Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

CHARLATAN - "ISOLATARIUM" (2012)

Εκεί που έψαχνα τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς (με ανοιγμένες καμιά εικοσαριά σελίδες στο firefox) σκόνταψα πάνω σε αυτή την καινούργια κυκλοφορία από την Type, που προφανώς δεν πρόλαβε να μπει σε καμία λίστα – τα γνωστά αδικοχαμένα album του Δεκέμβρη. Ο τσαρλατάνος εδώ είναι ο Brad Rose, ένας από τους υπευθύνους της Digitalis, που ίσως τον έχετε ακουστά από το άλλο προσωπικό του project, το The North Sea. Και τα καταφέρνει μια χαρά. 5 μεγάλης διάρκειας κομμάτια, χαοτικά και ψυχεδελικά, μπλεγμένα σε ηλεκτρονικούς ήχους, άλλοτε minimal και άλλοτε maximal, με κοφτούς techno ρυθμούς και ταυτόχρονα ιδιαιτέρως ambient και κλειστοφοβικό που προορίζεται για μοναχικές ακροάσεις, όπως φανερώνει και ο τίτλος του. Η εξέλιξη των κομματιών είναι αρκετά αργή, όσο αργή χρειάζεται τέλος πάντων για να σε ρουφήξει στο μηχανικό και ψυχρό τους περιβάλλον. Χρησιμοποιώντας σαν βάση κάποιες λούπες που θυμίζουν έντονα τα παλιομοδίτικα μπιμπλίκια των 80’s – και ακόμη πιο έντονα κάποιες ηχογραφήσεις του John Carpenter – ο Rose χτίζει τα κομμάτια του με διάφορους ήχους που άλλοτε δομούν μια υπόνοια μελωδίας και άλλοτε αποτελούν σκέτους θορύβους πλάθοντας με αυτό τον τρόπο μια αρκετά σκοτεινή και παγωμένη ατμόσφαιρα που πότε οδεύει προς το glitch, πότε προς το noise και πότε προς την hypnagogic pop – με άλλα λόγια όσο εξελίσσετε ο δίσκος, τόσο πιο απρόβλεπτός γίνεται, δίχως να χάνει τον ambient χαρακτήρα του, χοροπηδώντας συνεχώς πάνω από τα όρια του κιτς, του memorabilia και της ψυχεδέλειας. Φέρνει στο νου τις ηχογραφήσεις των The North Sea, όπως επίσης και την Raster-Noton, τον Robert Hood και τον Actress. Μόνο πράμα που δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω είναι το εξώφυλλο – κάποιος συμβολισμός που δεν πιάνω ίσως και σίγουρα παράταιρο με τον ήχο του δίσκου.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

DIVORCE - "DIVORCE" (2012)

Είχα κατεβάσει αυτό το album εδώ και κάνα μήνα, είχε μπει στον ειδικό φάκελο με αυτά που δεν έχω ακούσει ακόμα, άγνωστο γιατί το προσπερνούσα συνεχώς δίχως να του δώσω μία ευκαιρία. Κακώς. Το εξώφυλλο μπορεί να είναι λίγο αποκρουστικό και κομματάκι αηδιαστικό, η μουσική επίσης, μα αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Ίσα-ίσα όταν αυτή η αηδία συνδυάζεται με καταιγιστικό punk γεμάτο ενέργεια, στις παρυφές του post-metal, με ένα βρώμικο καιασταμάτητο θόρυβο, η λέξη αηδία είναι μάλλον κομπλιμέντο. Αυτός είναι ο πρώτος δίσκος της τετραμελούς μπάντας από την Γλασκώβη, πόλης φημισμένης για τα τυχαία μαχαιρώματα στους δρόμους, την Celtic, την τρελή υγρασία, τα ναρκωτικά, την ατμοσφαιρική της ρύπανση και, φυσικά, για την μουσική της σκηνή. Σκηνή που κάθε τόσο μας χαρίζει και από ένα θορυβώδη και παλαβό δίσκο, από κάποια σαλεμένη και αγριεμένη μπάντα. Ετούτη εδώ είναι άκρως μαξιμαλιστική με τον ήχο, βάζουν οι άτιμοι ένα κάρο πράγματα μέσα σε κάθε κομμάτι, το μπουκώνουν στο θόρυβο, το τραβάνε σε χρόνο, με διάφορες αλλαγές στις μελωδίες ή τους ρυθμούς – ολίγον progressive με δύο λόγια – το αποτέλεσμα γοητευτικά γλιτσιασμένο. Οι αναφορές των Divorce είναι δεδομένες και ολοφάνερες: MrBungle, The Fall, Boredoms – όλη η καλή πλευρά της κακής μουσικής παιδείας. Αν είναι κάτι το εξαιρετικά ιδιαίτερο; Μάλλον όχι. Μάλλον δεν φτάνουν σε επίπεδα πρωτοτυπίας όπως οι Lightning Bolt στις αρχές τους, για παράδειγμα – όμως η δυναμική του ήχου τους σε παρασέρνει, η ενέργεια που βγάζουν σε απορροφάει, σε πολλά σημεία οι ρυθμοί σε διαπερνούν, τα φωνητικά – ουρλιαχτά για την ακρίβεια – σε κρατάνε στη τσίτα και επίσης ο τρόπος με τον οποίο δένουν όλα τα στοιχειά που περιέχει το κάθε κομμάτι, είναι αξιοπρόσεκτος. Κοντολογίς, από τα καλύτερα του είδους που έχω ακούσει για φέτος, αν και υπάρχουν αρκετά ακόμη στον ειδικό φάκελο, ποιος ξέρει τι άλλο καλό έχω προσπεράσει ελαφρά τη καρδία.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

THE ONE ENSEMBLE - "ORIOLE" (2012) / NICK MOTT - "THE VISITORS" (2012)



Υποθέτω τυχαία, κυκλοφόρησαν μες το φθινόπωρο από ένα άλμπουμ δύο μέλη των Volcano The Bear με τα side projects τους. Έτσι, ο λάτρης του oriental folk Daniel Padden με το σχήμα του One Ensemble βάλθηκε να παντρέψει το δυτικό avant folk του με την βαλκανική ορχηστρική μουσική ενώ ο Nick Μοtt σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση αποφάσισε να χαθεί σε ambient δρόμους που καίνε.

 Το “Oriele” των One Ensemble δεν διακρίνεται για κάποια πρωτοποριακή τομή όπως το πανέμορφα δυσαρμονικό “Other Thunders” του 2009. Από την άλλη, σφύζει από μπρίο και φρεσκάδα που απορρέει από την αγάπη των μελών του project για την πανηγυρικών διαστάσεων μουσική της ανατολικής Ευρώπης. Στη πρώτη πλευρά του LP χρησιμοποιούν την ανυψωτική δύναμη του βιολιού, του τρομπονιού και του αρκοντεόν για να μεταφέρουν με τρόπο πειστικά αποκαλυπτικό τις ψυχεδελικές εικόνες που περιγράφει ο Padden με την λεπτή αλλά ένρινη φωνή του. Παρακάτω , μπάντα να εκτελεί με τρομερή δεινότητα το folk fusion υλικό και η ένταση ανεβαίνει πιο ψηλά με ανατολίτικες μελωδίες να τραβιούνται σε πιο psych μονοπάτια, δημιουργώντας όλο και πιο περίπλοκες γέφυρες μεταξύ του μουσικού κόσμου των τσιγγάνων και του βρετανικού μπλοκ του free folk underground. Στην δεύτερη πλευρά, σε μια έξυπνη ντρίμπλα, οι One Emsemble καταπιάνονται με δύο διασκευές : στο απλοϊκά ιδιοφυές χορτοφαγικό μανιφέστο του Moondog “Pigmy Pigs” και στο sea shanty του βρετανού folk τροβαδούρου Cyril Tawney. Kαι τα δύο ψυχεδελο-βαλκανοποιούνται με εξαιρετικό στυλ. Τελικά, το LP κλείνει με το εμβατηριακό ομώνυμο κομμάτι όπου τα αργόσυρτα doom riffs στα βιολιά και οι λοιποί μεσαιωνισμοί κορυφώνονται με την είσοδο μιας ψεύδο-γεωργιανής χορωδίας για ένα ραψωδικό φινάλε. Κι αν όλα αυτά σας θύμισαν μια λίγο πιο free εκδοχή των μαστόρων του balkan folk rock Α Hawk and A Hawksaw, έχετε μια πολύ καλή εικόνα για το που κινείται το One Ensemble του Padden πλέον.

 Aν, τώρα, το “Oriole” είναι μια από τις καλές post-folk κυκλοφορίες της χρονιάς, το “Visitors” του Mott, δύσκολα θα το βρείτε στις λίστες τύπου “best ambient 2012”. Χωρίς να είναι μια μέτρια κυκλοφορία αισθάνομαι ότι μακριά από τις οργανικές jazz / folk προσθήκες που χρησιμοποιεί στους VTB, o Mott κάπου δεν έχει τη σπιρτάδα ενός Tim Goss, τα βίτσια του Christopherson ή την ωμότητα του Lascalleet για να φτιάξει ένα πραγματικά ενδιαφέρον άλμπουμ που να ανανεώνει την αγαπημενη μου βρετανική avant / experimental electronica σκηνή. Στην πρώτη πλευρά λούπες από θόρυβο κασσέτας, τραβηγμένες μελωδίες από βιολιά, αναλογικά μπλιμ-μπλομ από synths και keyboards υπόκεινται σε ένα ελαφρύ ηλεκτρονικό μανιπουλάρισμα και παρουσιάζονται σε γραμμική σειρά σε μια σουρεαλιστική αφήγηση που θυμίζει Nurse With Wound, χωρίς όμως την ανώμαλη εκκεντρικότητα του Stapleton. Στην δεύτερη πλευρά, χρησιμοποιούνται αλλοιωμένα φωνητικά με echo προσπαθώντας, νομίζω, να δημιουργήσουν την απόκοσμη ατμόσφαιρα του Ghedalia Tazartes, αλλά και πάλι στερούνται μεγάλου βάθους και έμπνευσης. Κοντολογίς, κατ ‘ εμέ , όπως και το άνευρο τελευταίο άλμπουμ των Volcano The Bear, το “Visitors” χωρίς να υπολείπεται αντικειμενικά σε ποιότητα από τους συμπατριώτες φίλους τους πάσχει τελικά από έναν περιοριστικό φορμαλισμό.

((E A R))
((E A R))
((E Y E))
((E Y E))

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

GATE - "DAMNED REVOLUTIONS" (2012)

Ο προηγούμενος προσωπικός δίσκος του κιθαρίστα των Dead C, το Republic Of Sadness, ήταν για μένα ότι καλύτερο είχα ακούσει το 2010 – όποτε, καταλαβαίνεται, αύτη εδώ η κριτική δεν μπορεί να είναι και πολύ αντικειμενική. Άρχισα να ακούω λοιπόν με μεγάλες προσδοκίες το Damned Revolutions (αν μη τι άλλο, οι δίσκοι του M. Morley έχουν εμπνευσμένους τίτλους), που αποτελείτε από δύο μόλις κομμάτια, εικοσάλεπτης και βάλε διάρκειας. Και τι κομμάτια! Από την αρχή σε κοπανάει ένα τείχος πυκνού noise-drone, που βγάζει σπίθες από τον πολύ ηλεκτρισμό και, όπως πάντα συμβαίνει με τον Morley, αυτός ο θόρυβος εμπεριέχει ένα πρωτόλειο μάγμα μελωδιών που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται μέχρι να σου πάρει το κεφάλι. Επιστροφή στον κλασσικό ήχο των Gate δηλαδή, κλείνοντας την παρένθεση του προηγούμενου album που τα κομμάτια ήταν πιο μικρά, πιο εύηχα, πιο ευκολοχώνευτα, με ρυθμικές λούπες και απαλές μελωδίες. Εδώ τα πράγματα είναι ξερά και μονότονα, με το επίπεδο της έντασης εκκωφαντικό από την αρχή έως το τέλος. Το πρώτο κομμάτι είναι πιο συγκεντρωμένο από το δεύτερο, πιο αφαιρετικό και δομημένο, με έναν κυματιστό ρυθμό που φλερτάρει με τα μπλουζ, ενώ το δεύτερο, πιο επιθετικό και βάναυσο – ένας διαολεμένος αυτοσχεδιασμός που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό – και που σε αυτό, τον διαολεμένο αυτοσχεδιασμό δηλαδή, μαζί με τον Keiji Haino είναι πολλά επίπεδα πάνω από οποιονδήποτε άλλο έχω ακούσει, ήταν είναι και θα είναι, με δυο λόγια, οι καλύτεροι που υπάρχουν στην πιάτσα.
Το Damned Revolutions προορίζεται μόνο για τους λάτρεις του Morley, τόσο μονοδιάστατο που δεν αφήνει περιθώρια, είναι από τους δίσκους που είτε τους λατρεύεις, είτε σε αφήνουν εντελώς αδιάφορο. Αν και πολλοί noise-drone δίσκοι κυκλοφορούν κατά καιρούς, η παγωμένη μονολιθικότητα του Morley, αυτός ο ιδιαίτερος ήχος της Νεοζηλανδικής σκηνής και η αμεσότητα του θορύβου που έχει, είτε στα προσωπικά του album είτε στους Dead C, τον κάνουν ένα είδος μόνο του και, φυσικά, αυτό τον δίσκο ένα αριστούργημα. Μόνη μου μικρή παρατήρηση είναι πως το Damned Revolutions μοιάζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο δίσκο των Gate με τα πιο πρόσφατα πονήματα των Dead C, με την απουσία απλώς των υπόλοιπων – κάπου μπλέκεται το πράμα και κάπου χάνεται η διαφορετικότητα – σίγα το ωά, θα μου πείτε, από την στιγμή που ο δίσκος κεντάει, τα υπόλοιπα είναι οδοντόπαστες.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

