμβο, κακοπαιγμένα σιταροειδή έγχορδα και τα γνωστά φρενήρη gamelan κρουστά κατευθείαν από την ατελείωτη συλλογή της κουζίνας του. Ευτυχώς, ο αλλόκοτος εξωτικός κόσμος των Harappian κατοικοεδρεύει μόνο στο υπερδιεργεμένο εγκέφαλο του εμπνευστή του. Και σίγουρα απολαμβάνεις ως ακροατής να ρίχνεις κλεφτές ματιές εκεί μέσα. Από την άλλη, η δεύτερη πλευρά του ντανταιστή κομισάριου δεν θα έλεγα ότι μπορείς να την απολαύσεις εύκολα. Μάλλον, ως βασανιστικά αδόμητο θα περίγραφα το εικοσάλεπτο “Karawane” με την πρωτόγονη διάρροια κραυγών, γέλιων, πνιχτών φωνών, κακαρισμάτων , τσιρίδων, ρεψιμάτων και άλλων άνευ νοήματος φωνητικών με συνοδεία σφυρικτών κλαγγών από ένα κρουστό που μάλλον είναι το κουδούνι από το ποδήλατο του Hjuler. Στα χαρτιά έχουμε να κάνουμε την απαγγελία ενός α-νόητου ποιήματος του πατέρα του ντανταισμού Hugo Ball. Στην ουσία, η art brut πρωτόλεια και ενστικτώδης προσέγγιση του Hjuler, μου ακούγεται, τελικά, σαν τα προπολεμικά field recordings του Vengopal Chari των αλλόφρονων κατοίκων της ινδικής επαρχίας Chenai με γενναίες δόσεις παλιομοδίτικου fluxus θορύβου. Τόσο «φεύγα» δηλαδή.

((harappian)) ((hjuler)) ((split))

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

JULIAN LYNCH - "TERRA" (2011)

Υπάρχει, σίγουρά, μια διπλή μουσική προσωπικότητα για το Νεοϋορκέζο Julian Lynch. Η μία κιθαριστική και παρεΐστικη, που εκφράζεται μέσα από τις μπάντες που συμμετέχει κατά καιρούς (όπως οι Real Estate) και η άλλη πιο εσωστρεφής και μελωδική, αυτή που βγαίνει μέσα από τις προσωπικές του κυκλοφορίες. Αυτό εδώ είναι το τρίτο, στη σειρά, πόνημα της δεύτερης, μετά από το συμπαθητικό, αν και κάπως αμήχανο, Orange You Glad και το εξαίσιο Mare και τα δύο από την Olde English Spelling Bee. Σε αυτές τις συνθέσεις ο Lynch μοιάζει αποκομμένος από τον πλανήτη, κλεισμένος σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο, να πειραματίζεται με ένα κάρο μουσικά όργανα και να δημιουργεί ένα εύθραυστο ποπίζον υβρίδιο τραγουδοποιίας. Οι κιθάρες έχουν την ίδια συμμετοχή με τα πνευστά (σαξόφωνο, φυσαρμόνικα, κτλ) στη δημιουργία μελωδιών, τα drums έχουν την ίδια βαρύτητα με τα διαφορών ειδών κρουστά, τα πλήκτρα αναδύονται ανά διαστήματα από το πουθενά, ο όγκος της μουσικής είναι απολύτως μαξιμαλιστικός και το αποτέλεσμα ακούγεται ολίγον παλιομοδίτικο: μέσα στα κομμάτια του Lynch κείτεται, κάπου στο βάθος, μια 70’s αισθητική. Προχωρώντας ακόμη πιο πέρα το ήχο του Mare, αυτό το ψηφιδωτό από πολλά διαφορετικά είδη, σα μια συλλογή ανάκατων και πολλές φορές αντιφατικών συνθέσεων, ο Lynch κατορθώνει στο Terra (που μας έρχεται από την Underwater Peoples) να είναι πιο συνεκτικός και πιο μαζεμένος. Το album ρέει πιο εύκολα και γενικές γραμμές ο ήχος του αποκτά μια στερεή και δομημένη ηχητική μάζα, που δύσκολα μπορείς να αγνοήσεις. Κάποια κομμάτια είναι πιο ήρεμα και συναισθηματικά, κάποια λίγο πιο ψυχεδελικά, άλλα πιο ρυθμικά και χαρούμενα, όλα όμως βρίσκονται στοιχισμένα σε μια ανοιξιάτικη, ανθισμένη και μυρωδάτη ατμόσφαιρα. Σίγουρα ένας δίσκος που διαφέρει, που έχει να δώσει κάτι ξεχωριστό και προσφέρει ένα δικό του, λιγάκι ιδιαίτερο, μουσικό στερέωμα δίχως, στην ουσία, να επεξεργάζεται κάποια νέα μουσική γλώσσα ή κάποια πρωτότυπη έμπνευση.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

