Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

HAUNTED HOUSE - "BLUE GHOST BLUES" (2011)

Οι Haunted House, ήταν μια μπάντα που είχε φτιάξει ο Loren Connors κάπου τη δεκαετία του ’90, με μικρή διάρκεια ζωής, περίπου 2 ετών και τη συμμετοχή των Andrew Burnes, Suzanne Langille, Neel Murgai. Πάνω από μία δεκαετία μετά, το συγκρότημα επιστρέφει με ένα δίσκο που δανείζεται το τίτλο του από ένα κομμάτι του Lonnie Johnson (1899-1970), έναν από τους πιο γνωστούς μπλουζίστες. Η μουσική που περιέχει βέβαια το Blue Ghost Blues, απέχει αρκετά από τον ήχο του Johnson. Οι δύο κιθάρες (Connors και Burnes) μπλέκονται σε μία συνεχόμενη θορυβώδης ομίχλη από παραμορφώσεις και feedback, πλάθοντας μια ατμόσφαιρα στεγνή και παγωμένη, δίχως κανόνες και ηχητικές μορφές, δίχως πολυπλοκότητες και πολυεπίπεδες αναλύσεις ήχου – ένα χαλί θορύβου που κινείτε σαν ερπετό ή αλλιώς, σαν παλιό noise-rock. Οι μελωδίες ξεπηδούν αργά μέσα από την ηχητική διαστρωμάτωση των θορύβων, με τρόπο απόμακρο και ψυχρό και το επίπεδο συνεννόησης ανάμεσα στον Connors και τον Burnes, είναι τόσο άψογο που πραγματικά σε παρασύρει. Πίσω τώρα από τις κιθάρες, δεσπόζουν τα drums του Murgai. Ρυθμικά, βίαια και λίγο τελετουργικά, όχι μόνο ενισχύουν την αίσθηση του παλιομοδίτικου κιθαριστικού θορύβου που διατρέχει το album, μα προσθέτουν και ένταση, ενέργεια και δυναμική – με έναν απροσδόκητα φυσικό και απλό τρόπο, περίπου στα χνάρια του Jonathan Kane, ή των This Heat. Διάσπαρτα, μέσα σε αυτό το κουβάρι θορύβου, εμφανίζεται η φωνή της Langille, η οποία δε τραγουδάει, μα μουρμουράει, παραμιλάει, φωνάζει, απαγγέλει – ερμηνεύει, με λίγα λόγια, με εντελώς θεατρικό τρόπο, γεμάτο συναισθήματα και εκφραστικότητα. Αυτός ο δίσκος είναι πραγματικό διαμάντι, με μία υπόγεια ανεπεξέργαστη δύναμη, τραχιά και απόμακρη.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

DANIEL PADDEN - "SHIP CHOP" (2011)