PELT - "EFFIGY" (2012)
















Το νέο και πολυαναμενόμενο άλμπουμ της folk / drone κολεκτίβας από τηVirginia μπορεί να σημαδεύεται από την πρόσφατη απώλεια του πρώην κιθαρίστα και κολλητού τους Jack Rose, αλλά ταυτόχρονα ακούγεται σαν ένα από τα πιο προσβάσιμα της εικοσαετούς δισκογραφίας τους. Περίπου σαν το εύπεπτο και παιχνιδιάρικο αριστούργημα τους “Pearls From The River”, το “Effigy” διακρίνεται για την αρμονική σύμπλευση των διάφορων οργανικών ήχων που χρησιμοποιούν οι Pelt, καθώς και για το εξωστρεφές και άκρως εξπρεσιονιστικό ύφος του. Στην πραγματικότητα, εδώ οι Pelt καταθέτουν για μια άλλη φορά το ηχητικό τους στίγμα, μόνο που, ίσως και λόγο της μεγάλης ανάπαυλας που έπρεπε να κάνουν, ακούγονται πιο συγκεντρωμένοι και αποφασισμένοι να ξεζουμίσουν από κάθε κομμάτι την αληθινή ψυχή του. Έτσι, το εναρκτήριο και ασφαλώς ιδιαίτερα αφιερωμένο “Of Jack’s Darbari” με τον συνδυασμό των υπερήφανων δοξαριών από τα βιολιά και των κυκλωτικό βόμβο στο υπόβαθρο αποτελεί τελικά όχι μια θρηνητική λιτανεία αλλά ένα πανηγυρικό δοξασμό του πνεύματος του Rose. Παρακάτω, στο εύθυμο “Wings of Dirt” παντρεύουν το Appalachian old-timey folk μοτίβο στο μπάντζο και το βιολί με ένα περιπαικτικό, ινδικής προελεύσεως, ρυθμό στις τάμπλες φθάνοντας τελικά σε μια Henry Flynt on LSD κορύφωση. Στο 22λεπτο “Ashes of A Photograph” καλύπτουν περίτεχνα με ένα οργανικά δυναμικό και αιθέριο drone πέπλο τις αισθήσεις και σε καλούν να περιπλανηθείς σε ένα ψυχεδελικό κόσμο όπου ο La Monte Young μεταφέρει το dream house του από τη Νέα Υόρκη στο μέσο ενός πυκνού δάσους στις κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ και έχει τον Τοny Conrad στο πρώτο βιολί. Παράλληλα, σε αυτό το μεγάλης διάρκειας άλμπουμ οι Pelt δε διστάζουν να πειραματιστούν με πιο πρωτόγνωρες φόρμες για αυτούς όπως στο μοχθηρό “Spikes and Ties” με τις αιχμηρές κωδωνοκρουσίες των singing bowls ακι το βουίζων αρμόνιο και στο ατμοσφαιρικό “Last Toast Before Capsizing” με το κρουστικό παίξιμο στο πιάνο, τα συντριπτικά κύμβαλα και αυτήν την αίσθηση της ηρεμίας πριν τη καταιγίδα. Συνολικά, κρίνοντας από την υψηλή ποιότητα και των υπόλοιπων κομματιών του άλμπουμ, οι Pelt εδραιώνουν τη περίοπτη θέση τους στον σύγχρονο drone / noise/ folk χάρτη, ως ένα σύνολο που καταφέρνει να συνταιριάξει μοναδικά το πνεύμα του προπολεμικού american primitive folk με την ευρύτερη πολιτιστική ηχώ της μουσικής των american natives ινδιάνων και την γνήσια meditation μουσική της Ινδίας και της μέσης ανατολής.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

MICHAEL CHAPMAN & THE WOODPILES - "NATCH 7" (2012)

Αν είστε από αυτούς που διαβάζουν τις σημειώσεις και τα ψιλά γράμματα στο πίσω μέρος των δίσκων, τότε σίγουρα θα έχετε πέσει πολλές φόρες πάνω στο Black Dirt Studio – που από το 2005 που λειτουργεί, έχει φιλοξενήσει τις ηχογραφήσεις αρκετών αξιόλογων μουσικών (Peaking Lights, Jack Rose, Hototogisu, για παράδειγμα).
Στο studio που ανήκει στον Jason Meagher, μέλος των No Neck Blues Band, έχει ξεκινήσει από τις αρχές του έτους ένα πολύ ενδιαφέρον project. Ονομάζεται NATCH – είναι μια σειρά από sessions που κυκλοφορούν δωρεάν στο διαδίκτυο, στα οποία γνωστοί μουσικοί μαζεύονται και ηχογραφούν, χοντρικά ότι τους κατέβει, από διασκευές μέχρι αυτοσχεδιασμούς, πλήρως ελεύθεροι να δοκιμάσουν οτιδήποτε δεν έχουν δοκιμάσει στα album τους. Το αποτέλεσμα, τις περισσότερες φόρες, είναι από αξιόλογο εώς άψογο. Και πώς να μην είναι άλλωστε, αφού σε αυτά τα sessions, συμμετέχουν ταλαντούχοι μουσικοί που έχουν χαράξει ιδιαίτερες πορείες με τις κυκλοφορίες τους. Ενδεικτικά σημειώνω τους Dave Shuford, Stellar Om Source, Aaron Moore, Tom Carter, Michael Evans.
Αφορμή για την αναφορά εδώ σε αυτή τη σειρά αποτελεί το έβδομο μέρος της, το οποίο τιτλοφορείται ως Michael Chapman and The Woodpiles – όπου σαν Woodpiles συνοψίζονται οι Steve Gunn, Marc Orleans, Jimy SeiTang, και Nathan Bowles, μια περίπου dream team στην αμερικανική folk σκηνή του σήμερα. Το NATCH 7 λοιπόν είναι όσο blues χρειάζεται, όσο folk πρέπει, περιέχει μια πολύ καλή διασκευή του Deportee του Woodie Gurthie (κομμάτι που φέτος το ξανασυναντάμε μετά από την διασκευή του Mike Cooper – και μισό αιώνα μετά παραμένει επίκαιρο) και η ηχογράφηση τελειώνει με ένα επικό 12λεπτό κομμάτι, ψυχεδελικό και παλιομοδίτικο, λίγο 60s και λίγο 70s, λίγο soul και αρκετά blues που σου παίρνει τα μυαλά. Άμα έχετε χρόνο, μπείτε στο tumblr όπου υπάρχουν όλες οι ηχογραφήσεις NATCH, φωτογραφικό υλικό και βίντεο, ακούστε τα προηγούμενα έξι sessions, αξίζουν και αυτά, πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη, από πλευράς ποιότητας, σειρά και ήδη ανυπομονώ να ακούσω το όγδοο μέρος, με τους Loren Connors και Bill Orcutt – κάτι μου λέει ότι θα είναι κορυφαίο…

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

BROTHERS UNCONNECTED - "UNROCK THE HOUSE" (2012)

ΠΡΟΣΟΧΗ! Μην ακούσετε αυτό το album. Άλλωστε δεν είναι καν album, μια ζωντανή ηχογράφηση μόνο, στα όρια του bootleg – ένα απλό ντοκουμέντο. Οι ανατριχιαστικές φήμες για όσους τόλμησαν την ακρόαση, πολλαπλασιάζονται καθημερινά.
Αν και ακόμη δεν έχουν δοθεί στην δημοσιότητα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την πραγματική υπόσταση αυτών των εικασιών, πολλοί λένε πως ο πρώτος που έβαλε αυτό τον διπλό δίσκο στο στερεοφωνικό του, παράτησε τα πάντα και έτρεξε στη Μιανμάρ για να βρει ένα χαμένο προ χιλιετιών θησαυρό. Κάποιος άλλος φιλόμουσος καταλήφθηκε από αμόκ, μπήκε σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα και άρχισε να γρονθοκοπεί όποιον ακαδημαϊκό έβρισκε μπροστά του. Μια νεαρή κοπέλα είχε εξαφανιστεί για λίγες μέρες, πριν εμφανιστεί ξανά – άγνωστο πως – στην έρημο Gobi. Η ίδια ισχυρίζεται πως απήχθη από φιλικούς εξωγήινους που την κρατούσαν φυλακισμένη στο ίδιο κελί με την Marilyn Monroe, τον Elvis Presley και τον πραγματικό Richard Nixon (όχι τον σωσία του που έγινε πρόεδρος). Ένας έφηβος άρχισε να γράφει έναν ονειροκρίτη με ορνιθοσκαλίσματα που, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε πως αποτελούν χαρακτήρες ενός μη αποκρυπτογραφημένου αλφαβήτου μιας εδώ και αιώνες νεκρής γλώσσας. Επιστήμονες ανά τον κόσμο, αν και διατείνονται πως όλες αυτές οι φήμες κινούνται προς ώρας στην σφαίρα της φαντασίας, πιέζουν ώστε η πώληση αυτού του δίσκου να συνοδεύεται από ειδικές σημάνσεις, παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν στα πακέτα των τσιγάρων (είναι εθιστικός μην τον ακούσετε, προκαλεί αργό και επώδυνο θάνατο, κτλ).
Εξάλλου γιατί να τον ακούσετε; Εντάξει έχει πολλά από τα στοιχεία της μαύρης μαγείας που χρησιμοποίησαν οι Sun City Girls για να γίνουν διάσημοι και να επηρεάσουν πλήθος νέων μουσικών της ανεξάρτητης σκηνής – τις ξεκούρδιστες κιθάρες, τους ατελείωτους μονολόγους, το σουρεαλιστικό χιούμορ, τις ανατολίτικες κλίμακες και τις συνθέσεις παρωδία της σύγχρονης μουσικής και αν και λείπει ο ηλεκτρικός ήχος των αυθεντικών εκτελέσεων και, προφανώς, τα drums, ο συγχρονισμός των δύο αδερφών είναι τόσο τέλειος που στα περισσότερα κομμάτια υπάρχει η αίσθηση ότι παίζει μία μόνο κιθάρα και όχι δύο – πράγματα του διαβόλου βέβαια. Επαναλαμβάνω. Προσοχή! Μην κάνετε το λάθος και τον ακούσετε. Κινδυνεύετε από αλλοπρόσαλλα οράματα, ανεξέλεγκτους οργασμούς, εφιάλτες, ψυχεδελικά παιδικά τραύματα, αλλοίωση της πραγματικότητας, νικοτινολατρεία.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

FUSHITSUSHA - "MABUSHII ITAZURA NA INORI" (2012)












Αυτός είναι δεύτερος δίσκος-φωτιά που ξεπέταξε μέσα στο 2012 ο κύριος Haino μαζί με τους Chiyo Kamekawa (μπάσο) και Ryosuke Kiyasu (drums) ως οι νέοι Fushitsusha. Κι αν κρίνω από την χημεία και τον οίστρο που διαπνέει το trio μπορεί να δούμε και τρίτη κυκλοφορία μες το 2012. Αν ,τώρα, συνυπολογίσουμε και τις ηχογραφήσεις του Haino με του O’Rourke και Ambarchi νωρίτερα φέτος, συμπεράνουμε πως ο εξηντάρης και βάλε μέγας σαολίν της ηλεκτρικής κιθάρας βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα στα γεράματα. Κάτι σαν τον Henrik Larsson όταν πήγε στην μπαρτσελόνα.