BRIDGET HAYDEN - "A SIREN BLARES IN AN INDIFFERENT OCEAN" (2011)

“Είναι πολύ καλή. Συνήθως θυμίζει μια γυναικεία έκδοση του Ignatz, μα σε αυτό το δίσκο βγάζει περισσότερο θόρυβο, που σου παίρνει τα μυαλά”. Αυτές ήταν οι συστάσεις με τις οποίες προσγειώθηκε το A Siren Blares In An Indifferent Ocean στα χέρια μου, με το λιτό, μαυρόασπρο εξώφυλλο. Εκείνη τη στιγμή μου είχαν φανεί εξόχως δελεαστικές, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού μου ακούστηκαν κάπως υπερβολικές. Αφήνοντας όμως τη βελόνα να κόψει μερικές βόλτες πάνω σε αυτό το βινύλιο, αντιλήφτηκα ότι οι συστάσεις ήταν μάλλον μετριοπαθείς. Η κυρία Hayden, γνώστη και από τη συνεισφορά της ως πρώτο βιολί στη πρωτοπόρα ψυχεδελική μπάντα Vibracathedral Orchestra, το λιγότερο που σου κάνει με τα 7 χαοτικά κομμάτια, είναι να σου πάρει τα μυαλά. Το περισσότερο είναι να σε αφήσει με ένα γλυκό, παραισθητικό πονοκέφαλο για λίγες ώρες. Βάζοντας αρκετά δυνατά στο στερεοφωνικό τη limited edition κυκλοφορία της Βέλγικης K-RAA-K, ένα μονολιθικό ηχητικό τείχος σου επιτίθεται με μία υπόγεια μανία. Η ατμόσφαιρα, σκοτεινή και μαύρη, απλώνετε βαρύγδουπη πάνω από τα πολλά distortion, από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που γυροφέρνουν τα μπλουζ, από το ασήκωτο χαλί των θορύβων. Απλό και έντονα δομημένο – ακόμη και στα σημεία του αυτοσχεδιασμού – το δημιούργημα της Hayden, μοιάζει να έχει μπολιάσει τα αρπακτικά ηχοτόπια του κ.κ. Keiji Haino με τις παραμορφώσεις και τις κραυγές, με την αλλοπρόσαλλη τραγουδοποιία του Jandek. Όσο περνάει ο χρόνος πάνω στο …Ocean, νιώθεις όλο και περισσότερο εγκλωβισμένος μέσα στα επίμονα καταιγιστικά και μονότονα μοτίβα, να βουλιάζεις όλο και περισσότερο στο μαυρόασπρο – σαν το εξώφυλλο – μουσικό γαλαξία του ηλεκτρισμένου θορύβου. Η πρώτη επίσημη solo κυκλοφορία της Hayden, με τον υπέροχο τίτλο και τη λασπώδη και μπουκωμένη παράγωγη, αποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα αυθεντικό διαμάντι της ψυχεδελικής κιθαριστικής βαβούρας. Εύγε.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

CAROL ANNE McGOWAN - "SONGS FROM THE CELLAR" (2011)

