Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

BONNIE "PRINCE" BILLY - S/T (2013)




‘Έτσι είναι όλοι οι σπουδαίοι τραγουδοποιοί από τον Johnny Cash στον Neil Young κι από τον Bill Fay στον Bod Dylan :πάνω που τους έχεις ξεγράψει, πάνω που λες ότι η πρώτη μεγαλειώδης έμπνευση τους έχει αφήσει οριστικά επανέρχονται σχεδόν από το πουθενά και ξεπετάνε ένα αριστούργημα που σου υπενθυμίζει την μοναδική ποιότητα τους.

Αυτό αποδεικνύεται ότι ισχύει τελικά και για τον Will Oldham aka Bonnie “Prince” Billy με αυτήν την απροσδόκητη lo-fi μια και έξω ηχογράφηση που παρέδωσε ο ίδιος σε περιορισμένες κόπιες 30άρας κασέτας στο cult δισκάδικο Astro Black του Louisville. Η συγκλονιστική μουσική περσόνα του ενδοσκοπικού ερημίτη σολιψιστή που με συγκλόνισε στα 90’ς έως και το “Ease Down The Road” επιστρέφει με όλο της το σώμα και πνεύμα χωρίς προειδοποίηση. Η αλήθεια είναι ότι βλέποντας σε κάποιο blog το εξώφυλλο της κασέτας με τη μακρινή κουνημένη ιμπρεσσιονιστική φωτογραφία του ενός κτίσματος μες το δάσος κάτι μέσα μου ανασκίρτησε. Λες, επιτέλους, αυτό να είναι κάτι με ουσία και βάθος από τον χαμένο σε εξωστρεφείς εμπορικές alt country παραγωγές παλιόφιλο Will; Και ναι από το πρώτο χαλαρό άρπισμα και την λεπτή, στωική και μελαγχολική εκφορά των αμφίσημων στίχων του “I Heard from A Source” με έπιασε αυτό σφίξιμο στην καρδία που ένοιωθα όταν άκουσα για πρώτη φορά κομμάτια-ορόσημο του όπως το "New Partner" ή το "May It Always Be". Και παρακάτω, αν και το ύφος ή διάθεση μπορεί να γίνεται λιγότερο ή περισσότερο σκοτεινή από τραγούδι σε τραγούδι, η πετυχημένη φόρμα που έστησε ο Oldham εδώ διατρέχει όλο το μισάωρο που διαρκεί η ταπεινή κασετούλα. Σκελετωμένες οργανικές εκτελέσεις με την αδέξια τεχνική του στην κιθάρα να συνοδεύει κάθε τριγμώδες σκαμπανέβασμα της φωνής του, που παρεμπιπτόντως μοιάζει κι αυτή αναβαπτισμένη στο ζοφερό υγρό του προ “Superwolf” παρελθόντος του. Μαγικά, και η συνθετική/στιχουργική ικανότητα του ξαναβρίσκει την φόρμα. Πολλές από τις δυομισιάλεπτες βινιέτες που ξεδιπλώνει εδώ να συγκαταλέγονται στις κορυφαίες του στιγμές. Ακούστε το ανατριχιαστική παραδοχή μιας ψυχαναγκαστικής σχέσης στο “Triumph of Will”, τη τρυφερή πλευρά του πρόστυχου ερωτισμού στο “Make It Not An Evil Mark”, την υπαρξιακή αγωνία ενός σχεδόν αλκοολικού στο “This My Cocktail” και την μοχθηρή εξομολόγηση κάποιου που μόλις έκανε το «κακό» στο αρχετυπικό Oldham “Bad Man”.Ακούστε, και αν αγαπήσατε το “Viva Last Blues” ή το “I See A Darkness” θα ανατριχιάσετε.

Βέβαια, αυτή η απρόσμενη μεταστροφή με κάνει να αναρωτηθώ για τα πιθανά κίνητρα, σκοπιμότητες, εάν κοπιάρει τον εαυτό του ή ακόμη, λόγω του περιπαικτικού χαρακτήρα, μήπως απλά μας δουλεύει ο Will. Χμ… let’s not speculate για την ώρα ας απολαύσουμε ότι καλύτερο έχει παρουσιάσει εδώ και 12 χρόνια και το μέλλον θα δείξει.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

TEA ROCKERS QUINTET - "CEREMONY" (2013)



Ακούγοντας το εντυπωσιακό ντεμπούτο της κινέζικης avant-garde κολεκτίβας, δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ ότι για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνεται ένα από τα βασικά αξιώματα που έθεσε ο Simon Reynolds στο βιβλίο του “Retromania” : ότι, δηλαδή, όπου έχει δημιουργηθεί ένας κρίσιμος πληθυσμός  άνω/μεσαίας κοινωνικής τάξης με πρόσβαση στην δυτική κουλτούρα, τότε αυτόματα ένα ποσοστό του θα ασχοληθεί με την σύγχρονη indie / experimental δυτική μουσική. Και πράγματι, για όσους δεν το έχετε πάρει πρέφα, τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσεται μια πολύ δυναμική avant-garde / experimental σκηνή στο Πεκίνο. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προϊόντα της σκηνής είναι και το υπό συζήτηση αυτοσχεδιαστικό κουιντέτο Tea Rockers Quintet που αποτελείται από τα πρώτα ονόματα της πειραματικής κινέζικης μουσικής.

Για να μπείτε εύκολα στο θέμα, αποπνέουν την ίδια νοοτροπία με τους κορεάτες Asa Chung & Junray,  όταν πριν μερικά χρόνια με το “Jun Ray Song Chang” εντυπωσίασαν με την πρωτότυπη μίξη της παραδοσιακής μουσικής της  Άπω Ανατολής με τον δυτικό pop experimental πνεύμα. Εδώ, στους  Tea Rockers, κεντρικό ρόλο στο συγκρότημα έχει ο νεαρός field recording  /noise πειραματιστής αλλά και ποιητής  Yan Jun που κατα ένα τρόπο διευθύνει και τους υπόλοιπους σε ένα είδους δομημένο αυτοσχεδιασμό, ώστε να αποφεύγεται ο αυθόρμητος μεν,  άναρχος δε ηχητικός αχταρμάς που συναντάς σε πολλά δυτικά αυτοσχεδιαστικά σύνολα. Μαζί του είναι ο τραγουδιστής παραδοσιακής κινέζικης folk Xiao He, προικισμένος με ένα τρομερά ευλύγιστο φωνητικό όργανο που με τους εκφραστικότατους λαρυγγισμούς του προκαλεί ισχυρές συναισθηματικές εκφορτώσεις. Από κοντά και η master του guqin Wu Na, ένα παραδοσιακό κινέζικο έγχορδο με χαρακτηριστικό λεπτό, κελαριστό ήχο, λιγάκι πιο χαμηλότοκο από το γνωστό σαντούρι. Στα χέρια της, όμως, υπόκεινται σε ένα ανανεωτικό, ζωντανό παίξιμο που το κάνει να ηχεί κάπως σας ένα πιο αργό μπάντζο της Άπω Ανατολής. Το οποίο και ανακατεύεται  προσεχτικά με τις ευφάνταστες μουσικές πινελιές του ταλαντούχου πολύ-οργανίστα Li Daiguo που προέρχονται κυρίως to erhu του, ένα δίχορδο κινέζικο βιολί και την pipa του, ένα είδος λαούτου. Απέναντι στους μουσικούς του κουιντέτου στέκεται ο αρχαίος διδάσκαλος τείου (ancient tea master) Lao Gu, σε ένα ρόλο εμπνευστικού εμψυχωτή ή ακόμα και καθοδηγητή που αν και δεν συμβάλλει πρακτικά στο ηχητικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο σημαντικός με τα  υπόλοιπα μέλη στο χτίσιμο του ιδιαίτερου ήχου του σχήματος.
Το “Ceremony” πρόκειται για άλμπουμ πολυεπίπεδο που σε κάθε ακρόαση αναδύονται νέες μικρές ηχητικές εκπλήξεις που δεν είχες προσέξει  πριν και δίκαια τιτλοδοτεί τους Tea Rockers Quintet ως το πλέον ελπιδοφόρο improv / avant / experimental σύνολο παγκοσμίως, αυτή την τη στιγμή.  Ένα σύνολο μορφωμένων, επιμελών και αλλά και ριζοσπαστικών μουσικών που τολμά να κοιτάξει το αυστηρό και κουρασμένο πρόσωπο της κλασσικής Κινέζικης μουσικής και να του δώσει ένα τρυφερό φιλί γεμάτο από σύγχρονες δυτικές τεχνοτροπίες ώστε να την ανανεώσει με τον πλέον ουσιαστικό τρόπο