 Το υλικό που περιλαμβάνει το νέο πόνημα του ακριβοθώρητου trio είναι ακόμη πιο βαθύ, απρόβλεπτο και jazzy από το προηγούμενο “Hikari to Nazukeyo”, το οποίο έκλινε προς έναν οξύ, επιθετικό no wave / captain beefheart ήχο γεμάτο γωνίες και με σαφή rock βάση. Εδώ, ο Haino ακούγεται τελείως απελευθερωμένος και έτοιμος να καθοδηγήσει τους άλλους δύο σε ένα σεμινάριο free rock έκφρασης που, ναι, για μένα πιάνει τα δυσθεώρητα ύψη του “Pathetique” και του “Origin's Hesitation”. To πρώτο 5λέπτο κομμάτι είναι μια από τις πλέον λυρικές στιγμές των Fushitsusha με ένα συνεχές λεπτό κιθαριστικό πέπλο και μια πυκνή μπασογραμμή να στήνουν ένα ατμοσφαιρικό υπόβαθρο για απλώσει ο Haino είναι ευγενικό, λυρικό φωνητικό αυτοσχεδιασμό που μοιάζει μια άτυπη μοναχική προσευχή που περιπλανιέται στο αχανές σύμπαν. Από το επόμενο κομμάτι το αιθέριο σκηνικό αλλάζει βίαια σε ένα φουρτουνιασμένο άναρχο post-blues rock που έχει στόχο να εκφράσει τα πιο καλά κρυμμένα αισθήματα και εικόνες του νου και της ψυχής. Το rythm section επιδίδεται σε μια τρομερής ελαστικότητας και ακρίβειας άσκηση αντισυμβατικής jazz rock που χωρίς φανφάρες αλλά με την γνωστή ιαπωνική λιτότητα αφήνουν το κατάλληλο χώρο στον Haino να σιγοψιθυρίσει, άλλοτε να τραγουδήσει και άλλοτε να βροντοφωνάξει τους λακωνικούς του στίχους με τη θεατρικότητα που έχουμε συνηθίσει. Σίγουρα, μπορεί να μην καταβαίνεις γρί από τα ακατάληπτα ιαπωνικά του, αλλά η σοβαρότητα του ύφους, το πολυεπίπεδο της εκτέλεσης και εμβριθές της έκφρασης σε μαγνητίζουν όσο ο καλός (πριν το 2000) ιαπωνικός κινηματογράφος έστω κι αν δεν διαβάζεις τους υπότιτλους. (Σε αυτό το σημείο να πω, βέβαια, ότι θα εξυπηρετούσε μια μετάφραση των στίχων από τον ειδικό περί ιαπωνικών, Alan Cummings, αλλά ποιος με ακούει τώρα εμένα). Όσο για την κιθαριστική απόδοση του μάστορα, για μια ακόμη φορά είναι αποστομωτικός. Λιτές, κοφτές πενιές, στριφνά και άτονα τσιγκελωτά θραύσματα που βουτούν από την αχαλίνωτη εκφραστική ένταση στην εσωτερική σιωπή και τούμπλαλιν, σε μια μοναδική εγκεφαλική διαχείριση του ηχητικού κενού και του ηχητικού χάους που πατά πάνω στην γιαπωνέζικη παράδοση για την αντιθετική δύναμη του “Ma”, της σιωπής δηλαδή σε καίρια σημεία της μουσικής σύνθεσης. Έτσι, με την ασυνήθιστη για μας τους δυτικούς φαινομενική δυσαρμονία και μη μελωδικότητα, οι Fushitsusha φθάνουν δια της πλαγίας οδού και πάλι σε ένα psych / noise / free rock αποτέλεσμα που δεν έχει όμοιο του παγκοσμίως και ούτε θα έχει.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

THE BIG EYES FAMILY PLAYERS & FRIENDS - "FOLK SONGS II" (2012)

Θεωρητικά, αυτό το album αποτελεί τη συνέχεια του Folk Songs που είχε κυκλοφορήσει πριν από τρία χρόνια, όπου οι The Big Eyes Family Players είχαν βοηθήσει τον James Yorkston να διασκευάσει μερικά παλιά folk κομμάτια. Βέβαια αυτό το album μόνο τύποις μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του πρώτου Folk Songs, μιας και εδώ η μπάντα από το Sheffield έχει τον πρώτο και μοναδικό λόγο στην ενορχήστρωση του. Επίσης, ούτε album ακριβώς μπορεί να χαρακτηριστεί, από την πλευρά της συνοχής, αφού σε κάθε κομμάτι υπάρχει μια ξεχωριστή συμμετοχή στα φωνητικά από την ανεξάντλητη σύγχρονη μουσική σκηνή του είδους στην Βρετανία. Ο δίσκος πλησιάζει τα όρια της συλλογής, με τους The Big Eyes Family Players να καταφέρνουν άψογα να αλλάζουν το μουσικό τους ύφος, όσο χρειάζεται κάθε φόρα, για να ταιριάζει απόλυτα στα εκάστοτε φωνητικά των κομματιών – χωρίς φυσικά ο δίσκος να είναι τόσο ασύνδετος όσο μια συλλογή. Με δυο λόγια καθώς τα κομμάτια κυλούν δημιουργείται η αίσθηση πως η μπάντα έχει κατορθώσει να ακροβατήσει στη λεπτή γραμμή του συνόλου και της μονάδας και ταυτόχρονα να πατάει με σιγουριά ανάμεσα στη συμβατική απόδοση των κομματιών αυτών, θυμίζοντας αρκετά 60’s και 70’s και σε πειραματικούς ιδιωματισμούς, με drones, αφαιρετικές μελωδίες ή πολυεπιπέδα περάσματα με το αποτέλεσμα να είναι από την αρχή μέχρι το τέλος αρκετά καλό. Όσο για τις συμμετοχές που υπάρχουν στα φωνητικά, έχουμε κάτι σαν dream team της folk σκηνής, που μετά από αυτή των 70’s είναι η πιο παραγωγική και η πιο ποιοτική που έχουν βγάλει τα βρετανικά νησιά. Alasdair Roberts, Sharron Kraus, Elle Osborne, Adrian Crowley και προφανώς James Yorkston – έτσι για να αναφέρω μερικούς.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

HLADOWSKI & JOYNES - "THE WILD WILD BERRY" (2012)

Το περσυνό album του C Joynes, (Congo) περιέργως δεν στολίστηκε με διθυραμβικές κριτικές, όπως του άρμοζε για την αρτιότητα της neo-folk ψυχεδέλειας που περιείχε και την εντυπωσιακή συνοχή και μελωδικότητα που το χαρακτήριζε. Με αυτή τη φετινή του κυκλοφορία μας δίνει μια ευκαιρία να επανορθώσουμε. Τη Hladowski, τώρα, με τη νεραϊδίσια φωνή, την είχα αφήσει σε ένα αξιομνημόνευτο 10”, το High High Nest, πίσω το 2008, που απ’ όσο ξέρω δεν ακολουθήθηκε από κάποια άλλη δισκογραφική δουλειά.
Η συνεργασία αυτών των δύο μας δίνει ένα ξεχωριστό album για φέτος. Ναι, το The Wild Wild Berry θυμίζει πολύ το ρεύμα αναβίωσης της folk μουσικής που άνθισε στη Βρετανία τη δεκαετία του ’60 – πάρα πολύ, για την ακρίβεια. Ο δίσκος απαρτίζεται από έντεκα παραδοσιακά κομμάτια, δοσμένα με τον ιδιαίτερο τρόπο αυτών των δύο. Με την αμεσότητα, δηλαδή, την καθαρότητα των μελωδίων και τον αρκετά ογκώδη, αλλά ταυτόχρονα λιτό, ήχο του C Joynes και την γλυκιά και γεμάτη ηχοχρώματα φωνή της Hladowski. Εύθραυστο, ρομαντικό και απέριττο, το περιεχόμενο του δίσκου με το πανέμορφο εξώφυλλο, δεν κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο, δεν υπάρχουν κομμάτια που περνούν απαρατήρητα, δεν διακρίνεται καμία προσπάθεια να αντιγραφούν κάποιες από τις μυθικές μουσικές μορφές του συγκεκριμένου είδους – φέρνει στο νου πολλούς, αλλά κανέναν συγκεκριμένα. Καταφέρνει δηλαδή να έχει την δική του εκφραστικότητα – δίχως να έχει κάποιο νεοτερισμό ή να προσπαθεί να μπολιάσει κάτι καινούργιο. Και καταφέρνει να σε βυθίσει στον έντονα λυρικό και ατμοσφαιρικό κόσμο αυτού του είδους. Σίγουρα, μπορεί να γοητεύσει όποιον συμπαθεί έστω και ελάχιστα την Βρετανική folk ή με άλλα λόγια, αν αυτός ο δίσκος είχε βγει πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, θα είχε πιθανότατα μπει σε όλους τους καταλόγους με τους καλύτερους δίσκους του Folk – Revival.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

KEY OF SHAME - "THRENODY FOR MARCUS JUNIUS BRUTUS" (2012)















Μετά το πολύ καλό drone / psych / noise που εκτοξεύει σε επιληπτικό ρυθμό ως Decimus, ο πολυπράγμων Pat Murano (μέλος των No –Neck Blues Band και των K. Salvatore) μένει στον αφρό της μοντέρνας avant noise και αυτόν τον μήνα με την κυκλοφορία του νέου του project – συνεργασία με τον κιθαρίστα των Sightings, Mark Morgan. O ήχος που ξερνούν βδελυρώς ως Key of Shame στο εν λόγω LP είναι ένας φόρος τιμής στο πρώιμο σκοτεινό χαοτικό industrial τύπου Throbbing Gristle / Coil, αλλά και ταυτόχρονα μια προβολή αυτών των γκρίζων ηχοχρωμάτων σε ένα πιο φανταχτερό ψυχεδελικό καμβά. Στην πρώτη πλευρά του LP o Morgan επιδίδεται στο γνωστό από τους Sightings ξερό, γρατζουνιστό ξύσιμο της κιθάρας του παράγοντας ένα αλλοιωμένο ηλεκτρικό βόμβο που κοντράρει συνεχώς τις εξώκοσμες, ψυχοδραστικές λούπες του Murano. Έτσι, η πρώτη πλευρά όσο τεχνητά αφιλόξενη ηχητικά κι αν είναι ορθώνει ένα σκληρό, μπετονένιο concrete οικοδόμημα υψηλής μεταμοντέρνας noise αισθητικής. Στην δεύτερη πλευρά, οι γραμμές μεταξύ των δύο πλησιάζουν περισσότερο τονικά και η διάθεση τους μοιάζει να είναι να «ταξιδέψουν» παρά να ενοχλήσουν τον ακροατή. Με μαεστρία οι post-techno /industrial βρόγχοι στο ξεκίνημα λειώνουν οργανικά σε μια πηκτή ambient drone λάβα, που καταπίνει με την βουλιμική μη-στατικότητα της κάθε διάθεση για άσκοπες και περιττές περιπλανήσεις σε χλιαρά και άστοχα «ambient» αβαθή ηχοτόπια -αναμασήματα που μας σερβίρουν άλλοι όχι τόσο ευφάνταστοι δημιουργοί όσο οι δύο ταλαντούχοι new Yorkers. Ελπίζω να με συγχωρέσει ο Tzomborgha, αλλά μαζί με τα soundtracks των Cyclobe που θα βρείτε εδώ, αυτή η μεταμοντέρνα θρηνωδία για την ιστορικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Βρούτου αποτελούν ότι πιο καλοδουλεμένο άκουσα τον τελευταίο καιρό από την drone / industrial σκηνή.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

ASTRAL SOCIAL CLUB - "MAGIC SMILE" (2012)