Επιτέλους! Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρήκα μία φωνή υπέροχη και ιδιάζουσα – που μια απλή φολκιά μου πήρε τα μυαλά. Η μουσική μπορεί να είναι, τελικά, πολύ απλή. Απλή και μαγευτική. Μερικές φορές δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από μία ακουστική κιθάρα και μία φωνή. Από γλυκιές μελωδίες να ακομπανιάρουν την ατμοσφαιρικότητα που μπορεί να αναπτυχθεί γύρω από μια αιθέρια και πολυεπίπεδη γυναικεία φωνή. Για παράδειγμα, είναι πολλοί αυτοί που ένιωσαν κάτι περίεργο στα σωθικά τους την πρώτη φορά που άκουσαν Vashti Bunyan, Anne Briggs, Shirley Collins. Προφανώς δεν υπάρχουν συγκρίσεις – θα ήταν μια περίπου ιεροσυλία άλλωστε – μα ακούγοντας τη νεαρή αυτή Ιρλανδέζα για πρώτη φορά πριν από μερικούς μήνες σε ένα βίντεο που υπάρχει στο youtube από την ηχογράφηση αυτού του δίσκου, κόλλησα. Είπα, ωπ, εδώ είμαστε. Έμεινα να ακούσω όλο το κομμάτι μέχρι τέλους (κάτι ιδιαιτέρως σπάνιο για τη σχέση μου με το youtube) και περίμενα με αγωνία να επανακυκλοφορήσει ο δίσκος της που όταν πέρσι βγήκε σε μόλις 50 κόπιες, αποδείχτηκε πως αυτές ήταν υπερβολικά λίγες. Και δικαίως, μιας και έχουμε να κάνουμε με μία σίγουρα εκθαμβωτική λευκή μάγισσα της φολκ, με τόσες και τόσες παραπομπές στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν (Vashti Bunyan, Beth Gibbons, Karen Dalton) και με μια μελιστάλαχτη χροιά στη κελαριστή φωνή της που υφαίνει, αργά μα σταθερά, τον ιστό μέσα στον οποίο σε εγκλωβίζει. Οι μελωδίες δεν επαναλαμβάνονται, το στυλ έχει διακυμάνσεις, η ατμόσφαιρα της ηχογράφησης είναι σχεδόν στοιχειωμένη από το 400 χρόνων παλιό κελάρι κρασιών της Γερμανίας (στο οποίο πραγματοποιήθηκε), ο ρομαντισμός ξεχειλίζει, όλα μοιάζουν τέλεια και αψεγάδιαστα. Ίσως τα παραλέω, ίσως να ενθουσιάζομαι υπερβολικά με την καλή συναισθηματική φολκ και ίσως τελικά να είναι λίγο κουραστική στα αυτιά των περισσότερων, αυτή η συνεχόμενη ροή απλότητας και λιτότητας των πάντων, αλλά από την άλλη, πόσο κουραστική μπορεί να γίνει η μικρής διάρκειας εύθραυστη και αγγελική απόλαυση που σου προσφέρει το Songs From The Cellar; Κάθε έπαρση είναι δικαιολογημένη για αυτή την ελεγεία στην αμεσότητα, τη συναισθηματικότητα, την αυθεντικότητα της τραγουδοποιείας. Επιτέλους και πάλι επιτέλους! Μια τραγουδοποιός ισάξια του folk-revival των 60s…

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ASTRAL SOCIAL CLUB - "HAPPY HORSE" (2010)

Ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του “Octuplex”, την προηγούμενη κυκλοφορία των Astral Social Club, το “Happy Horse” απογειώνει αυτό το χορευτικό υβρίδιο. Ο Neil Cambell, ο ιθύνων νους των Α.S.C. και μέλος των Vibracathedral Orchestra, έχει σαν σκοπό να σας πιάσει στον ύπνο. Το όμορφο περιτύλιγμα, το κάτι σαν βετέξ, χνουδωτό και κίτρινο κάλυμμα του c.d. που κυκλοφορεί από την Ιαπωνική Happy Prince, τα πάντα συμπαθητικά και χαλαρωτικά γιαπωνέζικα, δε σε προμηνύουν ακριβώς για το εσωτερικό αυτού του album. Ένα τρομερής ενέργειας και στατικότητας techno, που προσομοιάζει ρετρό 90’s ήχο, εμβαπτισμένο σε μία εκκωφαντικών επιπέδων ψυχεδέλεια – παραμορφωμένη και θορυβώδης. Τεράστια, επικών διαστάσεων κομμάτια που σε αφήνουν με την απορία: να κουνήσω το κεφάλι μου ή να κουνήσω το κώλο μου; Αυτό ακριβώς το περίπου φιλοσοφικό ερώτημα που ενταφιάζεται στη μουσική των Astral Social Club, είναι που κάνει τη μουσική τους τόσο φοβερή. Η βαριά κιθαριστική ψυχεδέλεια, τα χαοτικά μονοπάτια θορυβωδών μοτίβων, τα επαναλαμβανόμενα θέματα στο μπάσο και το εγκεφαλικό πυροτέχνημα που εκρήγνυται στο μυαλό σου με την επιθετική ψυχεδέλεια, πιασμένη χέρι-χέρι με ένα ρυθμικό, μονολιθικό, αρχέγονο και διαπεραστικό techno, που αβίαστα μετακινεί στο ρυθμό του όλο σου το σώμα. Ένας μαξιμαλιστικός συρφετός που σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα και σου προκαλεί έναν γλυκό πονοκέφαλο. Σε κάθε κομμάτι ο χοντροκομμένος ρυθμός είναι έντονος από την αρχή μέχρι το τέλος και πάνω σε αυτά τα καταιγιστικά beat, ο Cambell χτίζει ήχους και θορύβους, σκορπάει κιθαριστικούς βόμβους και εκφυλισμένα από την παραμόρφωση ακόρντα - μα σχεδόν ποτέ κάτι που να παραπέμπει σε μελωδία. Το μόνο μελωδικό σημείο ολόκληρου το album εντοπίζεται για λίγα μόλις δευτερόλεπτα στο cloud war, το πέμπτο στη σειρά των επτά κομματιών, περίπου σαν υπενθύμιση μίας απουσίας. Προχωρώντας και εξελίσσοντας τον ήχο τους, οι Astral Social Club, ο Neil Cambell και η παρέα του από τους John Clyde-Evans, Phillip Smith, Paul Walsh, Stewart Keith, καταλήγουν ωριμάζοντας να αντιπροσωπεύουν επάξια τον τίτλο του project. Ναι, αυτή το κοσμικό και επίπεδο ηχητικό τείχος, αυτή η αστρική ψυχεδέλεια, με τρεις λέξεις θα χαρακτηριζόταν σαν astral social club. Υπέροχο και απολαυστικό – σίγουρα δεν γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο και σίγουρα δεν πρόκειται να ξεχάσεις γρήγορα την μετάγευση που σου αφήνει.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

CYCLOBE - "WOUNDED GALAXIES TAP AT THE WINDOW" (2010)