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

THE ENORMOUS SPACE


One morning Mr. Ballantyne takes the tempting decision to stay inside his house. This is how one of the greatest and most popular J.G. Ballard short-stories begins. Through a suffocating dive into endless inner space, the psychological nightmare that follows reveals the fears of urban life and the dark sides of the human being. Seemingly, this short-story is unfolding in an uncomfortable and tense silence inside the walls of a house in a London suburb. Only few sounds are present and they are always distant and/or disturbing: the drone of a car engine, the rattling of the letter slot, the noise of the refrigerator, the air that blows through the open windows, the singing of the birds in the back garden. This compilation attempts to explore that intermittent space/silence.
In the last few months many musicians found this short-story in their mailbox, with the request to create fitting soundscapes for it, if they were willing to struggle with this harsh silence. Of course, they were free to create whatever they like. Most of them already knew and love J.G. Ballard’s work; others read the story and liked it – all of them found the idea alluring and challenging. Their correspondence varies from soundtracks for specific scenes and conveyance of feelings and atmosphere, to coverage of themes the story contains. We have tried to put the tracks in order to follow the development of the story – you can hear this compilation while reading it, before or afterwards. One thing is certain: when you read "The Enormous Space”, it will stick with you for a long, long time. We hope that this compilation can do the same.


T R A C K L I S T :

01. Expo '70 - "Primitive Crystallized Hemisphere"
02. Mordant Music - "Martinique or Mauritius"
03. Locust - "Carpenter's Interlude"
04. Alastair Galbraith - "A View To Endless Black"
05. Decimus - "The Letter Slot Rattles"
06. Troy Schafer - "Untitled"
07. Tom Carter & Barry Weisblat - "The Enormous Space"
08. Bridget Hayden - "Shipwrecked"
09. Call Back The Giants - "Cat Trap"
10. Migraine Inducers - "Sunset Gun / Smashed Milk"
11. Zaimph - "The Enormous Space"
12. Andrew Pekler - "Sustain"


The compilation is free and you can hear it here:
[BANDCAMP] - [FMA]
Or you can download it from:
[ZIPPYSHARE] - [MEDIAFIRE]

You can read and download the short-story HERE




Mastering by Emma Peel. Cover by McPan.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

MESSAGES - "MIRAGE" (2013)

Αυτός ο δίσκος αποτελείτε από παλιές ηχογραφήσεις, από το 2008 για την ακρίβεια, πριν δηλαδή τις δύο επίσημες κυκλοφορίες τους, αν και ακούγοντας τα τέσσερα κομμάτια που περιέχονται στο Mirage αυτό δεν φαίνεται καθόλου. Το κύριο χαρακτηριστικό των Νεοϋορκέζων Messages είναι τα ατελείωτα ψυχοτρόπα drones. Βέβαια αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι βαρετό, κάτι που έχουμε ακούσει πολλές φορές, κάτι που δεν ενθουσιάζει πολύ. Όμως οι Messages κάνουν το πράμα ενδιαφέρον, βάζοντας πολλά στοιχεία με αφαιρετικό τρόπο πάνω από αυτά τα βαριά drones.
Στο Cockroach (μακριά από εμάς) είναι μια μελώδια, ανατολίτικη, κάτι μεταξύ μουρμούρικου ρεμπέτικου και αμανέ, δέκα ταχύτητες πιο αργό βέβαια. Μετά στο Snake (επίσης μακριά από εμάς) και το Foodshaker θυμίζουν περισσότερο το After Before, με αργούς και υποτονικούς ρυθμούς στα tabla και νυσταλέα περάσματα που μοιάζουν με μελωδίες πάνω σε tambura, για να κλείσει ο δίσκος με το 20λεπτό Magaraga – ένα εντελώς οργανικό drone που πηγαινοέρχεται σαν κύμα, με όλα τα παραπάνω στοιχεία να προστίθενται ήπια και αργά, για να καταλήξουν να γεμίσουν τον χώρο με ένα παραισθητικό, ρυθμικό και σχεδόν τελετουργικό απόσταγμα, μπολιασμένο έντονα με έναν ανατολίτικο χαρακτήρα. Όλα τα κομμάτια αν και φαίνεται να έχουν μια χαλαρή δομή μέσα στην μεγάλη τους διάρκεια, κατορθώνουν να είναι τρομερά συνεκτικά – μια συγκέντρωση στην εξέλιξη που θυμίζει κάπως τους Αυστραλούς Necks. Αυτό που κάνει τους Messages να ξεχωρίσουν είναι ο τρόπος που καταφέρουν να κάνουν αυτή την απλή και διαπεραστική μουσική. Ο τρόπος που συνδέουν όλα αυτά τα στοιχεία, με την αργή εξέλιξη των κομματιών να μην κουράζει – αντίθετα να σε ρουφάει στη ψυχεδέλεια του, ο τρόπος που επικάθεται το ένα πάνω στο άλλο χωρίς να κάνουν έναν αχταρμά, ο τρόπος που αναπαράγουν την ανατολίτικη μουσική, δίχως να την αντιγράφουν ακριβώς, ούτε όμως και να την μεταφέρουν με τον αντιαισθητικό τρόπο της άκαμπτης προσήλωσης. Και αυτός ο τρόπος είναι που κάνει τελικά την μουσική τους να δουλεύει και το άκουσμα κάθε τους album μια ολόκληρη εμπειρία.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

CIRCLE - "SIX DAY RUN" (2013)

Οι Φιλανδοί Circle είναι από τις μπάντες που δεν έχουν αποφασίσει – και μάλλον δεν θα το κάνουν πότε – ποιο ακριβώς είδος μουσικής θέλουν να παίξουν. Πολλές κυκλοφορίες τους αποτελούνται από ένα βρώμικο metal, άλλες από ψυχεδελικό rock, άλλες είναι ambient χωρίς προφανή λόγο και κάποιες το παλιό και καλό kraut. Γενικά αν έχεις ταξινομήσει την δισκοθήκη σου με βάση τα μουσικά είδη, μερικοί δίσκοι από δαύτους θα τα τινάξουν όλα στον αέρα.
Δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσουν όλα αυτά που κάνουν. Τα metal δεν τα πιάνω – δεν είμαι φαν του είδους – τα ψυχεδελικά τους πάντα γίνονται χαοτικά στην πορεία και χάνω την μπάλα, τα kraut-rock όμως είναι, πραγματικά, άλλο πράμα και αυτός ο δίσκος είναι μόνο Kraut και, φυσικά, γαμάει. Πρόκειται για ένα soundtrack σε μία μικρή μήκους ταινία, η οποία δείχνει ένα άθλημα(?) όπου, αν το έπιασα καλά, οι διαγωνιζόμενοι τρέχουν όσες περισσότερες φορές μπορούν ένα συγκεκριμένο μίλι σε ένα συγκεκριμένο πάρκο, δίχως διαλλείματα και με ελάχιστο ύπνο. Για αυτή την ανωμαλία λοιπόν οι Circle ηχογράφησαν έξι κομμάτια αρκετά δυνατά και έντονα, με ρυθμούς κολλημένους από την αρχή με το τέλος, μια μπασογραμμή σε διαρκή λούπα σε μια απολαυστικά βασανιστική επανάληψη, με τρομερή ενέργεια, χωρίς παραμορφώσεις ή άλλες τζιριτζάτζουλες και τα drums γρήγορα και βίαια, όπως πρέπει να είναι δηλαδή. Το γνωστό, με λίγα λόγια, ύφος τον Circle: παγωμένο, μηχανικό και εκρηκτικό.
Δυστυχώς, τα κομμάτια, με αρκετά παλιομοδίτικο ήχο παρεμπιπτόντως, έχουν μικρή διάρκεια, από 3 μέχρι 5 και κάτι λεπτά, υποθέτω πως έχει να κάνει με το γεγονός ότι αποτελεί soundtrack – κρίμα, γιατί αυτά τα κομμάτια και κάνα μισάωρο να κρατούσαν δεν θα με χάλαγε καθόλου, ίσα-ίσα…

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

URPF LANZE - "PROCESSION OF TALKING MIRRORS" (2013)