Ο παραγωγικότατος Neil Cambell μας προσφέρει ένα ακόμη album της υβριδικής pop-techno-noise μουσικής του με αυτή την κυκλοφορία από την Ιαπωνική WonderYou. Το Magic Smile ξαφνιάζει λίγο στην αρχή: απουσιάζουν οι ευθύβολοι noise παροξυσμοί, κυριαρχεί το έντονο, ρυθμικό και πρωτόλειο beat και υποβόσκει μια ευχάριστη μελωδία καθώς διάφοροι ήχοι, από σειρήνες περιπολικών μέχρι φωνές παιδιών, εισβάλουν στο αρκετά εύθυμο μουσικό πανηγύρι. Όλα αυτά στα πρώτα λεπτά – και λίγο πριν αναρωτηθείς μήπως έχεις κάνεις λάθος και ακούς κάτι άλλο, εισβάλλει, επιτέλους, κυριαρχικά ένας παχύς και επιβλητικός θόρυβος που πετάει τα πάντα σε δεύτερο επίπεδο και ησυχάζεις – όχι, δεν έχεις κάνεις λάθος ακούς Astral Social Club. Σε αυτό το δίσκο ο Cambell εμπλουτίζει αρκετά το μονοδιάστατο ύφος που είχαν οι περισσότερες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του. Σαφώς και κυριαρχούν τα μονολιθικά και παλιομοδίτικα beat, που καταλήγουν να φέρνουν στο νου Kraut καταστάσεις με την ψυχεδέλεια που βγάζουν και σαφώς και οι θόρυβοι που παρεμβάλλονται είναι επιθετικοί, βίαιοι και απροσπέλαστοι. Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω. Ίσως το φλερτάρισμα με την υπναγωγική pop (ιδίως στο 2ο κομμάτι) που παραπέμπει στους φουτουριστικούς ήχους της δεκαετίας του ’80, ίσως τα διάφορα field-recordings που εμβόλιμα και φαινομενικά δίχως κάποιο νόημα, μπαίνουν μέσα στην μονοκόμματη αστρική-ψυχεδέλεια που μας έχει συνηθίσει, ίσως οι αιθέριες μελωδίες – πιο έντονες από ποτέ άλλοτε στις ηχογραφήσεις του, ίσως η πιο δομημένη εξέλιξη των κομματιών, από την ξερή παράθεση θορύβων και beats που είχαν οι προηγούμενες κυκλοφορίες του, ίσως όλα αυτά μαζί περιπλέκονται και απογειώνουν τον δίσκο σε αυτό που φανερώνει ο τίτλος του: Magic Smile – μια εύθυμη και ανάλαφρη διάθεση εκχέεται σε κάθε κομμάτι, ανακατεύεται με την βαριά ψυχεδέλεια και το post-industrial ψηφιδωτό των ρυθμών για να καταλήξει σε ένα δίσκο που σίγουρα αξίζει προσοχής.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

MICHAEL HURLEY - "BACK HOME WITH DRIFTING WOODS" (2012)

Ότι πρέπει για τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού και τις τελευταίες νύχτες πριν αρχίσουν τα ζόρια του φθινοπώρου. Αυτός ο δίσκος είναι κάτι σαν ιστορικό ντοκουμέντο μιας και πρόκειται για κάποια από τα πρώτα κομμάτια που ηχογράφησε ο Hurley, το μακρινό 1964 – από το υλικό των sessions μέσα από τα οποία προέκυψε το First Songs, ο πρώτος δίσκος του ξεχωριστού αυτού τραγουδοποιού. Η φωνή του λοιπόν είναι ακόμη άγουρη, νεανική, περίπου κανονική (περά από κάποια προσεγμένα φάλτσα), χωρίς τις κραυγές και τις φωνές που τον έκαναν γνωστό αρκετά μετά και αποτέλεσαν το χαρακτηριστικό του μουσικού του κόσμου – ενός κόσμου ιδιότυπου, αυθεντικού και ειλικρινούς.
Στα 23 του χρόνια, με την ακουστική του κιθάρα, μια φυσαρμόνικα και την υψίτονη φωνή του, ο Hurley ανοίγει την αυλαία πίσω από την οποία ξεδιπλώνεται - μέσα από τους στίχους - ο μοναχικός και γεμάτος συμβολισμούς γαλαξίας της λίγο ξεκούρδιστης κιθάρας, των λίγο παράταιρων ακόρντων, των ατελών μελωδιών και των υπνωτιστικών ρυθμών. Η προσέγγιση του Hurley μοιάζει περισσότερο με αυτήν των πρώιμων μπλουζ: τότε που κατάκοποι, μεγάλοι σε ηλικία μαύροι γρατζούνιζαν την κιθάρα δίχως να χολοσκάνε για την τεχνική ή την αρτιότητα του αποτελεσμάτων, βγάζοντας πηγαία και χωρίς φιλτράρισμα τα εσώψυχα τους. Φυσικά ο Hurley ούτε μαύρος είναι, ούτε μεγάλος σε ηλικία – σε αυτές τις ηχογραφήσεις τουλάχιστον. Παρόλα αυτά ο γυμνός του ήχος, η επίπεδη φωνή του και το πάθος που ξεχειλίζει στα λόγια και στην κιθάρα του καταφέρνουν να πλάσουν κομμάτια εξίσου άμεσα και διαπεραστικά, που αν και δύστροπα στο αυτί, μπορούν άνετα να τρυπώσουν μέσα σου και να σε υποχρεώσουν να ακούσεις ξανά και ξανά αυτόν τον δίσκο. Με άλλα λόγια το ταλέντο και η αξία του μεγάλου αυτού μουσικού, είναι αναγνωρίσιμα από τα πρώτα κιόλας κομμάτια που έγραψε στο studio – άσχετο αν μέχρι την δεκαετία του ’80 είχε μείνει πλήρως στην αφάνεια και από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισε, επιτέλους, να γίνεται κάπως γνωστός, για να αποκτήσει σίγα-σιγά την θέση που του ανήκει στο μουσικό στερέωμα. Αυτήν δηλαδή ενός γνήσιου, αξιόλογου και αρκετά επιδραστικού εκπροσώπου της ανεξάντλητης, Αμερικάνικης Folk.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

HANGEDUP & TONY CONRAD - "TRANSIT OF VENUS" (2012)

Για τον Tony Conrad, δεν χρειάζεται να πω κάτι. Είναι ο πατριάρχης της drone, μία μυθική μορφή, πολυτάλαντος και πολυπράγμων, που έχει αφήσει το δικό του στίγμα στην ιστορία της μουσικής. Τους Hangedup ομολογώ πως τους είχα ξεχάσει. Μία από τις μπάντες της Constellation που είχε ξεπηδήσει στα ντουζένια του post-rock και είχε βγάλει τρεις δίσκους, ο ένας εκ των οποίων (Kicker in Tow) μου έχει μείνει σαν ένας από τους καλύτερους της όλης σκηνής, μα μετά εξαφανίστηκαν, χάθηκαν, δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ακόμη σαν σχήμα και όταν έβαλα να ακούσω αυτή τη συνεργασία δεν είχα πολύ μεγάλες προσδοκίες, είχα την εντύπωση πως θα ήταν ένας καλός αυτοσχεδιασμός και τίποτα περισσότερο. Έσφαλα, βέβαια.
Από το πρώτο λεπτό αυτός ο δίσκος σε υποχρεώνει να παρατήσεις οτιδήποτε κάνεις και να μείνεις κολλημένος στα ηχεία. Τα μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια είναι άκρως ψυχεδελικά, βίαια, με τους ρυθμούς να εναλλάσσονται στα drums και τους θορύβους να εισβάλλον σε διαφορετικά επίπεδα, που επικάθονται το ένα πάνω στο άλλο και μετατρέπονται όσο περνάει η ώρα σ’ ένα παραισθητικό και σχεδόν μελωδικό θόρυβο. Είναι τέτοια η ενέργεια που ξεχύνεται από τα drums του Eric Craven, που θαρρείς πως τα κοπανάει με μίσος, φτιάχνοντας βρόγχους από κροταλίσματα και ρυθμικά ξεσπάσματα και είναι τέτοια η δυναμική και η ορμή των drones που χτίζουν ο Conrad με τη Gen Heistek που σε αφήνουν περίπου παράλυτο και με ανοιχτό το στόμα. Το κάθε κομμάτι, απελευθερωμένο από κάθε είδους φόρμα, με μία σχεδόν punk ηχητική αισθητική είναι έντονα επιθετικό, με τους θορύβους και τον ρυθμό να ακολουθούν μια καταιγιστική πορεία. Στο σύνολο του το Transit Of Venus έχει μια πηγαία ένταση, μια έρπουσα μαυρίλα και σε ανατριχιάζει με την ζωντάνια του ήχου – θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα live album ή για να το πω καλύτερα, αν δυναμώσεις την ένταση παρασύρεσαι και νομίζεις πως οι τρείς μουσικοί βρίσκονται κάπου στην άκρη του δωματίου σου. Τέλειο soundtrack για την κατάπτωση της αστικότητας, βάλτε το στα ακουστικά και κάντε μια βόλτα στην Κυψέλη. Θα ανακαλύψετε την απόλαυση που κρύβει η αποσύνθεση.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ON A STEADY DIET OF HASH, BREAD & SALT: COMPILATION WITH COVERS ON REBETIKA (2012)


    Rebetika, a truly underground music created at the beginning of the 20th century, was, in its preamble form, the music vehicle to express a culture bumbling under a constantly changing society – a culture based on drugs, haunted by poverty. Unfortunately, in its birth land Greece, Rebetika was transformed through the decades, became soft and gradually deteriorated to a stupid folklore music consumed by the neogreek unmusical masses and tourists alike. For us, early 20s – late 30s Rebetika represents the rawest, purest and yet finest form of Greek folk music ever recorded. We regard this music as lyrically powerful, sentimentally resourceful and musically chaste as the blues.
    Driven by our homage to it, this compilation tries to throw bridges between the dusty old roads of Rebetika and the shiny new twisty alleys, paved by the free form music pioneers of nowadays. As fanatic spectators we frequently hear the past couple of years, musicians from the scene declaring their love and respect for Rebetika and at the same time more and more compilations with original tracks from 78rpm recordings comes to surface. The interest is growing. So we thought this is the right moment to invite musicians to delve into the roads of Rebetika and come up with a fresh, if not radical, reinterpretation of their own.
    We sent three originals to each one and to our surprise, most people reacted positively and either picked one of the three songs to cover or preferred another one they believed more fitting. And even more surprisingly, the actual cover songs the musicians sent us back are of the best quality and wide variety we could hope for. From passionate heartfelt true-to-the-form takes, to completely improvised or fusion attempts to noise rock deconstructions, every contribution sounds vital and captivating. Our humble hope that you will download and enjoy this compilation as much as we did and our wildest dream is that this could set fire to new generations of fearless Rebetika explorers both in our land and abroad.


T R A C K L I S T :

01. Daniel Padden - "Adinatisa O Kaymenos"
02. Nettle - "Black Eyes"
03. Costa and Nero - "Rast'e Tou Teke"
04. D Charles Speer - "Aman Yiala Yiala"
05. Andy Moor / Yannis Kyriakides - "Touto To Kalokeraki (This Summer)"
06. Steve Gunn - "Trouba"
07. Ignatz - "Stin Ypoga"
08. Sam Shalabi - "Rebetikaud"
09. CWK Joynes & Son Ensemble feat. William Sathya - "23 Minore Mane"
10. Amen Dunes - "Sousta Politiki"
11. Free Piece of Tape - "Burning School"
12. Astral Social Club - "Efoumernam Ena Vradi"
13. Plankton Wat - "Hash Smugglers Blues"
14. Mike Cooper & Viv Corringham - "New Rembetika/14"
15. Caligine - "Με Πιάνουνε Ζαλάδες"


The compilation is free and you can hear it here:
[BANDCAMP] - [FMA]
Or you can download it from:
[MEDIAFIRE] - [FILECLOUD] - [SENDSPACE]

On Track 1 Alex South plays clarinet & bass clarinet. Mastering by Emma Peel. Cover by McPan.

Tracks 1,6,7,8,15 originally by A.Kostis
tracks 5,11 by Kostis Bezos
track 2 by Rosa Eskenazy
track 3 by Jack Gregory
track 4 is traditional
track 9 by Stratos Pajioumdzis
track 10 by Antonis Dalgas
track 12 by Markos Vamvakaris
track 14 by Sotiria Bellou.


Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

TWO WINGS - "LOVE'S SPRING" (2012)
















Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που αποθέωνα σε αυτές τις σελίδες τις εξώκοσμες φωνητικές ιδιότητες της μικρής αλεπουδίτσας από τη Γλασκώβη Hanna Tuulikki, όταν με έχει ξετρελάνει με το αιθέριο avant folk του σχήματος της Nalle. ‘Εκτοτε, την απόλαυσα στις συμμετοχές στις ανατολίτικο folk project Family Elan και περίμενα με κρυφή αγωνία το επόμενο της βήμα. Και να σου ξεπετάγεται ένα άλλο σχήμα, οι Two Wings, όπου η Tuulikki συνεργάζεται με τον κιθαρίστα Ben Reynolds, μέλος των εταίρων folk rockers Trembling Bells έως το κορυφαίο τους κατ’ εμέ “Carbeth”. Η πληροφόρηση που είχα πριν ακούσω το “Love’s Spring” ήταν ότι πρόκειται για το πιο προσγειωμένο, εύπεπτο και συμβατικό ήχο που έχει βγάλει η Τuulikki και η αλήθεια είναι πως αρχικά απογοητεύτηκα λιγάκι από την ροκάδικη americana κατεύθυνση του άλμπουμ. Με τέτοια ιδιαίτερα, σπλαχνικά χλιμιντριστά φωνητικά που μόνο σε μεγάλες ντίβες του βρετανικής εγκεφαλικής pop συναντάς, όπως είναι η Siouxie και η Kate Bush, αισθάνομαι ότι η αυτοπεριορίζεται σε αυτό το σχήμα στο ρόλο της βατής – όσο είναι δυνατόν βέβαια –ερμηνεύτριας.