Το “Wounded Galaxies Tap at the Window” είναι, απλά, ένα δισκογραφικό αριστούργημα. Μια τέλεια καλλιτεχνική σύλληψη σε όλα τα επίπεδα. Οι σουρεαλιστικά μυστικιστικοί τίτλοι των κομματιών, το φανταστικό εξώφυλλο και βέβαια το υπέροχο μουσικό περιεχόμενο του LP συνθέτουν ένα μοναδικό έργο σκοτεινής μουσικής μυθοπλασίας. Φυσικά, το “Wounded Galaxies Tap at the Window” δεν θα μπορούσε να μην δημιουργηθεί από τους κ.κ. Ossian Brown και Steven Thrower, αμφότεροι εναπομείναντα μέλη των αρχόντων του Μαγικού ‘Ηχου – των αθάνατων Coil δηλαδή. Το άλμπουμ είναι μάλιστα, αφιερωμένο στον αποθανόντα τρελο-ποιητή Jhon Balance και κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν φύγει και ο ιδιοφυής μουσικός αρχιτέκτων Peter Christopherson. Οι ομοιότητες μεταξύ πεθαμένων Coil και των ζωντανών Cyclobe είναι τόσες που δεν έχει νόημα να τις απαριθμήσω. Σίγουρα, το εν λόγω LP θα μπορούσε να κυκλοφορήσει με το όνομα Coil στο εξώφυλλο και θα μιλάγαμε για ένα ακόμη σκοτεινό διαμάντι τους. Φαίνεται ότι οι Brown και Thrower με την δεκαετή συμμετοχή τους στις ζωντανές εμφανίσεις του group στιγματίστηκαν καλλιτεχνικά πολύ βαθιά από την φιλοσοφία των Christopherson/ Balance. Κατ ένα τρόπο, πήραν ανεπίσημα το χρίσμα να εξελίξουν αυτή την παγανιστικά ζοφερή μουσική αισθητική που με τα χρόνια τελειοποίησαν οι Coil. Και δεν θα μιλούσα με τόση σιγουριά για τις ικανότητα των Cyclobe να σηκώσουν αυτό το βάρος, εάν δε με έπειθε 100% το μουσικό περιεχόμενο του δίσκου : Το εναρκτήριο “How Acla Disappeared from Earth” καταφέρνει μέσα σε 4 τρία λεπτά από την αιθέρια drone εισαγωγή να σε μπάσει στο ερεβώδες περιβάλλον του δίσκου με την εισαγωγή όλο και πιο άβολων ήχων. Το “The Woods Are Alive With The Smell Of His Coming” που καλύπτει την υπόλοιπη πρώτη πλευρά, είναι ένα μυσταγωγικό 17λεπτό έπος. Νυκτερινές folk μελωδίες διαπλέκονται με ορχηστρικών διαστάσεων έγχορδα και ακαθόριστα κακοφωνικούς ήχους πάνω σε ένα υποχθόνιο και εξωτικό, συνάμα, ρυθμικό στρώμα από kalimba που είναι τελείως Coil και διατρέχει όλη την σύνθεση. Απόλυτα ανατριχιαστικό. Στην δεύτερη πλευρά, το δελεαστικό ελλειπτικό droning σε συνδυασμό με τον περιπαικτικό σκοπό στο hurdy gurdy περιγράφεται χαρακτηριστικά από τους ίδιους “We’ll Witness the Resurrection of Dead Butterflies” και μάλλον κάτι τέτοιο οραματίζομαι και εγώ. Στη συνέχεια, έρχεται η αφηγηματική βινιέτα “Sleeper” κτισμένη γύρω από το ένα απλό μοτίβο στο πιάνο και τα ερμαφρόδιτά φωνητικά του Βrown που συνεχώς σε κυκλώνουν μέχρι να ξεσπάσει μια ακόμη σφοδρή synth drone καταιγίδα. To κλείσιμο με το ομώνυμο κομμάτι είναι και πάλι αποστομωτικό με τα σύνθια να επιδίδονται, θαρρείς αυτόβουλα, σε εκστατικούς κοσμικούς σπασμούς. Αντί επιλόγου προσθέτω μια πολύ συνεκτική περιγραφή του άλμπουμ από τους ίδιους τους Cyclobe “ Wounded Galaxies Tap at the Window is a baroque, startling and endlessly surprising record that brims over with imagination and humour, restraint and grandeur. Ancient and modern, teeming with life, riven by decay, it’s a very fulfilling album and the shape of remarkable things to come.” Αν όλα αυτά δεν σας έχουν πείσει για να παραγγείλετε ΤΩΡΑ το LP, τότε κατεβάστε το, ακούστε το με το πάσο σας …και κλάψτε όταν σε κάνα μήνα θα είναι παντού deleted.
((E A R)) ((E Y E))

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

RICHARD YOUNGS SIMON WICKHAM SMITH - "KRETINMUZAK" (1993) / ILK - "ZENITH"