Urpf Lanze προφανώς και δεν αποτελεί όνομα, για την ακρίβεια δεν ξέρω τι στο διάολο μπορεί να σημαίνει και σε ποια γλώσσα. Πίσω πάντως από αυτές τις δύστροπες λέξεις βρίσκεται ο Βέλγος Wouter Vanhaelemeesch (όχι ότι το δικό του όνομα είναι πιο εύκολο δηλαδή) που ψάχνοντας λίγο βρήκα ότι είναι ο καλλιτέχνης που έχει επιμεληθεί ένα πλήθος εξωφύλλων (κυκλοφορίες από Jozef Van Wissem και Jack Rose, μέχρι Second Family Band και Robbie Basho) ενώ επίσης αποτελεί το ήμισυ της εταιρίας audioMER – όλο και κάπου θα την έχετε πετύχει. Μουσικά τώρα, είναι κομματάκι περίεργος.
Με μια κιθάρα, που την ξαπλώνει πάνω στα πόδια του, παράγει αυτοσχεδιαστικά θέματα, που παραπέμπουν σε διάφορες παραδοσιακές μουσικές και χαρακτηρίζονται, κυρίως από την ψυχεδέλεια – είτε εξελίσσονται σε φρενιτιώδη χτυπήματα των χορδών, είτε μένουν στάσιμα σε μια επαναλαμβανόμενη μελωδία. Κυρίως, βέβαια, ο αυτοσχεδιασμός αυτός θυμίζει τα παλιά Blues - τότε που στον Αμερικάνικο νότο, η τεχνική ήταν από τα τελευταία πράγματα που απασχολούσε όσους έπαιζαν κιθάρα, βρίσκοντας διάφορους ευφάνταστους τρόπους για να εκφράζονται πάνω στο όργανο – χτυπήματα, αρπίσματα, κτλ. Αυτό το δρόμο ακολουθεί και ο Urpf Lanze, που όταν αρχίζει να «κακομεταχειρίζεται» την κιθάρα μοιάζει με έναν λιγότερο δαιμονισμένο Bill Orcutt, που βασανίζει τα Blues όμως και όχι την Folk, ενώ πάνω από αυτό τον ορυμαγδό, βγάζει που και που κάτι άναρθρες κραυγές, μπάσες και βαθιές, κατευθείαν θαρρείς από τον οισοφάγο, κάτι, που αν δεν κάνω λάθος κάνουν πολύ καλά εδώ και αιώνες στην δική τους παραδοσιακή μουσική οι Ιάπωνες.
Φυσικά, όλο αυτό το συνονθύλευμα θα ήταν ανάξιο λόγου αν δεν υπήρχε μια απλότητα, μια ζωντάνια και μια αμεσότητα σε αυτόν τον αυτοσχεδιασμό και κυρίως αν δεν υπήρχαν τα μέρη εκείνα που η κιθάρα κολλάει, όχι ακριβώς σε μία μελώδια, μα σε ένα απροσάρμοστο θέμα, που από την μια δίνει μια καλύτερη ροή στο όλο εγχείρημα, από την άλλη είναι άκρως κολλητικά και έντονα.

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

SAGOR & SWING - "BOTVIG GRENLUNDS PARK" (2013)

Πάνε δέκα χρόνια από την τελευταία κυκλοφορία των Sagor & Swing, κάπου στην πορεία προφανώς τους είχα ξεχάσει. Θυμάμαι τότε, όταν είχε βγει το Orgelfärger, δεν άρεσε σε κανέναν, πέρα της αφεντιάς μου. Δεν ξέρω γιατί. Εγώ πάντως είχα βρει πολύ πετυχημένο το ρετρό μουσικό μόρφωμα που θύμιζε κάτι από 60s – 70s, κάτι από Doctor Who και γενικά σειρές εκείνης της εποχής του BBC. Με τις πολυεπίπεδες μελωδίες, τα παλιομοδίτικα αρμόνια (ιδίως το Hammond) τους γεμάτους ρυθμούς στα drums, την λίγο διαστημική χροιά – το έβρισκα απλό, γοητευτικό και ιδιαιτέρως ευκολοχώνευτο άκουσμα. Τώρα, σε αυτά τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, έχω ακούσει ένα κάρο σύγχρονες κυκλοφορίες που θυμίζουν τον ήχο εκείνης της εποχής ή προσπαθούν τουλάχιστον. Από την Ghost Box, τον Ensemble Economique, τα πρώτα του James Ferraro, τη μισή Not Not Fun – στα αυτιά μου ο ήχος των Sagor & Swing δεν ακούγεται, προφανώς, ο ίδιος.
Η αλήθεια είναι ότι δεν με ενθουσίασε ποτέ η λεγόμενη Hypnagogic Pop και τα παρακλάδια της – μου φαινόταν πάντα πολύ φασαρία για το περιτύλιγμα και λίγη ουσία – μια μουσική που αναλωνόταν περισσότερο στην αντιγραφή στοιχείων και μοτίβων, περισσότερο για το memorabilia του πράγματος παρά για την ίδια την μουσική. Η Ghost Box, από την άλλη, έχοντας βγάλει πολλές ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες, συνήθως με αφήνει με μια αμηχανία – δύσκολα μπορώ να δεθώ με κάποιο από τα album, δύσκολα θα ακούσω κάτι πάνω από δύο φόρες – το γιατί δεν είναι της ώρας – εξάλλου σαν παιδί μεγάλωσα μουσικά με τα 90s και πάντα σιχαινόμουν τα 80s και αδιαφορούσα για τα μπλιμπλίκια των 70s – εντάξει ανούσιες γενικότητες θα σκεφτείτε και πιθανότατα θα έχετε δίκιο.
Πάντως, ακούγοντας πάλι τους Sagor & Swing, δέκα χρόνια μετά, με γοήτευσε ξανά ο ήχος τους – ίσως γιατί ακούγονται σαν να μην τους ενδιαφέρει τίποτα από το γύρω-γυρω της μουσικής, ούτε προσπαθούν να κάνουν κάτι καινούργιο ή να προσθέσουν κάτι στον ήχο που παίζουν. Βγάζουν μόνο μια αγνή αγάπη, ανεπιτήδευτη για εκείνη τη μουσική, μια τρομερά ευχάριστη διάθεση σε κάθε κομμάτι, κανένα σημείο που η εξ ορισμού πληθωρικότητα αυτού του ήχου κάνει τις συνθέσεις τους να πλατειάζουν. Ε, στην τελική, απλά μου αρέσουν.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

RABIH BEAINI - "ALBIDAYA" (2013)

Η πρώτη κυκλοφορία του Λιβανέζου Beaini, που κατοικοεδρεύει στο Βερολίνο, υπό το όνομα του - και όχι σαν Morphosis – αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν είχα ακούσει τίποτα δικό του, πριν από αυτό το δίσκο και δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω. Ο Beaini παράγει ένα μουσικό υβρίδιο στο οποίο μπλέκει πολλά πράγματα: τζαζ, φολκ μουσική της πατρίδας του, λούπες και ηλεκτρονικούς θορύβους, ήπια drones, techno, ρυθμικές και μη ρυθμικές συνθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι κάπως ασύνδετο, μα αρκετά καλό. Χρησιμοποιώντας σαν βάση τα μπλιμπλίκια, χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο – περισσότερο ακολουθώντας γνωστές νόρμες και κολπάκια – χτίζει τα κομμάτια του κυρίως στο σαξόφωνο, αλλά πολλές φορές και σε άλλα πνευστά ή έγχορδα. Τα κομμάτια μάλλον αποτελούν προϊόν αυτοσχεδιασμού, δεν ξέρεις τι να περιμένεις μετά από κάθε λεπτό, το όλο πράμα αλλάζει και εξελίσσετε σταδιακά, ακροβατώντας συνεχώς ανάμεσα στα μουσικά είδη. Παίζοντας με πολλές κορυφώσεις και μεγάλα διαστήματα ambient ο Beaini καταφέρνει μαεστρικά να πλάσει μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα, νυχτερινή και παραπλανητική και εκεί προσθέτει θέματα που θυμίζουν άλλοτε στον Sun Ra, άλλοτε στην Alice Coltrane, άλλοτε στην παραδοσιακή αραβική μουσική, ή στο kraut ή στο house. Πλήρως μεταμοντέρνο και πλήρως γοητευτικό, έχει την ζωντάνια του αυτοσχεδιασμού και την πλάνη της ψυχεδέλειας – στο πρώτο άκουσμα, αυτό που μου έφερε στο μυαλό ήταν οι Sunburned Hand Of The Man στα πρώτα τους, όχι ότι μοιάζει ο ήχος, περισσότερο η προσέγγιση: άναρχη και σχεδόν χωρίς κανόνες ή κάποιο πλάνο για την εξέλιξη. Μόνη προσήλωση το ατελείωτο χαοτικό fusion.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