Από την άλλη, το άλμπουμ είναι καλοδουλεμένο και πραγματικά γλυκόπιοτο. Στο ξεκίνημα του, ξελογιάζεσαι από το πιο φευγάτο τραγούδι του το “Eikon”. Η μελωδική γραμμή ξετυλίγεται με περίτεχνους ελιγμούς , καθώς η Tulliki τραγουδά τσιριχτά σαν να βρίσκεται στο μέσον ενός ερωτικού αναβρασμού που δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει. Ακούγεται ξεμυαλισμένα εφηβική, ζωώδης, ποθητή ίσως απειλητική και σίγουρα όχι γλυκανάλατη. Από το δεύτερο κομμάτι και πέρα αυτό το ελευθέρας βοσκής πλάσμα μπαίνει σιγά-σιγά σε ένα όμορφα σμιλεμένο folk rock καλούπι. Σαφώς μπάντα του Reynolds είναι μια καλοκουρδισμένη country folk μηχανή με αναφορές στους πατέρες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ακούς ισόποσα και τις όμορφες slide κιθάρες των Band αλλά και τους πιο brit folk βουκολισμούς των Fairport Convention. Μάλιστα, στην πιο prog στιγμή του άλμπουμ ,το 9λέπτο ομώνυμο ,η βασική μελωδία στο φλάουτο παραπέμπει κατευθείαν στους Incredible String Band. Οι στίχοι πραγματεύονται, φυσικά, τον έρωτα και τα παρελκόμενα του και έτσι ακροβατώντας ανάμεσα στις γλυκές μπαλάντες , τις παραπονιάρικες bluesy κιθάρες, τα ορχηστρικά ξεσπάσματα και τις φωνητικές εκπλήξεις εκ μέρους της Tuulikki το αποτέλεσμα είναι ένα μεστό folk rock που ακούς με ευχαρίστηση. Ελπίζω, μόνο, πάνω στο πιο «εμπορικό» άνοιγμα της Tuuliki εδώ να μην έχει εγκαταλειφθεί η υπόθεση Nalle.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

V/A - "DABKE: SOUNDS OF THE SYRIAN HOURAN" (2012)


Dabke, αν το κατάλαβα καλά, σημαίνει κάτι σαν στέκεσαι στα πόδια σου και πρόκειται για ένα χορό από μαντραχαλάδες πιασμένους από τους ώμους, να χοροπηδάνε σαν κατσίκια, με τον μπροστάρη να κρατάει συνήθως ένα μαντίλι και να αυτοσχεδιάζει σε κινήσεις. Κάτι σας φέρνουν στο νου όλα αυτά, ε; Μόνο που στη Μέση Ανατολή αυτός ο χορός δεν είναι αποτέλεσμα μιας λίγο γλυκανάλατης και λίγο αδιάφορης, αν όχι εκνευριστικής, μουσικής, αλλά της ίσως πιο δυνατής και γεμάτης ενέργεια μουσικής του πλανήτη. Ο κύριος Mark Gergis, από την Sublime Frequencies, ο άνθρωπος στον οποίο οφείλει την φήμη του εκτός Συρίας ο Οmar Souleyman, ηχογράφησε Dabke κομμάτια από εφτά γάμους και μας τα προσφέρει σε αυτή την απογειωτική συλλογή. Οι ρυθμοί είναι, το λιγότερο, καταιγιστικοί, τα σόλο στα πνευστά ασταμάτητα, τα φωνητικά χαοτικά και γεμάτα κραυγές και echo, η τεστοστερόνη ξεχειλίζει από κάθε νότα, ντέφια, νταούλια και όλα τα λοιπά παραφερνάλια που στοιχειοθετούν ένα αυθεντικό πανηγύρι στην ανατολική μεσόγειο, βρίσκονται εδώ με τέτοια ένταση που δεν σου αφήνουν επιλογή παρά να τα ακολουθήσεις στο ασυγκράτητο παραισθητικό τριπάκι τους – πρόκειται για 40 λεπτά που ο ρυθμός παραμένει αμείωτος σε κάθε δευτερόλεπτο και παραμένει αποστομωτικά σκαρφαλωμένος σε μια τρελή κορύφωση ταχύτητας. Αν σας αρέσει ο Omar, σίγουρα θα σας αρέσει και αυτή η συλλογή. Αν πάλι δεν έχετε συμφιλιωθεί με τον ανατολίτη που κρύβεται μέσα σας, αν νομίζεται ότι χορευτική μουσική σημαίνει μόνο μπιτάκια, μπλιπλίκια ή γρήγορες κιθάρες, μάλλον δεν θα σας παρασύρει η ψυχεδελική ορμή αυτών των κομματιών – εσείς χάνεται.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

EYVIND KANG - "THE NARROW GARDEN" (2012)















Η πρώτη μου επαφή με τη δουλειά του ασιατικής καταγωγής καναδού συνθέτη και πολύοργανίστα ήταν τα έντονα γήινα drones και τα εξωπραγματικά φωνητικά που αναδείχτηκαν στο περσινό υπέροχο “Visible Breath”. Με είχε εντυπωσιάσει επαγγελματική, άψογη αισθητικά προσέγγιση που πρόδιδε την avant garde μουσική του παιδεία, χωρίς να ακούγεται κλινικός ή κλισέ. Βοηθητικός μέλος των Secret Thiefs και των Master Musicians Of Bukkake, o Kang γνωρίζει πώς να αλατίζει μια στενή και άνοστη μουσική «παρτιτούρας» με τις απαραίτητες τζούρες ατονικής μη κανονικότητας και φαινομενικά αντικρουόμενων στοιχείων. Για την ώρα, το magnum opus του είναι το “Narrow Garden” , ένα άλμπουμ που βρίθει από φρέσκιες ιδέες για το τι είναι η παραδοσιακή μουσική και πως πρέπει αυτή να ενορχηστρώνεται σε ένα νέο-κλασσικό ύφος. Είναι αξιοθαύμαστο πως καταφέρνει να κινείται τόσο ελεύθερα μεταξύ της Ευρωπαϊκής και της Ανατολίτικης κλασσικής μουσικής, προτείνοντας μια νέα μουσική, που τρεφόμενη από τις παραφωνίες της, δημιουργεί μια πρωτόγνωρο ηχητικό αναβρασμό. Η έμπνευση του προέρχεται από τη λυρική ερωτική ποίηση του Μεσαίωνα και από τις αρχαίες μουσικές κλίμακες της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής . Με ένα τρόπο εσωτερικό δικό του, μέσα σε 37 λεπτά στήνει ένα πνευματικό ταξίδι που σε πάει πίσω σε μακρινές εποχές στοιχειωμένες από προαιώνιους μύθους . Σαν ένα soundtrack δηλαδή, για την πλέον φευγάτη ταινία εποχής που κανείς από το Hollywood δεν έχει την φαντασία να σκηνοθετήσει. Έτσι, το εναρκτήριο “Forest Sama’i” και το “Invisus Natalis” που κλείνει αντίστοιχα το άλμπουμ με τα παιχνιδιάρικα, ερωτογενή πνευστά τους και τους λάγνους ανατολίτικους ρυθμούς σε μεταφέρουν στο μέσον του πιο παραζαλισμένου εξωτικού πανηγυριού. Βέβαια, αυτά έρχονται σε προκλητική αντίστιξη με τα “Usnea” και το ομώνυμο στο μέσο του άλμπουμ όπου σχεδόν noise αρμονικές των εγχόρδων σε πετούν αίφνης στο μέσον της πιο αφιλόξενης και αχανούς ηχητικής στέπας. Από την άλλη, τα μελοποιημένα ποιήματα “Pure Nothing” και “Mineralia” με την αγγελική φωνή της Jessika Kenney ξεδιψούν τα αυτιά σου σαν το γάργαρο νερό μιας ερημικής όασης. Αυτά και άλλα σοφά κρυμμένα μουσικά μυστηριώδη καθιστούν τον στενωπό κήπο του Kang ένα μουσικό επίγειο παράδεισο για όσους επιλέξουν να περιπλανηθούν άδολα μέσα σα αυτόν.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

SIR RICHARD BISHOP - "INTERMEZZO" (2011)

Περσινή κυκλοφορία σε περιορισμένες κόπιες, που πέρασε κάπως απαρατήρητη και τελικά βρήκε στέγη στη Mego και με λίγο mastering και διαφορετικό εξώφυλλο θα επανακυκλοφορήσει με όλες τις δόξες στα τέλη του μήνα. Ο μεγάλος Sir του fingerpicking, η μυθική πλέον φιγούρα του avant- folk, μαζεύει σε αυτό το δίσκο ένα μεγάλου εύρους δείγμα από την μουσική που αντιπροσωπεύει, με τον ιδιαίτερο πάντα τρόπο που την προσεγγίζει και το μοναδικό ύφος που την εκφράζει. Έχουμε λοιπόν το τεράστιο Inner Redoubt, ένα υπνωτιστικό raga που απλώνεται σιγά-σιγά με μαγευτικούς αυτοσχεδιασμούς εξ ολοκλήρου στην ακουστική κιθάρα, τα Molasses και Dhumavati, που η ηλεκτρική κιθάρα, απέριττη και νωχελική, αργοκινείται αέρινα πάνω σε μπλουζ ιδιωματισμούς, το Hump Tulip, παλιομοδίτικο, ευδιάθετο και λίγο τζαζ, το Dance Of The Cedars, όπου εισβάλουν κρουστά και αρκετές κιθάρες για να συνθέσουν μια ρυθμική, ορχηστρική ινδική παραζάλη, το Reversionary Tactics και το Cranial Trap, όπου απογυμνώνονται ρυθμοί και μελωδίες, είτε με εφέ, είτε με την χαρακτηριστική και αφαιρετική τεχνική του Sir, το νυσταλέο, ήρεμο και ατμοσφαιρικό Khajuaho, με ηλεκτρική κιθάρα και πιάνο να υφαίνουν ένα γαλήνιο μακρόσυρτο raga και το Dust & Spurs μια άκρως μελωδική και έντονη ελεγεία στην ακουστική κιθάρα (είναι εδώ που λες πόσα δάκτυλα έχει τελικά ο άτιμος;)
Ναι, εντάξει, δεν είναι ότι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει ο Sir και ναι, εντάξει, με τα τόσα διαφορετικά είδη μοιάζει περισσότερο με συλλογή παρά με ενιαίο δίσκο. Είναι αλήθεια ότι καταφέρνει δύσκολα να σε κερδίσει, μα, από την άλλη, μία προσεγμένη κυκλοφορία του Bishop – και αυτή είναι αρκετά προσεγμένη – είναι πάντα ένα μικρό αριστούργημα και το κάθε κομμάτι ξεχωριστά, απλά κορυφαίο.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

EYELESS IN GAZA - “EVERYONE FEELS LIKE A STRANGER” (2012)















Η απρόσμενη αλλαγή του καιρού προς το συννεφιασμένο και μουντό τις τελευταίες μέρες μας έδωσε ένα υπέροχο γκριζωπό ουρανό που ταιριάζει γάντι με το γνωστό και αγαπημένο μελαγχολικό βρετανικό post folk στυλ των Eyeless In Gaza. ‘Έτσι και εγώ είπα να παρουσιάσω χωρίς πολλά-πολλά το νέο τους CD για να το ακούσετε πριν σκάσουν οι μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού και την βγάλουμε με την psych reggae Sun Araw και τα σπανιόλικα της Josphenine Foster. Στο 13ο άλμπουμ , λοιπόν, του χαμηλού προφίλ post-punk / avant folk διδύμου από το πάντοτε βροχερό Warwickshire, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση τα δύο τελευταία αριστουργήματα της μπάντας “Summer Salt” και “All Under The Leaves”. Κι εδώ η μοναδική χημεία των Martyn Bates και Peter Becker ξεδιπλώνει μεστά και περιεκτικά τραγούδια που πατούν στις κομψές, στρογγυλές μελωδίες του Bates αλλά και εμπλουτίζονται από πλείστα ορχηστρικά στοιχεία κάθε φορά. Σε αυτό το άλμπουμ, ισχυρίζονται ότι μπολιάζουν στον ήχο τους περισσότερα ακουστικά folk κιθαριστικά περάσματα, κάτι που ισχύει ως ηχητικό συστατικό σε κάποια κομμάτια. Από την άλλη, διατηρούν το προσωπικό τους ύφος, με τα ατμοσφαιρικά σκοτεινά περάσματα των πλήκτρων και τους μη επιθετικούς, μαλακούς ρυθμούς που πλάθουν χαλαρά τα tambourine, drumbox, pulse και λοιπά τεχνητά κρουστά. Στο κέντρο, βέβαια, θα βρείτε την υπέροχη φωνή του Bates : αέρινη, αβαρής, σχεδόν θηλυπρεπής για κάποιους η φωνή του. ‘Όμως, το εύθραυστο του falsetto μετά από χρόνια παιδέματος καταφέρνει να ακούγεται κυρίαρχο και ισχυρά αντηχών προς κάθε σημείο του ηχητικού πεδίου που καταλαμβάνει και αποτελεί και το ιδανικό όχημα για τους ιδιαίτερα προσεγμένους, επιμένων νεορομαντικούς του στίχους. Με αυτό το όπλο στα χέρια των Eyeless In Gaza, θα έλεγες ότι η ευρηματικότητα των συνθέσεων θα πέρναγε σε δεύτερη μοίρα. Η αλήθεια είναι ότι όσους μουσικούς νεοτερισμούς κι αν σκαρφιστούν θα υπερκαλύπτονται από το συναισθηματικό βάθος που δημιουργούν οι μελωδικές γραμμές του Bates. Και, προσωπικά, όσο και αν καταπιάνονται με free folk επιρροές τύπου Six Organs ας πούμε, τους προτιμώ το λυτό “Amongst The Gathering Skies” όπου μόνο με δύο απλές μελωδίες στη μελόντικα και την ανυψωτική φωνή του Bates, εξυφαίνουν ένα πανέμορφο ηχοτόπιο που σε συγκινεί ψυχικά, όσο λίγα στις μέρες μας.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