Ο Richard Youngs είναι number one στα περισσότερα ποσταρίσματα του blog μας, όποτε δίκαια θα λέγαμε πως είναι από τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Για να το πω κι αλλιώς , είμαστε τελειωμένοι fans του – πρεζάκια για οτιδήποτε φέρει την υπογραφή του. Έτσι, όταν βρέθηκαν στον δρόμο μου δύο σχετικά άγνωστες κυκλοφορίες του από τα 90s, δεν ολιγώρησα και τις άρπαξα αμέσως, χωρίς να το ψάξω εάν είναι καλές.
Η αλήθεια είναι ότι το ηχογραφημένο στο μακρινό 1993 “Kretinmuzak” μαζί με τον κολλητό του Simon Wickham - Smith είναι από τα χειρότερα άλμπουμ που μπορεί να βρει κανείς με το όνομα Youngs τυπωμένο, αλλά την ίδια στιγμή και από τα πιο ποικιλόμορφα που έχει συμμετάσχει. Από τον χιουμοριστικό τίτλο, μέχρι τα αδελφικά παιχνιδίσματα των δύο σπυριάρηδων συντελεστών σε ένα ηλιόλουστο πάρκο, όπως βλέπουμε στο εξώφυλλο, καταλαβαίνεις ότι μια γερή δόση εφηβικού αυνανισμού σε περιμένει. Και έτσι είναι, αφού οι πιτσιρικάδες εδώ Youngs – Wickham Smith έχοντας μια μικρή εμπειρία του τι εστί avant garde από την συμμετοχή τους στην θρυλική αυτοσχεδιαστική κολεκτίβα The A Band, αποφασίζουν να ηχογραφήσουν οποιαδήποτε μουσική ιδέα τους έρθει στο κεφάλι, με αποτέλεσμα το “Kretinmuzak” να είναι αυτό ακριβώς : οριακά αδιάφορη πειραματική μουσική από δύο μικρούς κρετίνους. Μιλάμε για τον ορισμό του «ότι-να-ναι». Από 10λεπτη casio tribal eleψtronica, έως exotica νεοψυχεδέλια με ινδιάνικα πνευστά με μια στάση σε τυμπανικούς αυτοσχεδιασμούς. Μέσα στον αχταρμά ξεχώρισα τρία μόλις κομμάτια απλώς αξιοπρεπή : το 12λεπτο synth drone χάσιμο “The Proof Of The Point” που άνετα θα στεκόταν σε μια σύγχρονη hypnagogic κασσετοκυκλοφορία, το όμορφο noise drone με βιολί του “Beached” και το φωνακλάδικο art punk του “Nice”. Οι επόμενες κυκλοφορίες του ζεύγους Wickham – Smith / Youngs θα είναι σαφώς πιο ώριμες και ποιοτικές από αυτήν. Ακούστε, για παράδειγμα, το βατό avant rock του “Pulse of the Rooster” για κάτι ποιοτικό απ’ αυτούς. Τι να κάνουμε, την φάση της «καφρίλας» όλοι την περνάμε…
Στην συνεργασία με τον άλλον κολλητό του Andrew Payne υπό το όνομα Ilk, o Υoungs έχει την ευκαιρία να διερευνήσει μια εντελώς διαφορετική πτυχή του ταλέντου . Παρουσιάζει έναν μουσικό προσωπείο μακριά από το εσωτερικό free folk που έχουν οι ηχογραφήσεις του για την Jagjaguar. Αντίθετα, αυτός και ο Payne ακούγονται παθιασμένοι για τον, παρεξηγημένο από πολλούς, κλασσικό 70ς art / prog rock ήχο και όλη την επικολυρική αισθητική του. Η σύλληψη του concept για το ντεμπούτο του σχήματος “Zenith” γεννήθηκε στο μυαλό του Youngs καθώς περπατούσε για ώρες στην δυτική ακτή της Σκωτίας το καλοκαίρι του 1997. Μάλλον το μεγαλειώδες του τοπίου ενέπνευσε και το μεγαλόπνοο μουσικό εγχείρημα που προσπαθούν να υλοποιήσουν οι Ilk εδώ. Ο όρος prog rock, μάλιστα, είναι περιοριστικός για να χωρέσει τους ανοικτούς ορίζοντες που διαγράφονται από το βιρτουόζε keyboard σόλο και τις ανυψωτικές πενιές στην κλασσική κιθάρα στο αριστουργηματικό 17λεπτο εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι, αλλά και σε όλο ουσιαστικά το άλμπουμ. Όπως, και με τη brit folk , έτσι και με το brit prog ο Υoungs έχει το όραμα και την διάθεση να το ανανεώσει με την είσοδο τόσο εκλεκτικών επιρροών από το παρελθόν – πιο κοντά στους πολύ ιδιαίτερους Marillion παρά στις φανφάρες των Υes - όσο και δικών του ιδιοσυγκρασιακών στοιχείων, όπως είναι το σχεδόν drone βάθος στα πλήκτρα και τα σήμα καταθέν μινορε ακόρντα στην κιθάρα. Φυσικά, αυτό που πάντοτε σε συνεπαίρνει είναι η άσπιλη μελωδικότητα της φωνής του. Το κρίμα είναι ότι για κάποιο λόγο στο “Zenith” τα φωνητικά είναι λίγο θαμμένα στην μίξη και έτσι δεν τα χαιρόμαστε τόσο. Ίσως μια μικρή έλλειψη αυτοπεποίθησης εκ μέρους του εδώ ; Όπως κι αν έχει αυτό θα διορθωθεί στο ακόμα πιο επιτυχημένο “Canticle” ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Απ την άλλη, μόνο που αποπειράθηκε να αναστήσει με τέτοιο τρόπο ένα δεινοσαυρικό μουσικό είδος, για τους περισσότερους, στα 90s του αξίζει ένα μεγάλο μπράβο. Όσο για τις μετά “Canticle” κυκλοφορίες των Ιlk, τις αναζητώ μανιωδώς!.

((ZENITH)) ((KRETINMUZAK)) ((E Y E))