IGNATZ - "CAN I GO HOME NOW?" (2013)

Ο Bram Devens ή αλλιώς Ignatz, ακολουθεί μια πορεία ανάποδη των συνηθισμένων. Η μουσική του έχει σαν βασικό συστατικό τα μπλουζ, ιδίως τα παλιά μπλουζ και ας πούμε και τα πρώιμα φολκ, αυτά που περιέσωσε ο Alan Lomax, αυτά που βρίσκονται σε διάφορες συλλογές σήμερα, μετεγγραμμένα από δισκάκια όπου η βελόνα έχει γρατσουνίσει βαθιά το βινύλιο. Και ξεκινώντας σήμερα με βάση τα μπλουζ, δύσκολα μπορείς να βρεις κάποιο προσωπικό ήχο, κάτι που να μην ακούγεται χιλιοπαιγμένο ή παλιομοδίτικο ή απλή αντιγραφή. Συνήθως λοιπόν οι μουσικοί ξεκινούν δειλά από κάτι αρκετά δομημένο, ένα διαφορετικό σημείο εκεί, μια προσθήκη παραπέρα, λίγο αφαίρεση στην πορεία – αν είναι τυχεροί, κάποιοι από αυτούς καταλήγουν να έχουν ένα δικό τους ύφος μερικούς δίσκους και μερικά χρόνια αργότερα. Όχι όμως ο Ignatz.
Τα τρία πρώτα του album, με τίτλους απλώς την λατινική αρίθμηση, ξεκίνησαν από το τέλος. Είχε δηλαδή ήδη πραγματοποιηθεί η μέγιστη αφαίρεση και μέσα από την βρωμιά της ηχογράφησης, τα ξεκούρδιστα ακόρντα, τα μουρμουρητά, τους αλλόκοτους θορύβους είχε ήδη φτάσει στο δικό του προσωπικό ήχο, κοντά στα μπλουζ, στο φολκ, αλλά όχι το ίδιο. Από εκείνη την τριλογία και έπειτα ο Ignatz αρχίζει να γυρνάει προς τα πίσω. Στον επόμενο δίσκο (I Hate This City), τα κομμάτια του αρχίζουν σιγά-σιγά να γίνονται πιο δομημένα, πιο «σφιχτά» στον ήχο, πιο προσηλωμένα στον ρυθμό, το ψιθύρισμα στο βάθος είχε αρχίσει να μοιάζει με ανθρώπινη φωνή, το εξώφυλλο δείχνει κάτι συγκεκριμένο και σε αυτόν εδώ, οι μελωδίες είναι ακόμη πιο ευδιάκριτες, οι χορδές έχουν σχεδόν κουρδιστεί, οι πολλοί θόρυβοι και τα φαινομενικά άσχετα μελωδικά θέματα έχουν εκλείψει, η κιθάρα αρχίζει να φέρνει κάτι από Velvet Underground στα λίγα σημεία που ξεφεύγει από το τυπικό ρυθμικό παίξιμο των μελωδιών.
Ίσως ο ίδιος ο Ignatz να είχε καταλάβει πως αν ακολουθούσε το δρόμο των τριών πρώτων δίσκων θα κατέληγε απλά και μόνο στο αναμάσημα μιας μανιέρας ή στην πλήρη αφαίρεση, να ακούγεται μια νότα το δεκάλεπτο, και γι’ αυτό άρχισε να επιστρέφει σε πιο κανονικές φόρμες, ίσως απλώς αυτός να είναι ο τρόπος προσέγγισης του ή τέλος πάντων, αυτό του προέκυψε. Η ουσία είναι πως καταφέρνει να διατηρεί αυτή την προσωπική χροιά, αν ακούσεις οποιοδήποτε κομμάτι τυχαία δεν τον μπερδεύεις με κανέναν άλλο, όπως επίσης διατηρεί την υψηλή ποιότητα στα κομμάτια του, την ίδια δόση ψυχεδέλειας, την ικανότητα να μαγεύει. Για να μην πω για τον τίτλο του δίσκου - απλά τέλειος.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

MASTER MUSICIANS OF BUKKAKE - "FAR WEST" (2013)

Μετά την τριλογία των Totem, η κολεκτίβα μουσικών από το Seattle (μάλλον, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την πραγματική τους ταυτότητα – άνθρωποι; Εξωγήινοι; Πλάσματα του μέλλοντος;) επιστρέφει με ένα album υπό τον απλό, άλλα άκρως ιντριγκαδόρικο τίτλο Far West. Και μπορεί να άλλαξαν concept, μα η ουσία της μουσικής τους δεν έχει αλλάξει, σχεδόν, καθόλου: μεγάλα ψυχεδελικά κομμάτια, με επαναλαμβανόμενα θέματα, με επικούς ρυθμούς, βαριά drone, κιθάρες που φολκίζουν και πάνω απ’ όλα μια τελετουργική αίσθηση. Βέβαια υπάρχουν και διαφορές σε σχέση με τα τρία Totem: εκείνα θυμίζουν, από λίγο έως πολύ, μουσική υπόκρουση για κάποια τελετή με θυσία νεαρής παρθένας, ενώ το Far West μοιάζει περισσότερο σαν μουσική που προορίζεται για το μοίρασμα του αίματος της στα μέλη της φυλής, μέσα σε ξύλινες κούπες γύρω από μια σεμνή φωτιά, στα βάθη κάποιας αμερικανικής ερήμου.
Επιμένοντας στη σκοτεινή ελεγεία τους, δίχως να φαίνεται να αλλάζουν το παραμικρό – εντάξει αλλάζοντας λίγα πράγματα – οι MMOB από εκεί που φλέρταραν με το metal, ή έστω το drone metal, με υπερβολικά ηλεκτρισμένα θέματα, χαοτικά feedbacks και κομμάτια που απλωνόντουσαν δίχως κάποιον ιδιαίτερο σκοπό – εξόν την δημιουργίας ατμόσφαιρας, εδώ κάτι τα φωνητικά σε μερικά σημεία (ιδίως στο cave of light the prima materia), κάτι τα πνευστά που ακούγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κάτι τα κρουστά που συνεχίζουν να είναι επικά μα έχουν αποκτήσει μια κάποια ευελιξία, κάτι τα πλήκτρα, οι ακουστικές κιθάρες ή ίσως οι ίδιες οι μελωδίες, κάτι τέλος πάντων κάνει τον ήχο τους να μοιάζει με Far West – να μοιάζει με soundtrack για παλιό δευτεροκλασάτο western, ή για ταινία τρόμου στη δεκαετία του ’70.
Μπορεί να είναι η ιδέα μου, μα έχω την εντύπωση πως οι MMOB κατάφεραν να βάλουν στο ήχο τους κάτι από την μαγεία του Ennio Morricone και κάτι από την καλτίλα του Dario Argento – γεγονός που προφανώς αποτελεί επίτευγμα και κάνει το δίσκο Far West το πιο προσεγμένο, πιο καλοδουλεμένο δημιούργημα της μυστηριώδους αυτής μπάντας.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ALAN LICHT - "FOUR YEARS OLDER" (2013)