CHRIS CORSANO - "CUT" (2012)

Ένας από τους πιο παραγωγικούς μουσικούς σήμερα, ο Corsano έχει προλάβει πριν τα σαράντα του να παίξει μαζί με αμέτρητους μουσικούς σε αμέτρητες κυκλοφορίες και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα εντελώς δικό του μουσικό πλανήτη στα προσωπικά του album. Κάτι σαν μουσικό φαινόμενο λοιπόν ο Αμερικάνος drummer-percussionist, εξερευνά ασταμάτητα και με τρομερή ενέργεια νέους ήχους, νέες φόρμες και νέους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκφραστεί πίσω από τα κλαπατσίμπαλα και τα κρουστά του και τα επιτεύγματα του μόνον άφωνο μπορούν να σε αφήσουν. Στο νέο του λοιπόν album, προχωράει λίγο παραπέρα στο ανεξερεύνητο αυτό πλανήτη, αποδομώνοντας ακόμη περισσότερο το ρυθμό και τη μελωδία, με βασικά του όπλα τον αυτοσχεδιασμό και τον ακατάπαυστο πειραματισμό με καινούργια αντικείμενα και τους ήχους που μπορεί να βγάλει κοπανώντας τα. Καταλήγει με 19 κομμάτια, διάρκειας από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι και κάμποσα λεπτά, που καλύπτουν μια τεράστια γκάμα ειδών και ρυθμών, με αρκετά εμβόλιμα drones. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, ακούγοντας όλο το Cut, μένεις με την εντύπωση πως έχεις ακούσει μία ολόκληρη ορχήστρα σε έναν ελεύθερο και, φυσικά, έντονο αυτοσχεδιασμό και όχι απλά και μόνο ένα άτομο που παίζει, κυρίως, κρουστά. Αυτό εν μέρει οφείλετε στην ποικιλία των αντικειμένων που χρησιμοποιεί (εκ των οποίων καμπάνες, μεταλλικά αντικείμενα, πλαστικούς σωλήνες, βιολιά) και εν μέρει στη αστείρευτη φαντασία που διαθέτει να πλέκει όλους αυτούς τους ήχους σε ένα ενιαίο σύνολο. Το αποτέλεσμα ακούγεται να ακροβατεί ανάμεσα στον Harry Partch και τον Steve Reid, ανάμεσα στους πηγαίους αφρικανούς ρυθμούς και σε πρώιμα αμερικάνικα είδη. Και όλο αυτό καταφέρνει ο άτιμος να το κάνει εύκολα προσβάσιμο σε όλα τα αυτιά, δεν δημιουργεί δηλαδή μια κουφή πειραματίλα, μα ένα στερέωμα από ηχητικά πυροτεχνήματα τόσο φιλικό και ζεστό, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέχρι και σαν μουσικό υπόστρωμα καθημερινότητας. Κάτι που ελάχιστοι μουσικοί της πειραματικής σκηνής μπορούν να κάταφέρουν.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

VALLEY OF FEAR - "S/T" (2012)

Μια σκοτεινή, βίαιη και επιθετική χιονοστιβάδα βγαίνει από τα ηχεία καθώς ξεκινάει αυτό το περίπου album (είναι μόλις τριάντα λεπτά, άσχετο αν ακούγονται σαν δύο ώρες), που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων κομματιών του. Μαθαίνοντας το ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτό το καταιγιστικό θόρυβο, οι Matthew Bower (Skullflower, Voltigeurs, Total), Justin Broadrick (Godflesh, Jesu) και Samantha Davis (Voltigeurs, Harm) δηλαδή, όλα φαίνονται λογικά. Οι βαριές παραμορφώσεις στις κιθάρες, η επική διάθεση των κομματιών, η βαριά ψυχεδέλεια, το φλερτάρισμα με το black metal. Ο θόρυβος είναι το βασικό συστατικό αυτού του δίσκου, ένας βρώμικος και λασπωμένος θόρυβος που καταβρέχει τα πάντα, τις όποιες αργόσυρτες υπόνοιες μελωδιών, τα όποια ρυθμικά μοτίβα. Τα drums, ηλεκτρισμένα και αυτά, ακολουθούν με μια παγωμένη συνέπεια αυτόν το θόρυβο, βγάζοντας μια έντονη industrial υφή. Ο μαξιμαλιστικός συρφετός των παραμορφώσεων στις κιθάρες έρχεται τόσο κοντά στο black metal όσο καμία άλλη εκδοχή του Bower, ενώ, αντίστοιχα, το επίμονο άπλωμα και η ξεροκέφαλη επανάληψη αυτών των παραμορφώσεων έρχεται τόσο κοντά στην ψυχεδέλεια όσο καμία άλλη εκδοχή του Broadrick. Με λίγα λόγια, έχοντας ακούσει κάτι από αυτούς τους βετεράνους μουσικούς στο παρελθόν, μπορείς να φανταστείς ποια μπορεί να είναι η κατάληξη μιας συνεργασίας τους και από αυτό που φαντάζεσαι το Valley Of Fear είναι δύο φορές καλύτερο. Το ηχητικό τείχος ορθώνεται από το πρώτο δευτερόλεπτο, σκοτεινό, αποδομιστικό και κυρίαρχο και εξόχως μαγευτικό.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

VILLAGE OF SPACES - "ALCHEMY AND TRUST" (2011)
















Το ξέρω ότι έρχομαι κατόπιν εορτής στην περίπτωση των Village Of Spaces. Μάλλον θα έχετε ενημερωθεί για το λαμπρό ντεμπούτο των βλάχο- αμερικανών από τα ενθουσιώδη για αυτούς γραπτά του πάντοτε υπερβολικού David Keenan. Όσο και ο χαρακτηρισμός «το “Alchemy and Trust” είναι το καλύτερο acid folk άλμπουμ της πενταετίας» είναι το ίδιο ακραίος με την προκλητική στάση του εν λόγω Σκωτσέζου κριτικού να επιλέξει το “Lulu” ως άλμπουμ του 2012, η ποιότητα του 33λέπτου CD είναι δεδομένη. Δεν μπορείς παρά να χαλαρώσεις όμορφα το αραχτό, ειδυλλιακό, γήινο και μάλλον κρυφοχίπικο στυλ του ζευγαριού από το Maine. Χρησιμοποιούν με αναζωογονητική απλότητα και κάποια εφηβική αφέλεια τις άγουρες φωνές τους για να φτιάξουν παραδόξως εύηχα αγόρι / κορίτσι ντουέτα που εξυμνούν πίσω από το νέοψυχεδελικό τους προκάλυμμα την ξέγνοιαστη ποιμενική ζωή στην αμερικάνικη επαρχεία. Ντύνουν αυτές τις μελιστάλακτες μελωδίες με επαγγελματικές σχεδόν θα έλεγε κανείς ενορχηστρώσεις, κάτι που τους διαφοροποιεί από τις πιο «πρόχειρες» που ακούμε από αντίστοιχες μπάντες ζευγαριών του US Underground, όπως είναι οι συχνά αποκομμένοι από τη μουσικότητα και σίγουρα ψυχεδελικά χαμένοι Matthew Valentine & Erika Elder ή οι κουραστικά φορές lo-fi, λάτρεις του παράφωνου Cherry Blossoms. Εδώ, ουκελέλε, μαντολίνο, πλήκτρα, ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα δένονται σε ένα αρμονικό όλον αβίαστα και μαζί με τα αλληλεπικαλυπτόμενα ουράνια φωνητικά δημιουργούν χωρίς βιασύνη ή φτιασιδώματα ολοκληρωμένα κλασσικά για το είδος τους κομμάτια που φέρουν μεγάλη ταξιδευτική δυναμική. Πραγματικά, μέσα στην γκρίζα τσιμεντούπολη και ατελείωτα αστικά αδιέξοδα μας, οι Village Of Spaces βγάζουν τον χίπη / νατουραλιστή / ελεύθερο καμπινγκά από μέσα σου με τα πιο απλοϊκά psych folk τερτίπια και γι αυτό τους χαιρετίζω και εγώ ταπεινά με την σειρά μου ως το απόλυτα δικαιολογημένο hype των free folk ημερών μας.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

VOLCANO THE BEAR - "GOLDEN RHYTHM / INK MUSIC" (2012)

Είχα πιστέψει ότι αυτή η υπέρ-μπάντα δεν θα έβγαζε ποτέ ξανά studio album. Κάτι το γεγονός ότι τα μέλη της έχουν διασκορπιστεί στην Βρετανία, κάτι η συμμετοχή τους σε άλλα πράγματα ή σε solo ηχογραφήσεις, το είχα δέσει στο μυαλό μου, ότι μετά το ευφυέστατο Amidst The Noise And Twigs, μια πενταετία πριν, δεν θα ακολουθούσε τίποτα. Έσφαλα, βεβαίως. Να που οι μάστορες της ιδιότυπης σουρεαλιστικής-οπερετικής-γλυκόπικρης-μαύρης-αυτοσχεδιαστικής-εκκεντρικής-χιουμοριστικής-τζαζοφόλκ, μια μπάντα που αποτελεί ένα είδος από μόνης της, μοναδικό και μη αντιγράψιμο, επιστρέφει με δίσκο στην Rune Grammofon. Με ανυπομονησία λοιπόν κάθισα να ακούσω Golden Rhythm/Ink Music, μπας και πάρω πρέφα τι στο διάολο έχουν κάνει αυτή την φορά.
Από την αρχή φαίνεται πως οι VTB δείχνουν πιο συγκεντρωμένοι, πιο προσηλωμένοι, ο ήχος πιο συνεκτικός, πιο δομημένος. Σε αυτό το δίσκο δεν υπάρχουν τα χαοτικά περάσματα μέσα από drones και ξεκούρδιστα όργανα, υπάρχουν κανονικά κομμάτια, όσο κανονικά μπορούν να γίνουν από αυτούς τους μουσικούς. Το χιούμορ παραμένει αναλλοίωτο και η παράξενη ατμόσφαιρα επίσης (σαν να βρίσκεσαι σε δάσος σε ταινία τρόμου με μεταφυσικά στοιχεία, νύχτα με ομίχλη προφανώς, και ξαφνικά να εμφανίζονται παιδάκια που μανιασμένα κοπανάνε πλαστικά όργανα). Ο ήχος παρ’ όλα αυτά είναι πιο Rune Grammofon, δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα. Είναι πιο αποστασιοποιημένος, πιο μελωδικός – ως ένα σημείο φυσικά – πιο ηλεκτρικός και δουλεμένος. Δίχως να χάσει το χαρακτήρα του και τον βασικό του πυρήνα, τα ξεκούρδιστα όργανα, τα ανεκδιήγητα φωνητικά και τις αλλοπρόσαλλες φωνές, τα παράταιρα ηλεκτρονικά στοιχεία που εμβολίζουν τυχαία τα κομμάτια, έχει αποκτήσει την σοβαρότητα που διέπει όλους τους δίσκους της εταιρίας, φέρνω ως παράδειγμα το “The Great Reimbursing” που ξεκινάει με ένα τρόπο που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι Supersilent. Τώρα, αν αυτός ο δίσκος είναι καλύτερος από το Classic Erasmus Fusion, το μέχρι στιγμής αποκορύφωμα του ήχου τους, είναι πολύ νωρίς για να το πει κανείς.