Στον καινούργιο του δίσκο, ο βρετανός Daniel Padden αφήνει στην άκρη τα όργανα, την κιθάρα, το πιάνο, τα πνευστά, όλα όσα μας είχε συνηθίσει σαν μέλος των Volcano The Bear και των The One Ensemble. Το Ship Chop είναι διαφορετικό, μιας και στην ουσία αποτελεί μια ατελείωτη μίξη ethnic μουσικής, κυρίως κάπου ανάμεσα στη μέση και την άπω ανατολή. Ο τρόπος με τον οποίο ο Padden δημιουργεί αυτό το ψηφιδωτό από samples είναι τόσο ήπιος που πολλές φορές δεν ξέρεις αν έχει επέμβει, αν έχει προβάλλει λούπες πάνω σε λούπες, που τελειώνει τι και που αρχίζει κάτι άλλο. Τα περισσότερα κομμάτια κρατάνε αρκετά σε διάρκεια και σε μαγνητίζουν τόσο πολύ στο κόσμο τους, που δεν μπορείς να διακρίνεις τα όρια. Εντάξει, αυτό δεν συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, αλλά ακόμη και στα σημεία που οι τομές και οι επικολλήσεις είναι ξεκάθαρες, ο Padden έχει βρει ένα τέλειο τρόπο να τις δέσει, λες και μια ζωή ήταν παραγωγός ή dj. Φυσικά στο τελικό αποτέλεσμα υποβόσκει το γνωστό από τους Volcano The Bear χιούμορ, φυσικά και είναι άκρως εξωτικό και αιθέριο, με τα μαγευτικά ανατολίτικα κρουστά και τις υπνωτιστικές μελωδίες, τα περίπου τελετουργικά φωνητικά και τα απλά – μα όχι απλοϊκά – χορευτικά ιδιώματα. Οι πήγες του Ship Chop μοιάζουν να προέρχονται περισσότερο από κάποιο κινηματογραφικό περιβάλλον – δεν είναι ακριβώς αυτή η υποκουλτούρα ή η χαμένη κουλτούρα αν προτιμάτε, που βγαίνει μέσα από τις κυκλοφορίες της Sublime Frequencies ή της Finders Keepers ή όποιας άλλης εταιρίας ασχολείται με αυτό το είδος του μουσικού μεμοραμπίλια για δυτικούς, μα ακριβώς αυτό το κινηματογραφικό περιβάλλον (να υποθέσω ότι τα περισσότερα samples τα έχει τραβήξει από soundtrack;) δίνει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα καθώς τα μουσικά μέρη εναλλάσσονται – κάτι σαν mixtape πάρα σαν mash-up. Ή, με άλλα λόγια, ένα ηχητικό κολλάζ με περίσσιο σεβασμό και με περίσσια ευγένεια.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

DAN HAYWOOD'S NEW HAWKS - "S/T" (2011)

Εδώ είναι ένα νέο βόρειο-βρετανικό αγνό folk ταλεντάκι, κοπιάστε! Μεγαλωμένος στο μουντό / βροχερό / σάπιο Sutherland, o Dan Haywood συστήνεται ω ς ένας αυθεντικός PSOW ( poet / singer / ornithologist / whatever) και καταπιάνεται με το τιτάνιο έργο να ηχογραφήσει 32 (!) originals για το ντεμπούτο του. Εμπνέεται από τις μεγάλες, χαλαρές βόλτες του στα Highlands της Σκοτίας για πτηνό-παρατήρηση και η τραγουδοποιία του είναι γι αυτό ανοικτή και προσωπική , σαν έναν εσωτερικό διαλογισμό για τα όμορφα και παράλογα της ζωής του, με το χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα να υπονομεύει τους εύκολους συναισθηματισμούς. Η ποιότητα της φωνής του αρχικά θα σου φανεί μέτρια, κάτι σαν τον Βασίλη Καζούλη να προσπαθεί να τραγουδήσει βρετανό-λαϊκό-folk αλά Billy Brag. Δεν πειράζει, είναι τόσο χαρισματικός συνθέτης όσο Berman των Silver Jews ,ας πούμε, οπότε σε κερδίζει με την ιδιαιτερότητα του. Απ ΄ την άλλη, ο τρόπος που αλλάζει ταχύτητα σε κάποια κομμάτια από το σχεδόν ριμαριστό free στυλ του στις πρώτες στροφές σε πιο μελωδικό στο ρεφραίν , μου θύμισε και Bob Dylan στην μετά το “Blood On Tracks” 70s αναγέννηση του. Να μην μας διαφύγει, βέβαια, ότι το” New Hawks” είναι ομαδική δουλεία αφού η πενταμελής μπάντα που τον συνοδεύει μπορεί να μην έχει τις avant ανησυχίες που γουστάρω στους Nalle και στο καινούργιο της Elle Osborne, αλλά αρκετά δεμένη για να παρέχει ένα μεστό country /folk υπόβαθρο. Μάλιστα, νομίζω ότι αποκτούν περισσότερη προσωπικότητα όταν γυροφέρνουν μια παλιατζουρικη brit folk μελωδία, παρά όταν ακούγονται σαν τα ξαδέλφια των Lambchop. Με δεδομένες τις αναμενόμενες αδιάφορες στιγμές σε ένα διπλό CD με 32 κομμάτια, ο Haywood κατάφερνε να φτιάξει ένα αξιοζήλευτο body of work από τα πρώτα του βήματα.

((E A R 1)) ((E A R 2)) ((E Y E))