Μια κυκλοφορία με πολύ ενδιαφέρον concept, μιας και παρουσιάζει το ίδιο κομμάτι, όπως το έχει αποδώσει ο Alan Licht με τέσσερα χρόνια διαφορά. Βέβαια, δεν μιλάμε για κάποιο κανονικό κομμάτι, μα περισσότερο για έναν δομημένο αυτοσχεδιασμό, πάνω στην κιθάρα του, ηχογραφημένο ζωντανά, το πρώτο κομμάτι το 2012 και το δεύτερο το 2008. Λίγα πράγματα έχω ακούσει από τον Alan Licht – δεν είναι άλλωστε από τους μουσικούς που βγάζουν δίσκο κάθε τρεις και λίγο. Οι κυκλοφορίες του είναι προσεγμένες, καλοδουλεμένες και έχουν κάτι ιδιαίτερο να πουν. Εδώ, έχουμε ένα εξαίρετο παράδειγμα της ικανότητας του Licht ως μουσικού. Η κιθάρα του, που από τις πολλές παραμορφώσεις θυμίζει κάτι από μπουκωμένο εκκλησιαστικό όργανο, κινείτε με μαγική ευκολία πάνω από μελωδικά θέματα, πάνω από ατονικά περάσματα, από δυνατά δονούμενα drones, από χαοτικά σόλο – τα τελευταία περισσότερο περιορισμένα απ’ όσο φαντάζεται κάποιος για έναν αυτοσχεδιασμό – το κολπάκι βρίσκεται στην ατμόσφαιρα (επιθετική κυρίως) που χτίζει και στον ηλεκτρισμένο θόρυβο που παράγει, στην αμεσότητα που έχει το αποτέλεσμα, που λίγοι στον αυτοσχεδιασμό μπορούν να βγάλουν – ας αναφέρω απλώς τον Keiji Haino.
Τώρα ακούγοντας τα δύο κομμάτια, θα έλεγα πως το πρώτο (του 2012) είναι πιο προσηλωμένο, πιο σφιχτό, δίχως ίχνος φλυαρίας, η δομή είναι το κυρίαρχο συστατικό, ενώ στο δεύτερο (του 2008) ο Licht ξεφεύγει εντελώς, βασανίζει με feedback την κιθάρα, βγάζοντας ένα ρυθμικό μόρφωμα σαν ξεκούρδιστο και χαλασμένο αρμόνιο, που με κάποιον περίεργο τρόπο καταφέρνει να είναι γοητευτικό. Ωριμότητα , λοιπόν; ‘Η αφαιρετική ικανότητα από την εμπειρία - δυνατότητα προσήλωσης;

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

PETER JEFFERIES - "THE LAST GREAT CHALLENGE IN A DULL WORLD" (2013/1990)

Περίεργο ακούγεται, αλλά έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία αυτού του δίσκου – και χρειάστηκαν τόσα για να βγει μία επανακυκλοφορία της προκοπής σε βινύλιο, από την De Stijl. Όποιος κατά το παρελθόν έχει ασχοληθεί με την σκηνή της Νέας Ζηλανδίας, είτε ξεκινώντας από τους Dead C, είτε από τους The Clean, δεν υπήρχε περίπτωση να μην πέσει πάνω σε αυτό το album – και οι περισσότεροι δεν έπεσαν απλά, συγκρούστηκαν και για καμιά βδομάδα διαλύθηκαν και δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό το αριστούργημα. Εντάξει, όχι οι περισσότεροι, αναφέρομαι στον εαυτό μου.
Πρωτοάκουσα το The Last Great Challenge In A Dull World μια εποχή που ήμουν λιγάκι κολλημένος με τον Smog και ένιωσα σαν να βρήκα το κρυμμένο πρωτότυπο – ναι ο Bill Calahan, επί εποχής Smog τουλάχιστον, μοιάζει πολύ με τον Peter Jefferies, στις μελωδίες που επαναλαμβάνονται συνεχώς, στην λίγο ψηθιριστή φωνή, στους στίχους, στη ιδιαιτερότητα μιας πολύ προσωπικής και ταυτόχρονα πάρα πολύ άμεσης τραγουδοποιίας. Βέβαια ο Jefferies είναι Νεοζηλάνδος. Τουτέστιν τα κομμάτια του είναι πιο πειραγμένα, σαλεμένα, περιέχουν την τραχύτητα και την αψάδα της Νεοζηλανδέζικης σκηνής. Κομμάτια σαν το Domestica, ας πούμε, το δεύτερο στη σειρά του δίσκου, όπου ακούγονται διάφοροι ήχοι ενός σπιτιού, ποτήρια, πιάτα, τρεχούμενο νερό, βήματα, ένα μηχάνημα σαν πλυντήριο, με την καθημερινή τους τυχαιότητα και από πάνω ο Jefferies να απαγγέλει μελωδικά, καρφώθηκε από τότε στη μνήμη μου και έμεινε εκεί έντονο μέχρι σήμερα, το θεωρώ ακόμη ένα αριστούργημα. Όπως θεωρώ, φυσικά, όλο τον δίσκο. Από τα κομμάτια με τον πιο γεμάτο ήχο που παραπέμπουν, προφανώς, στους Velvet Underground, όπως το Catapult, τα πιο αφαιρετικά και συναισθηματικά με βάση το πιάνο ή την κιθάρα, σαν το The Fate Of The Human Carbine, τα σαλεμένα σαν το Neither Do I, όλα, με την βαριά του φωνή αποστασιοποιημένη, λες και τραγουδάει από κάποιο άλλο δωμάτιο που δεν ακούγεται η μουσική και τους εξαίρετους στίχους, κάποιοι κωμικοί, άλλοι σοβαροί, άλλοι έντονα φορτισμένοι.
Μην κάνετε το λάθος και ξεπεράσετε στα γρήγορα αυτό το έπος. Θα χάσετε.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

BILL ORCUTT & CHRIS CORSANO - "THE RAW AND THE COOKED" (2013)

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο δεν υπάρχει σε αυτή την ηχογράφηση, απ’ ότι μπορεί να εύκολα να φανταστεί ο καθένας, βλέποντας τα ονόματα που συμμετέχουν σε αυτόν τον περίπου αυτοσχεδιασμό. Με μία λέξη: δαιμονισμένος. Ακούγοντας την πρώτη πλευρά δύσκολα συμπεραίνεις ότι όλος αυτός ο θόρυβος προέρχεται απλά και μόνο από μια κιθάρα και ένα σετ drums. Και οι δύο μάγοι-μουσικοί βάζουν σκοπό να σε ξεκουφάνουν και, δίχως να πάρουν ανάσα, ο ένας σε βομβαρδίζει με ένα ασταμάτητο ρυθμικό-άρρυθμο όγκο στα drums και ο άλλος – ως συνήθως – ακούγεται σαν να έχει βγάλει καμιά ντουζίνα δάκτυλα παραπάνω που κοπανάνε με βία χορδές και συγχορδίες. Στα χέρια του Bill Orcutt ο όρος physical για το παίξιμο ενός οργάνου αποκτάει μια άλλη έννοια.
Και ενώ την περισσότερη ώρα ακούς απλά δύο τύπους να γυροφέρνουν την θορυβώδη παράνοια με έναν τρόπο που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, εκεί, κάπου στο τέλος της πρώτης πλευράς, που ξαφνικά συντονίζονται, ο Orcutt με ένα κυκλικό θέμα που μοιάζει με drone (ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω πως ακριβώς το καταφέρνει και τι ακριβώς κάνει) και ο Corsano με ατελείωτο γύρισμα που πηγαίνει εναλλάξ από τα τύμπανα στα πιατίνια, ο δαιμονισμένος ήχος αγγίζει την μαγεία.
Μετά τα πράγματα γίνονται πιο ήρεμα και απλά. Στην δεύτερη πλευρά το πράμα κυλάει πάνω σε μια αργόσυρτη ψυχεδέλεια με μόνο κάποια ξεσπάσματα να θυμίζουν την πρώτη πλευρά. Στην αρχή ξενίζει λίγο αυτή η αλλαγή, αλλά μετά από λίγο, όταν κατακάθεται η βαβούρα στο πίσω μέρος των αυτιών, αυτή η πιο εγκεφαλική προσέγγιση του duo μοιάζει εξίσου άψογη. Ο Orcutt σέρνεται πάνω στις χορδές, δίχως να χάνει την punk χροιά στο παίξιμο του (πως θα μπορούσε άλλωστε!) και ο Corsano αναλαμβάνει ρόλο μπροστάρη, με το γνωστό του κουσούρι να βαράει ένα κάρο πράγματα που υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα ακουγόταν σαν την φασαρία ενός αυτιστικού παιδιού που βρέθηκε τυχαία μέσα στο κάδο απορριμμάτων, μα στα χέρια του δεν ακούγεται καθόλου έτσι, ίσα-ίσα ακούγεται σαν μια πελώρια χιονοστιβάδα θορύβων που σκαλίζουν ευχάριστα τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.
Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσα να μην είχα γράψει τίποτα από τα παραπάνω. Απλά και μόνο Corsano και Orcutt. Αρκεί.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

SIGHTINGS - "TERRIBLY WELL" (2013)