((LINK REMOVED BY REQUEST))
((E Y E))

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

V/A - "WHAT REMAINS OF EDEN" (2012)

Η Mississippi Records, γνωστή για τις συλλογές και τις επανακυκλοφορίες φολκλορικής μουσικής ανά τον κόσμο, μας προσφέρει εδώ ένα μυρωδάτο μπουκέτο τραγουδιών από τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή, με σπάνιες ηχογραφήσεις ανάμεσα στο 1928 και το 1952. Ζουρνάδες και ούτια και λύρες και βιολιά, να κινούνται πάνω σε ορχηστρικά κομμάτια τίγκα στο συναίσθημα, σε αμανέδες που ψυχορραγούν, σε παραισθητικά dabke. Φυσικά η αμεσότητα όλων των κομματιών είναι δεδομένη, νιώθεις μια ανατριχίλα από τις φωνές που σέρνονται ξέπνοες σχεδόν, μα ξέχειλες από ένταση, στα Τούρκικα, στα Αραβικά, στα Ελληνικά. Η απλότητα και η δύναμη των συνθέσεων είναι προφανής και διαπεραστική. Ο αυτοσχεδιασμός επίσης, έκδηλος καθ’ όλη την διάρκεια της συλλογής, δεν γίνεται άλλωστε και αλλιώς, η μουσική αυτή βασίζεται πάνω στην έμπνευση της στιγμής και αυτή η έμπνευση είναι που διαχέει τον ψυχεδελικό χαρακτήρα, συνεχής και εμφανής στα ατελείωτα σόλο που σε παρασέρνουν στο μικρόκοσμο τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος αυτά τα κομμάτια είχαν κυκλοφορήσει μόνο στις 78 στροφές. Μελωδίες και κομμάτια διαφορετικών ειδών, διαφορετικών λαών, που δένουν αρκετά καλά σε μια συλλογή που απαιτεί απόλυτη προσοχή, άλλωστε τα κομμάτια δεν είναι ούτε για χορό, ούτε επιδερμικά, ούτε για διασκέδαση, αντίθετα είναι βαριά και ασήκωτα, πλημμυρισμένα στη θλίψη, τον πόνο, το παράπονο, τη μελαγχολία, την απουσία, το συναίσθημα. Όχι, αυτά δεν είναι προνόμια της σημερινής εποχής, είναι διαχρονικά, έχουν εμποτιστεί σε αυτά χιλιετίες της ανθρωπότητας, είναι, όντως, ότι μας έχει απομείνει από το μύθο του κήπου της Εδέμ.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

NO-NECK BLUES BAND -"YTIU" (2011)

Mε χαρά αντιλήφθηκα ότι παίζουν στην πιάτσα δύο «νέες» κυκλοφορίες της αγαπημένης αυτοσχεδιαστικής κολεκτίβας από την Νέα Υορκη, της πλέον ποιοτικής από την λεγόμενη New Weird America σκηνή. Εδώ, λοιπόν, έχουμε το “Ytiu” και σε λίγες μέρες κυκλοφορεί και το “CINo51” και τα δύο σε πολύ περιορισμένα αντίτυπα. Το “Ytiu” ηχογραφήθηκε πίσω στο 2009, όταν η κολεκτίβα ήταν σε ενεργή κατάσταση, στo studio των Faust στην Γερμανία. Και οι δύο πλευρές του LP, καταλαμβάνονται από δύο μακροσκελή ελευθέρας πλοκής και αμοιβαδοειδούς μορφής κομμάτια , χωρίς την πιο σφικτή δομή που εμφάνισαν για τα μέτρα τους στο “Clomeim” και το “Qvaris” παλιότερα. Κλεισμένη μέσα στο θρυλικό studio στo Scheer η μπάντα μοιάζει να βρίσκεται σε μια πρωτοφανή πνευματικά ενεργή κατάσταση, σε ένα κοσμικό συντονισμό που μπορεί να προέρχεται μόνο μετά από πολλές ώρες κοινού μουσικού διαλογισμού. Την στιγμή που ο Ηans-Joachim Irmler αποφάσισε να πατήσει το rec, είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται ο χαρακτηριστικός νεφελώδης, ασαφής avant rock NNCK ήχος, με την κιθάρα να συμπεριφέρεται στα American primitive blues με τον πιο νεοϋορκέζικα μινιμαλιστικό τρόπο, τα keyboards απέκτησαν όλη την κοσμική μαγεία της 70s Krautrock, και τα κρουστά να χτυπούν στο βάθος στον δικό τους τελετουργικό ρυθμό. Ο τρόπος που φαινομενικά άναρχα εγχέονται όλοι αυτά τα ηχητικά στοιχεία για να δημιουργήσουν το εθιστικό ψυχεδελικό μίγμα που σε ζαλίζει ευχαρίστα σε κάθε ακρόαση, είναι και η ιδιαιτερότητα τους. Σε αντίθεση με τα ψυχεδελικά 70s, τίποτα δεν ακούγεται προγραμματισμένο ή φορμαλιστικό. Το ψυχεδελικό όλον πηγάζει από έναν ανοικτό αυτοσχεδιασμό τόσο αβίαστα… Μάλιστα, προς το τέλος της πρώτης πλευράς, για άγνωστο λόγο, ξεκινά ένας πειραματισμός με άτονους ηλεκτρονικούς ήχους που η παιχνιδιάρικη του διάθεση μπορεί να συγκριθεί με τις πιο κούκου στιγμές του Jim O’ Rourke. Από την άλλη, όλο το τζαμάρισμα της δεύτερης πλευράς αφιερώνεται στον πρόσφατα τότε αποθανόντα Richard Wright των Pink Floyd και ίσως είναι ότι πιο κοντά στο πνεύμα του “Set The Controls For The Heart Of The Sun” που θα ακούσεις για χρόνια. Για μια ακόμη φορά άψογοι οι NNCK. Οι οπαδοί τους ελπίζουμε σε ενεργοποιηθούν και πάλι σύντομα!

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

MICHAEL YONKERS & THE BLIND SHAKE - "PERIOD" (2012)

Λίγα πράγματα γνώριζα για τον κ. Yonkers, το ομολογώ, πριν από περίπου ένα χρόνο, όταν έσκασε σαν χιονοστιβάδα η επανακυκλοφορία της DeStijl, Microminiature Love. Δεν θα πω περισσότερα, οι πληροφορίες άλλωστε είναι κάπως άχρηστες την εποχή του ίντερνετ, μπείτε μόνοι σας και ψάξτε. Επίσης πρέπει να ομολογήσω πως δεν με έχουν καθηλώσει όλα τα album του Yonkers. Αλλά, η αλήθεια να λέγεται, ένας καλός δίσκος από αυτόν τον βετεράνο σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, τα σάλια να τρέχουν, το μυαλό θολωμένο και παραζαλισμένο από την ηλεκτρισμένη μαύρη μαγεία του. Και το Period, παρέα με τους The Blind Shake, για δεύτερη φορά μαζί, αν δεν κάνω λάθος, ε, είναι από αυτά τα album. Ο ρυθμός των κομματιών ξεσηκωτικός, η κιθάρα παλιομοδίτικη και γεμάτη ενέργεια, βαλτωμένη κάπου ανάμεσα στο punk και το no wave, οι στίχοι βαριοί να κολλάνε στο μυαλό, οι μελωδίες καταιγιστικά ανάλαφρες, να φτάνουν στο σημείο να φλερτάρουν με την country και η παραγωγή βρώμικη και θαμπή, όπως ακριβώς πρέπει να είναι δηλαδή. Τα κομμάτια του δίσκου είναι μικρά και διάρκεια, μα τόσο έντονα, που τα ακούς ξανά και ξανά και ξανά, ενώ πάνω από τον δίσκο αιωρείται μια υφή τραγυδοποιίας, πλήρως παράταιρη με τον ήχο που βγαίνει από τα ηχεία, που, παρεμπιπτόντως, αυτός ο ήχος δίνει τη εντύπωση μιας καλοδουλεμένης εφηβικής μπάντας και όχι μιας απλής συνεργασίας με πρωτομάστορα ένα τύπο με ηλικία που άλλοι είναι παππούδες. Το διαμάντι αυτό κυκλοφόρησε πέρυσι από την S-S Records, χαμπάρι δεν το πήρα, βγήκε ξανά στην πιάτσα φέτος από την Sub Pop και ζητώ συγνώμη από τον Γεωργέα που θα βράζει στο ζουμί του, είμαι σίγουρος ότι θα ήθελε πολύ να κάνει αυτός την κριτική, μα τον πρόλαβα. Sorry, δεν μπορούσα να κρατηθώ.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

GUNN - TRUSCINSKI DUO - "OCEAN PARKWAY" (2012)

Αριστούργημα! Δεν χρειάζονται άλλες λέξεις για να περιγράψουν αυτό το δίσκο, από τότε που έπεσε στα χέρια μου δεν μπορώ να σταματήσω να το ακούω. Αλλά, μιας και τη βρίσκουμε με το γράψιμο, θα προσθέσω μερικές ακόμη προτάσεις. Ηλεκτρική κιθάρα και drums ακούγονται μόνο σε αυτό το έπος, πέντε κομμάτια που πατούν πάνω σε γλυκόπικρες μελωδικές γραμμές και απλώνονται αυτοσχεδιαστικά για πολλά λεπτά, με τους δύο μουσικούς να έχουν μία εξωπραγματική χημεία μεταξύ τους. Το ύφος; Αμερικάνικο, σαφώς, σε χνάρια των blues και της παραδοσιακής folk, πατώντας όμως στέρεα πάνω σε Ινδικά ράγγα, στη μουσική γενικά της νοτιοανατολικής Ασίας και, που και που, κλείνουν το μάτι σε αργόσυρτες αραβικές μελωδίες. Μα, μην μπερδεύεστε, αυτό το διαμάντι είναι καθαρά αμερικάνικο, το είδος της μουσικής που μπορείς να ακούς κάνοντας μεγάλα ταξίδια σε δρόμους δίχως τίποτα τριγύρω, το finger-picking της Takoma, μέσα από το οποίο αναδύονται ατελείωτα σόλο, στη βάση τους απλά και χωρίς φλύαρες φιοριτούρες, που φέρνουν στο νου πρώιμο Neil Young, τα παθιασμένα drums, να βρίσκονται πάντα σε δεύτερο επίπεδο, πάντα ρυθμικά, να σε βυθίζουν με έντονα και περίτεχνα ηχοχρώματα, πλαισιώνοντας με ορμητικό όγκο την κιθάρα – ένα στυλ πλήρως διαφορετικό από αυτό που έχουν συνηθίσει τα αυτιά μου τελευταία σε τέτοιου είδους σχήματα, αυτό δηλαδή του Chris Corsano, για παράδειγμα, όπου τα κρουστά απαιτητικά παίρνουν μπροστινή θέση στον ήχο, οργανώνοντας τα πάντα. Εδώ ο Truscinski κάθετε υπομονετικά από πίσω, σιγοντάρει, ακούει, μαγεμένος και αυτός από τη κιθάρα του Gunn, που δε σταματάει να εκπλήσσει με την άμεση απλότητα της και, άλλη μια παραπομπή εδώ, θυμίζει, με την ατάραχη δυναμική της, τις τελευταίες ήρεμες κυκλοφορίες του Sir Richard Bishop. Περιττό να πω πως μιλάμε για ένα από τα album της χρονιάς.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

CIAN NUGENT - "DOUBLES" (2011)

Μια περσινή κυκλοφορία, που μέσα στο χαμό πέρασε, για μένα τουλάχιστον, απαρατήρητη - το πρώτο album του Ιρλανδού βιρτουόζου κιθαρίστα Cian Nugent, από την Vhf. Ακούγοντας τα δύο μεγάλα κομμάτια του Doubles, είκοσι λεπτά και βάλε το καθένα, είναι στιγμές που ομολογώ εντυπωσιάστηκα. Υπάρχουν τριών ειδών μουσικές υφές εδώ. Από την μια το fingerpicking που θρησκευτικά ακολουθεί τα μονοπάτια του John Fahey και των σύγχρονων Jack Rose και Glen Jones, από την άλλη το λίγο φασαριόζικο ψυχεδελικό free-folk, με τις παραμορφώσεις του, τα σόλα του και τα λοιπά ωραία του και κάπου ανάμεσα μια πιο επική χροιά, συναισθηματική και ορχηστρική, με κρουστά που τζαζίζουν ολίγον, βιόλα, κλαρίνο, κτλ., με κάπως ιδιαίτερο ύφος. Η εξέλιξη σε κάθε ένα τμήμα των συνθέσεων είναι αρκετά ελεύθερη, υπάρχει, νομίζω, μεγάλη δόση αυτοσχεδιασμού, κάτι που σαφώς δίνει μια ζωντανή αίσθηση στα ατελείωτα αυτά κομμάτια. Οι αυξομειώσεις στην ένταση, το χτίσιμο του γεμάτου ήχου με πολλά επίπεδα και έπειτα η σταδιακή του αποδόμηση, οι αμέτρητες μελωδίες που εναλλάσσονται συνεχώς, κάνουν τη δουλειά τους: ο δίσκος δεν κουράζει καθόλου και αυτές οι διακυμάνσεις κατορθώνουν σιγά-σιγά να σε απορροφήσουν, να σε κερδίσουν και από εκεί που είχες βάλει το δίσκο για να τον ακούσεις από περιέργεια, κάνοντας κάτι άλλο ταυτόχρονα, καταλήγεις να τον ακούς προσεκτικά. Πάρ΄ όλα αυτά, κρατάω τις αμφιβολίες μου για το δέσιμο των συνθέσεων – τις περισσότερες φορές μοιάζει να τελειώνει ένα κομμάτι και να ξεκινάει κάποιο άλλο, τα περάσματα είναι λίγο αμήχανα, σε στιγμές απλά δεν βρίσκω το λόγο να είναι δυο ενιαία κομμάτια είκοσι λεπτών και όχι έξι ή εφτά μικρότερης διάρκειας. Όπως και να έχει, αξίζει να ακούσετε όλο το album, θα επιβραβευτείτε στο τέλος μιας και το μέρος με το οποίο κλείνει το δεύτερο κομμάτι είναι πραγματικά απογειωτικό, περίπου άψογο.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