Παλιοσειρές, πλέον, οι Sightings, έχουν ξεχωρίσει από διάφορες noise μπάντες εδώ και καιρό, μιας και καταφέρνουν να φτιάχνουν ένα παντελώς δικό τους μουσικό σύμπαν. Ένα σύμπαν που έχει περάσει από πολλά μορφώματα: από την λασπουριά των πρώτων album, μέχρι το σχεδόν no-wave των τελευταίων, διατηρώντας πάντα την αλλόκοτη στάμπα ενός μεταμοντέρνου θορύβου.
Στο νέο τους δίσκο το τρίο από τη Νέα Υόρκη κάνει μερικά βήματα πίσω και ταυτόχρονα αρκετά βήματα μπροστά: επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο, στα πιο χαοτικά noise περάσματα των πρώτων ηχογραφήσεων του, με κομμάτια που πραγματικά βαλτώνουν σε κιθαριστικά distortion δίχως ίχνος μελωδίας, με την παρεμβολή επιθετικών και ασύνδετων θορύβων, που όλα διατηρούνται σε συνοχή χάριν στους τρομερά έντονους και ζωντανούς ρυθμούς του ντράμερ Jon Lockie. Ο ήχος επίσης των κομματιών δεν είναι τόσο γυαλισμένος και προσεγμένος όσο ήταν στα τελευταία τους album – η «βρωμιά» υπάρχει παντού και είναι, φυσικά, καλοδεχούμενη. Ταυτόχρονα όμως οι Sightings επιδεικνύουν σε αυτό το δίσκο μια ωριμότητα που δεν είχαν δείξει πριν. Τα θορυβώδη περάσματα δεν πλατειάζουν καθόλου, το ενδιαφέρον δεν μειώνετε σε κανένα σημείο των συνθέσεων, η μίξη των ειδών – κάπου ανάμεσα στο industrial, το no-wave και το post-punk – γίνεται με μαεστρικό τρόπο, το ανακάτεμα των κομματιών, των πιο σφιχτών και δομημένων (με την απαραίτητη ροκ χροιά) με τα πιο ελεύθερα που ηχούν σχεδόν αυτοσχεδιαστικά (στα όρια να θυμίζουν κάτι από Dead C) είναι προσεκτικά διαλεγμένο, τόσο που δεν καταλαβαίνεις για πότε περνάνε τα τρία, περίπου, τέταρτα που διαρκεί το Terribly Well – απόλυτα ταιριαστός, παρεμπιπτόντως, τίτλος, για ένα γοητευτικά αποκρουστικό διαμαντάκι.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

MICAH BLUE SMALDONE - "THE RING OF THE RISE" (2013)

Αυτό είναι το πρώτο album του κ. Micah Blue Smaldone, την τελευταία πενταετία. Το προηγούμενο του (The Red River) δεν με είχε ενθουσιάσει, ενώ αντίθετα, μου άρεσαν αρκετά η συμμετοχή του με την διασκευή “Mortissa“ στη συλλογή “Open Strings“ της Honest Jones πριν από μερικά χρόνια, όπως και τα κομμάτια του στο περσινό split δωδεκάιντσο με τους Big Blood.
Στα περισσότερα κομμάτια του “The Ring Οf The Rise” ο Αμερικανός κιθαρίστας συνοδεύεται από κανονική μπάντα, κάτι που δίνει ένα πλούσιο ήχο στις παλιομοδίτικες συνθέσεις. Θα μπορούσα να αναφέρω ένα κάρο επιρροές, κάποιες σαν τον Neil Young ιδιαιτέρως πρόδηλες και κάποιες όχι – στον ήχο που έχει ο Micah Blue Smaldone και ένα κάρο δίσκους που έχουν την ίδια ατμόσφαιρα με το “The Ring Οf The Rise” – το βρίσκω όμως εντελώς περιττό. Τα κομμάτια ακολουθούν μια αργόσυρτη εξέλιξη, οι μελωδίες είναι αρκετά νωχελικές και όπως είναι προφανές, εμποτισμένες με την Americana πολλών δεκαετιών – λίγο finger picking, λίγα echoes, λίγα reverbs, τα «άγια» τέσσερα τέταρτα. Το αποτέλεσμα είναι τόσο ζεστό και καλοδουλεμένο που θα μπορούσε να είχε ηχογραφηθεί οποιαδήποτε στιγμή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Micah Smaldone απλώς αντιγράφει ή αναπαράγει. Καταφέρνει να έχει ένα δικό του ύφος και οι συνθέσεις τους μια δικιά τους χροιά. Είναι ίσως η φωνή του που του δίνει αυτό το προνόμιο, τρεμουλιαστή, ήρεμη και διαπεραστική, ή ίσως η εμμονή του στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που δίνουν στα κομμάτια μια έντονη blues απόχρωση, ή ίσως η ποπ-ροκ αίσθηση που βγάζουν τα πιο ηλεκτρικά σημεία, με την πολυδιάστατη ενορχήστρωση τους.
Ναι, εντάξει, δεν είναι δα και κάτι που ακούμε για πρώτη φορά, θα πείτε και δεν θα διαφωνήσω. Σε όσους όμως αρέσει αυτού του είδους η μουσική, αυτός ο δίσκος τα έχει όλα – ωραίες μελωδίες, μια πραγματικά καλή φωνή, μια ζεστή και γλυκιά ατμόσφαιρα, μια αξιοπρόσεκτη αμεσότητα.

((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

THE INVISIBLE HANDS - "THE INVISIBLE HANDS (DELUXE VERSION)" (2013)

Ο κ. Alan Bishop, δείχνει να περνάει μία τρίτη εφηβεία – μετά την πρώτη με τους θρυλικούς Sun City Girls οι οποίοι ανακάλυψαν νέα και ιδιότυπα μέρη στη πειραματική μουσική και την δεύτερη σαν συνιδρυτής και, ακόμη και σήμερα, συνυπεύθυνος της Sublime Frequencies, της εταιρίας που μέσες-άκρες άλλαξε στους δυτικούς την άποψη περί του τι ακριβώς είναι η μουσική όλων αυτών των λαών ανατολικότερα και νοτιότερα της Ευρώπης. Ο μουσικός που άνετα θα μπορούσε να είναι πράκτορας της CIA, κατάσκοπος της Al-Qaeda, υψηλόβαθμος υπάλληλος του διπλωματικού σώματος της Β. Κορέας (;) σε αυτή τη νέα εφηβεία βρίσκει στέγη στο χαοτικό Κάιρο, όπου με ντόπιους μουσικούς επαναπροσδιορίζει κάποιες παλιές του συνθέσεις με τρόπο εντελώς διαφορετικό από τους SCG ή τις προσωπικές ηχογραφήσεις σαν Alvarius B – για την ακρίβεια μόνο οι στίχοι θυμίζουν κάτι από εκείνη την πρώτη εφηβεία – στίχοι που είναι αρκετά αλλόκοτοι στην αγγλική τους εκδοχή, πόσο μάλλον στην αραβική τους βερσιόν, που αν και δεν ξέρω γρι αραβικά, υποθέτω ότι θα ακούγονται περίπου εξωπραγματικοί. Και αυτό είναι και το μοναδικό – και καθόλου αμελητέο – πείραμα του δίσκου: η ταυτόχρονη κυκλοφορία των ίδιων κομματιών στα αραβικά και στα αγγλικά. Εντάξει, τέρμα με την θεωρία, ας πάμε στην πράξη…
Με όλες αυτές τις πληροφορίες, είναι δύσκολο να κρίνεις τον δίσκο μόνο και μόνο για τη μουσική που περιέχει. Αν δεν ήταν του κ. Bishop, αν δεν έβγαινε δίγλωσσος και αν ήταν η πρώτη κυκλοφορία από μία άγνωστη μπάντα, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι κορυφαίος; Δύσκολο ερώτημα. Δύσκολο γιατί πρώτον δεν μπορείς να απομονώσεις την μουσική από όλα τα υπόλοιπα, δεν έχει και νόημα άλλωστε και δεύτερον διότι ο δίσκος είναι πράγματι ενδιαφέρων. Υπάρχουν σημεία, για παράδειγμα, που η αραβική μουσική δένει άψογα με τις δυτικότροπες μελωδίες, ή υπάρχουν μερικά δυνατά σημεία που η μπάντα λειτουργεί με εντυπωσιακή συνοχή, σαν να παίζουν μαζί δεκαετίες. Η εξέλιξη των κομματιών περνάει από διάφορα είδη – από 60’s ψυχεδέλεια μέχρι σχεδόν αραβικούς αμανέδες, είδη που ανακατεύει δίχως το αποτέλεσμα να είναι δύστροπο ή πολύπλοκο – και μοιάζει να σε περιμένει συνεχώς στη γωνία για να σε εκπλήξει. Τα κομμάτια στα οποία ροκάρουν οι Invisible Hands είναι άκρως ξεσηκωτικά και ακόμη και η παραγωγή είναι εντυπωσιακά ζωντανή και πολυεπίπεδη. Πρόκειται για ένα ποπ-ροκ υβρίδιο, σχεδόν ανέμελο, σχεδόν παλιομοδίτικο και ιδιαιτέρως ζεστό με την πλούσια ενορχήστρωση του και ταυτόχρονα άκρως καυστικό και επιθετικό στους στίχους – σε τελική ανάλυση είναι από τους δίσκους που σε προκαλούνε να τους ακούσεις ξανά και ξανά, δίχως να σε κουράζει, να πλατειάζει ή να σε μπερδεύει.
Τελικά, έχω την υποψία πως ο κ. Alan Bishop, σε όλα τα μυστήρια ταξίδια που έχει κάνει ανά τον κόσμο έχει βρει κάπου κάποιο μαγικό μαντζούνι που τον κάνει να αναγεννιέται συνεχώς και να περνάει κάθε τρεις και λίγο από την εφηβεία. Τι να πω; Άντε και στην τέταρτη…

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

JON BROOKS - "SHAPWICK" (2013)

Μπορεί το όνομα Jon Brooks να μην σας λέει τίποτα, πιθανότατα όμως να γνωρίζεται τους Advisory Circle και την εταιρία Ghost Box – για τα οποία είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνος ο εν λόγω βρετανός. Το συγκεκριμένο album, που αρχικά είχε βγει σε μόλις 110 cd, εξαντλήθηκε και επανακυκλοφόρησε σε δίσκο, 500 κόπιες αυτή τη φορά και φυσικά εξαντλήθηκε ξανά. Γεννήθηκε σαν ιδέα όταν, κόβοντας δρόμο από την κίνηση ένα βράδυ, ο Brooks βρέθηκε στο χωρίο Shapwick και σε δρόμους δίχως φωτισμό, μέσα σε ένα δασώδες τοπίο, όλίγον άγριο, που του προκάλεσε μια περίεργη αίσθηση. Αυτή την αίσθηση προσπάθησε να αποτυπώσει στα κομμάτια του δίσκου – και το αποτέλεσμα, μέσα από διάφορα field recordings, ημιτελείς μελωδίες, αλλεπάλληλα drones και την γνωστή (από τους Advisory Circle) νοσταλγική ποπ, καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να χτίσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Ατμόσφαιρα για νυχτερινή οδήγηση δηλαδή, κάπως ψυχεδελική, έντονα μυστηριώδη και στοιχειωμένη, ζεστή και ταυτόχρονα απόμακρη – ταιριαστή για τα ομιχλώδη τοπία της αγγλικής επαρχίας. Με άλλα λόγια το album ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στην κλασσική βρετανική φολκ, τον John Carpenter και τις ηχογραφήσεις του Radiophonic Workshop του BBC, μιας και τα κομμάτια είναι δομημένα είτε γύρω από επαναλαμβανόμενους ρετρό ηλεκτρονικούς ήχους, είτε γύρω από απλές μελωδίες στο πιάνο ή σε παλιομοδίτικα synth, είτε τέλος σε θέματα στην κιθάρα, με καθαρά βρετανική χροιά. Με αριστοτεχνικό τρόπο ο Brooks κατορθώνει να τα συνδέσει όλα αυτά, κυρίως με τους ήχους που συμπληρώνουν τις συνθέσεις (εμβόλιμα spoken words, field recordings και αέρινα drones) και ο δίσκος σε ρουφάει σιγά-σίγα στην νεφελώδη δίνη του.

((E A R))
((E Y E))

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

METAL GEMS FROM 2012



Προς μεγάλη στεναχώρια της γυναίκας μου, κάθε χρονιά έχω προσωπικά καθιερώσει με την έλευση του νέου έτους και όταν έχει κατακάτσει η σκόνη από όλες τις άλλες λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς να ξεκοκαλίζω την λίστα του 2012 του Metal Hammer και να ακούω μεταλιές nonstop για κάνα 10ήμερο. Τι να κάνουμε όσο κι αν «ωριμάσω» το ενδιαφέρον για  το metal δεν μπορεί να σταματήσει, αφού με στιγμάτισε ως μουσική στα τρυφερά εφηβικά μου χρόνια,  όπως κάποιους άλλους το λεύκωμα της Paninni και οι κούκλες της Bibibo. Φυσικά, δεν είμαι στον κόσμο μου, φαντάζομαι ότι μηδαμινοελάχιστοι από σας  ενδιαφέρεται για το ποιά metal άλμπουμ μου έκαναν κλικ για το 2012. Αυτή, όμως, είναι και η καβλάντα του να έχεις blog – μπορείς να γράφεις ότι σου κατέβει στον ακούτραφα.  Ιδού λοιπόν η προσωπική μου ανταπόκριση από το metal underground, που ακόμα βράζει και όσοι α-πιστοί προσέλθετε.
Ξεκινάω κατευθείαν από τα σκληρά για να υμνήσω την πιο αληθινά ανίερη norwegian black metal κυκλοφορία του 2012, το εικονοκλαστικό “Libertus” των Αptorian Demon. Από την μία έχεις το αθάνατο 90ς σκληρό, άκαμπτο και δήθεν άτεχνο αλά Darkthrone black metal και από την άλλη κινηματογραφικά samples από καθολικούς παπάδες, ακουστικά περάσματα και κάποια ανοικτά post-metal riffing σημεία. Τα φωνητικά έχουν την αγαπημένη βαριά νορβηγική προφορά και οι δυναμικές των συνθέσεων είναι αρχιτεκτονικά τοποθετημένες άψογα. Γενικότερα αυτό το άλμπουμ περικλείει όλη αυτήν την ομορφιά μπορεί να ακτινοβολεί μες το έρεβος της αυτή η μουσική.

Για όσους βρίσκουν το ουρλιαχτό των λύκων μες το παγωμένο δάσος το ίδιο ερεθιστικό με το κελάδημα των πουλιών την άνοιξη ας τσεκάρουν και το εξαίσιο άλμπουμ των πολωνών Mgla. Εδώ η αισθητική ξεφεύγει από ολομέτωπο αντιχριστιανικό κάφρικο ύφος του παλαιού black metal για να αποδώσει ένα πιο εσωτερικό, βαθύ σκότος με μια πιο ηχοτοπιακού χαρακτήρα μουσική που σε πνίγει. Η αλήθεια είναι ότι από ότι βλέπω πολύ προσπαθούν να παίξουν μπάλα στο post-black metal τερέν, αλλά οι Mgla ξεχωρίζουν άνετα από αρμονικά τέλειο, ανείπωτα μελαγχολικό απλωτό riffing του Μ., τα δυναμικό drumming και την ισορροπημένη παραγωγή που τους επιτρέπει να ανεβοκατεβαίνουν κλιμακωτά από τα uptempo  ξεσπάσματα σε ψυχρά, μελαγχολικά μεσαίων ταχυτήτων περάσματα που πραγματικά σε καθηλώνουν.

Για πιο
back to basics thrash/black καταστάσεις οι παλιομοδίτες Νορβηγοί Aura Noir με το πέμπτο τους άλμπουμ είναι η προφανής επιλογή για μένα που δεν απογοητεύει. Μέσα στις καταφανείς Sodom / Slayer  επιρροές υπάρχει αυτό το διεστραμμένο δυσαρμονικό riffing του Carl-Michael Eide που δίνει ένα ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτήρα στην old school επίθεση και έτσι δε νοιώθεις ότι ακούς το “Eternal Devastation” πχ με γυαλατζί παραγωγή όπως συμβαίνει με πολλές βαρετές ρέτρο-thrash κυκλοφορίες τύπου Deathhammer, Nekromantheon κτλ. Το φωνητικά εναλλάσσονται μεταξύ Apollyon και Aggressor για περισσότερη κάφρικη ποικιλία και το όλο στήσιμο έχει κάτι από την πρωτόλεια βαρβαρότητα ακόμη και των Venom με κιθάρες, όμως, που όπως προείπα παίζουν σε Voivod
επίπεδα αντισυμβατικότητας.