RICHARD DAWSON – “THE MAGIC BRIDGE” (2012)

Το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ, του άγνωστου σε μένα μέχρι προχθές Richard Dawson, έσκασε σαν βόμβα στον χώρο του free folk. Μιλάμε για πραγματική αποκάλυψη. Δεν υπάρχει περιοδικό ή blog που να μην αποθεώνει τον ασχημομούρη 30άρη από το Newcastle. Όταν, λοιπόν, το Wire, το Foxy Digitalis και τόσα άλλα ορκίζονται ότι ανακάλυψαν το νέο μεγάλο ταλέντο της folk τραγουδοποιίας, ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω; Και πράγματι, από τα πρώτα διστακτικά αρπίσματα του instrumental που ανοίγει το άλμπουμ, καταλαβαίνεις ότι έχουμε να κάνουμε κάτι σπουδαίο. Σαν η κιθάρα του Dawson να ξυπνά σιγά-σιγά από βαθύ ύπνο και να ξεδιπλώνεται χαλαρά στο αέρα του δωματίου και μέχρι να αρχίσει να πλάθει μια όμορφη μελωδία που έχει ως κέντρο το αμερικάνικο roots folk του πατέρα και ποιητή όλων John Fahey , αλλά λοξοκοιτά και προς Βρετανία μεριά. Η βασική διαφοροποίηση στον ήχο του Dawson σε σχέση με όλους του επίδοξους fingerpickers που με έχουν κουράσει με την χλιαρότητα τους τα τελευταία χρόνια, είναι ότι δουλεύει με ηλεκτρική κιθάρα με αποτέλεσμα να κερδίζει σε αμεσότητα, νεύρο αλλά και πρωτοτυπία τους υπόλοιπους συνάδελφους του. Φανταστείτε τον χειμαρρώδη ηλεκτρισμό του Bill Orcutt να πειραματίζεται με μια κλασσική folk κλίμακα ή τον ερμητική ασαφή φρασεολογία του Jandek να σχηματοποιείται, επιτέλους, σε μια σαφή μελωδία. Από το δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ και μετά, ο Dawson αρχίζει και να τραγουδά και τότε είναι που μένεις πραγματικά αποσβολωμένος από την καίρια εκφραστικότητα του. Αν και όχι απόλυτα πάνω στην νότες, η φωνή του έχει αρκετά μεγάλη έκταση και δύναμη, και ο τρόπος που άμεσα και ανθρώπινα τραγουδά τους πολύ ιδιοσυγκρασιακούς του στίχους σε αγγίζει ιδιαίτερα, θυμίζοντας λιγάκι τον νεαρό John Martyn. Για παράδειγμα, πολλοί έχουν τραγουδήσει για το «μαύρο σκυλί» - την κατάθλιψη δηλαδή- αλλά μόνο ο Dawson στο “Black Dog In The Sky” καταφέρνει να εκστομίσει με τέτοια απελπισία το δέος του μπροστά στην μεγάλη μαυρίλα που μοιάζει να τον κατακλύζει. Παρακάτω, στήνει με χιουμοριστικό τρόπο ένα ολόκληρο μελόδραμα για το πώς δεν μπορεί να αποχωριστεί ένα δώρο που του έδωσε μια πρώην που μάλλον τον πλήγωσε, ενώ στο “We Picked Berries In a Churchyard Freshly Mowed ” βγάζει ένα πρωτόλειο ρομαντισμό που θα ζήλευε και ο Jeff Buckley. Ταυτόχρονα, το παίξιμο του στην κιθάρα παραμένει απολαυστικό, καθώς οι οικίες μελωδίες αντιπαρατίθενται με κάποια ξαφνικά άτονα χτυπήματα και με την θερμότατη αν και αδιαφανή lo-fi ηχογράφηση. Ιδιοφυές, λοιπόν, το όλο στήσιμο του “The Magic Bridge”. Οι πιστοί του είδους γρηγορείτε! Και δεν ξέρω αν το έχετε αντιλήφθη αλλά η καρδιά του βρετανικού folk χτυπά πια στο Newcastle : Elle Osbourne, Cath and Phil Tyler, Dan Haywood και τώρα ο Dawson. Ωραία θα τα περνούν τις υγρές χειμωνιάτικες νύχτες στις pub πάνω κει. Υ.Γ. Αν έχετε κανένα link για το ambient drone project του Dawson, Eyeballs, στείλτε! Με καίει!

((E A R)) ((E Y E))

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

TO LIVE AND SHAVE IN LA - "THE CORTEGE" (2011)

Tο παρών άλμπουμ αποτελεί επίσημα το κύκνειο άσμα της 20ετούς και βάλε πορείας της θρυλικής avant noise κολεκτίβας που περιστρέφεται κυρίως γύρω από τις αλλόκοτες συνθετικές ιδέες του «τραγουδιστή» και θορυβοπλάστη Tom Smith. Μαζί του για την ηχογράφηση του “Cortege” στο στούντιο των Sonic Youth πίσω στο 2008 παραβρέθηκαν και τα βασικά μέλη Ben Wolcott (oscillator και άλλοι θόρυβοι), Rat Bastard (βιολί) καθώς και πολλοί επιφανείς άνδρες τις Νεοϋορκέζικης noise rock σκηνής (Αndrew WK, μέλη των Sightings, Excepter ,The Flying Luttenbachers ). Όπως ίσως γνωρίζετε, από μια κυκλοφορία TLASILA αναμένεις μιας ακραία ιντελεξουάλ πειραματική ανάμιξη των οριακών θορυβοποιών τρόπων μιας σχεδόν no wave “I don’t care” αισθητικής με υψηλής ποιότητας industrial –σχεδόν- music concrete μουσικές δομές. Πάντοτε οι TLASILA τους άρεσε τρίβουν βίαια μια καλογυαλισμένη avant garde/ art house εκλεπτυσμένη σύνθεση πάνω στα σουβλερά δόντια της άμεσης εκφραστικότητας του πιο ξεσκισμένου punk. Πολλοί το βρήκαν ανυπόφορο, άλλοι τους λάτρεψαν γι αυτό. Βέβαια, με τον χρόνο οι συνθέσεις του Smith άρχισαν να γίνονται όλο και πιο καλοδουλεμένες και γι αυτό κατανοητές με αποτέλεσμα δίσκους σαν το “ The Wigmaker in Eighteenth Century Williamsburg” ή το “ Noon and Eternity”, που χαιρετίστηκαν αντικειμενικά ως αριστουργήματα του avant / noise/ experimental. Kαι το “Cortege” αν και λιγότερο πρωτοποριακό, αξίζει προσοχής. Τα φωνητικά του Smith είναι στο κέντρο της ηχογράφησης και η υστερική, παρορμητική του παράσταση έχει φθάσει σε κορυφαίο πλέον τεχνικό επίπεδο. Στα αυτιά μου ακούγεται σαν μια πιο φευγάτη συνεκδοχή δύο παρελθόντων αγαπημένων τραγουδιστών αμερικάνικων avant metal σχημάτων : του Buddo των Last Crack και του Spike Xavier των Mind Over Four, πλην την ροκιά, συν τα ουρλιαχτά. Τα σπάει δηλαδή. Απαγγέλει τους αφηγηματικούς του στίχους, που φυσικά δεν διαθέτουν ρεφραίν, με μια σταθερή ακρίβεια στην άρθρωση που φέρνει και τον David Sylvian στο μυαλό, αν βέβαια ο τελευταίος μετατρέπονταν από αθεράπευτα μελαγχολικός σε παράφρονα για δέσιμο. Η συναισθηματική φόρτιση του Smith πηγάζει και από το κάνα-δύο «ευχάριστα» γεγονότα που γάμησαν στην προσωπική του ζωή τότε: ο πατέρας του νόσησε από καρκίνο την ώρα που ο 20χρονος γιός του έφυγε για το Ιράκ. Οι υπόλοιποι μουσικοί σέβονται τα βάσανα του και με τις διακριτικές για τα μέτρα των TLASILA noise παρεμβάσεις, χρωματίζουν γκριζωπά τον ευκίνητο έδαφος που πατούν οι ψυχωμένες ερμηνείες του. Τι να κάνουμε, οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν ακραίες αντιδράσεις. Τέλος εποχής, λοιπόν, για τους TLASILA, όχι, όμως και για τον Smith που παράγει ακατάπαυστα. Χτυπήστε το eye έχει τόνους υλικό, ο θείος.

((E A R)) ((E Y E))

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

SYLVESTER ANFANG II - "PERZISCHE TAPIJTEN" (2012)

Ποτέ δεν κατάλαβα ποιοι, ή μάλλον πόσοι, από την αφρόκρεμα της μουσικής σκηνής του Βελγίου (κυρίως της εταιρίας K-raa-k) συμμετέχουν σε αυτό το project, μα υποθέτω πως δεν έχει τελικά και τόση σημασία – άλλωστε μπορεί κάθε φορά να είναι και διαφορετικοί, ποτέ δε ξέρεις με αυτούς τους Φλαμανδούς. Κάθε κυκλοφορία αυτής της υπέρ-μπάντας αποτελεί ένα ατελείωτο τζαμάρισμα, ψυχεδελικό, θορυβώδες και νεφελώδες, με μία λέξη απλά απολαυστικό. Αυτό συμβαίνει και σε αυτό το δίσκο (που παρεμπιπτόντως βγήκε σε 500 κόπιες και ξεπούλησε εντός ολίγων ημερών) – ένα χαοτικό ταξίδι βαριάς ψυχεδέλειας για κοντά σαράντα λεπτά. Σόλο σε κιθάρες, σιτάρ, μπουζούκια που δεν έχουν τελειωμό, επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο μπάσο που μπορούν να τραβάνε για ώρες, παραμορφώσεις και παλιομοδίτικα drones, ρυθμοί στα drums που παραπέμπουν στη Μέση Ανατολή, πλήκτρα σε ένα δικό τους ψυχοτρόπο πλανήτη. Ο δίσκος αποτελεί one take, δεν έχει καθόλου overdubs, τα κομμάτια δε ξεκινάνε και δεν τελειώνουν ποτέ, απλά έχει γίνει κάποιο μαγείρεμα στη μίξη που υποθέτω πως έκοψε καμιά εικοσαριά λεπτά (στο καθένα) παραισθητικού αυτοσχεδιασμού – με αποτέλεσμα να σου δίνει την εντύπωση πως το όλο πράγμα είναι ένα συνεχόμενο σαλεμένο κομμάτι. Η διαφορά με τις άλλες κυκλοφορίες των Sylvester Anfang, που ήταν πιο kraut ή πιο noise, είναι ότι εδώ ο ήχος έχει πολλά ανατολίτικα στοιχεία (το λέει άλλωστε και ο τίτλος του δίσκου: “περσικά χαλιά” - καμία σχέση με Μιραράκη υποθέτω) και αν ψάχνουμε για ομοιότητες, θυμίζει κάπως κάποιους δίσκους των No Neck Blues Band, όταν κι εκείνοι έκλειναν πονηρά το μάτι στη παραδοσιακή μουσική της ανατολής. Ο γλυκός πονοκέφαλος που σου αφήνει, σαν επίγευση στο τέλος, είναι η ανταμοιβή που σου προσφέρει αυτό το μικρό αριστούργημα, έπειτα από μία προσεκτική ακρόαση, σε υψηλές εντάσεις εννοείτε.

((E A R))
((E Y E))