Περνώντας στην πολύ δημιουργική ελληνική metal σκηνή θα σταθώ στο νεκροταφικό death metal των Θεσσαλονικών Nocturnal Vomit που με κέρδισε αμέσως. Χωρίς να είναι ότι πιο φρέσκο και ανανεωτικό κυκλοφορεί στην death metal πιάτσα, τα παιδία παίρνουν τη μουσική τους στα σοβαρά και μακριά από μόδες και τα σπαστικά pro-tools στήνουν τον δικό τους ζεστό, περίπλοκο ήχο με σαφείς αναφορές στους Morbid Angel, Obituary και λοιπές early 90s δυνάμεις. Τα κομμάτια φαίνονται ότι έχουν δουλευτεί πολύ για να έχουν τόσες καίριες διακυμάνσεις από ξυστά black σημεία έως prog κοφτά μετρήματα, τα σολίδια όπου υπάρχουν είναι για βραβείο προσωπικού ύφους και τα φωνητικά είναι ότι καλύτερο σε βόθρο έχει βγάλει η Ελλαδίτσα ever. Το “Cursed Relics” συνολικά αποτελεί απόδειξη όταν έχεις έμπνευση και ταλέντο μπορείς μέσα σε μια μέτρια παραγωγή να λάμψεις  σαν μια καλοδιατηρημένη νεκροκεφαλή.

Από την άλλη, το πιο προσεγμένο ηχητικά / τεχνικά brutal death metal σκηνικό που στήνουν οι Νεοζηλανδοί Witchrist έχει την δική του σάπια νοστιμάδα. Σε μια βαριά και ασήκωτη low-end παραγωγή που απειλεί να σε καταπλακώσει με το βάρος της το πλέον ψυχοπιεστικό death metal αναμιγνύεται με  αργόσυρτα doom σημεία δημιουργώντας μοναδικές εικόνες ζόφου και ψόφου. Δεν ξέρω τι ζόρια τραβάνε εκεί  κάτω στην Αυστραλία και την Ν. Ζηλανδία αλλά με μπάντες σαν δαύτες, τους Diocletian, τους Portal και άλλους καταφέρνουν να δώσουν στο death metal μια νέα avant-garde σχεδόν διάσταση που για μένα αποτελεί και το μέλλον αυτού του είδους συνολικότερα.

Τώρα, το πλέον avant-garde extreme metal άκουσμα και μια από τις πρόσφατες αποκαλύψεις-σοκ για το 2012  είναι το one-man project του συμπατριώτη ανώμαλιάρη Γιώργου Ζαφειριάδη υπό το όνομα This Ιs Past. Μιλάμε ότι η περσινή κασέτα ήταν ότι πιο ιδιαίτερο, πρωτότυπο και  ψυχωτικά κλειστοφοβικό που κυκλοφόρησε πέρσι. Τι blackest black ever και κουραφέξαλα, THIS IS PAST, ρε! Κατ’ αρχάς, μετά το επίσης αριστουργηματικό «Μισανθρωπία» θα περίμενες ότι θα καθάριζε λίγο τον ήχο του, θα στρεφότανε σε πιο «ώριμα» μουσικά μονοπάτια με καθαρά φωνητικά, λογική δομή κομματιών κτλ.  Φευ! η «Γλωσσολαλία» ακούγεται σαν το ένα ακόμη χύμα demo και αυτός ο μουσικός κωλοπαιδισμός είναι και η μαγεία του. Ταυτόχρονα, η σπηλαιώδης, μες το echo και reverb ηχογράφηση ένα σημείο που φέρνει παραδόξως τον ήχο του κοντά στο υπναγωγικές εμμονές του avant / psych underground ενώ ταυτόχρονα οι κιθάρες του παραμένουν κοφτερές και παγωμένες σα τα πρωτόλεια demos του Snorre των Thorns.Προσκυνώ.

Αν και σίγουρα όχι metal, άλλα λόγο εξωφύλλου και συνολικής αισθητικής άξιο προσοχής είναι επίσης ένα άλλο ντόπιο φρούτο υπό τον τίτλο Α Day Before. Σε μια φιλόδοξη προσπάθεια ο Γιώργος Καραλιώτης μπλέκει field recordings από την καθημερινότητα στο λιμάνι (του Πειραιά υποθέτω) με ορθόδοξες ψαλμωδίες, πυκνές droney κιθάρες, και ανατολίτικα περάσματα με τουμπερλέκι , μπουζούκι και ούτι. Το αποτέλεσμα είναι ένα απόκρυφο, κινηματογραφικό ambient / psych / avant rock μίγμα που αν και πάσχει από πολύ μέτριο ήχο τεχνικά, καταφέρνει να χτίσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Και με αυτές τις πλάγιες αναφορές στην στο γνώριμο ελληνικό περιβάλλον αποκτά μια εντοπιότητα που του προσδίδει μια αυθεντική ταυτότητα. Με μια πιο επαγγελματική ηχογράφηση θα μίλαγα για αριστούργημα. Για την ώρα μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια. 

Περνάμε τώρα στον χώρο που καλύπτει το σύγχρονο doom metal. Χοντρικά πιάνει από πληκτικό κατ εμέ death/ doom έως το ψυχεδελικό doom rock που φοριέται πολύ τελευταία. Στο πιο παραδοσιακό doom metal ύφος η κορυφή χρονιάς ήταν κατά κοινή ομολογία το ντεμπούτο των νέων αστέρων του είδους Pallbearer από το Arkansas. Κινούνται σε ένα (φυσικά) αργόσυρτο μοτίβο, με τις ογκώδης κιθάρες να κρατούν πολύ όμορφες αρμονικές στο βάθος πίσω από τα δεινοσαυρικά riffs και την προοδευτική επιρροή  ακόμα και των  πρόσφατων Earth περασμένη στην ουσία των συνθέσεων. Τα φωνητικά, ευτυχώς, είναι ψηλά, καθαρά, υμνικά με έναν, όμως, αντι-περιφεξιονιστικό εξπρεσιονισμό που τους φέρνει περιέργως, πιο κοντά με θρηνητικά indie slowcore σχήματα όπως οι Codeine πάρα με το ηρωικό στυλ των Solitude Aeternus πχ. Η αλήθεια είναι ότι αν  και δεν μπορώ να αναλύσω τι κάνει το “Sorrow and Extinction” τόσο ξεχωριστό , με ένα φαινομενικά λιτό και απλό ύφος καταφέρνει να μεταφέρει την θλίψη και την απομόνωση άμεσα στον ακροατή.

Άλλo ένα ντεμπούτο- έκπληξη που με ξετρέλανε ήταν και το μυστηριώδες “Three and Seven” των occult doomesters Occultation από την Νέα Υόρκη. Βασικό μέλος του ο κιθαρίστας των black metallers Negative Plane και μεταγγίζει πολύ το από αλλόκοτο, μακάβριο ύφος τους στις πιο heavy /doom δομές των Occultation. Παράλληλα, κάτω από τον  ηθελημένα, νομίζω, lo-fi, θαμπό ήχο βρίσκεις 70’ς prog ξεδιπλώματα, horror rock ανακλάσεις και παρανοειδή μεν κλασσικομεταλλικα δε riffs   που μαζί με τα σαγηνευτικά γυναικεία φωνητικά τους προσδίδουν αυτήν την αφανή, δυσνόητη αύρα που δεν βρίσκεις στους πιο straight συνοδοιπόρους τους σαν τους Devils Blood και Ghost. Μαζί με τους γειτονάκια τους Jex Thoth αποτελούν το πιο (δεσποτικό) μέλλον του doom rock ήχου κι γι αυτό τους εκτιμώ!

Μια ακόμη καλή doom rock επιλογή ήταν το τρίτο άλμπουμ των Witch Mountain από το βλάχο-Oregon. Οι κιθάρες τους είναι σχετικά βατές: αρκετά εκφραστικά bluesy leads και ένα- δύο βασικά ρυθμικά κοψίματα παιγμένα με ένα ζεστό fuzzy ήχο που υπηρετούν τις απλωμένες συνθέσεις. Το λαμπερό στολίδι είναι της μπάντας, όμως, είναι  η Uta Plotkin. Προικισμένη με ένα αψεγάδιαστο μπαλαντοειδές Delta soul blues ηχόχρωμα ίπταται σαν μια κολασμένη σειρήνα πάνω από τα αγόρια της μπάντας και δίνει μια ψυχωμένη συναισθηματική παράσταση που τους απογειώνει.

Πηγαίνοντας, τώρα, στις πιο ψυχεδελικές/ space πλευρές του doom metal ήχου παρατηρώ με χαρά ότι αυξάνονται συνεχώς οι μπάντες που ενσωματώνουν τις διδαχές των πρωτομαστόρων της μαστούρο-heavy rock OM. Καλοί μαθητές είναι οι Σουηδοί Hills που το δεύτερο τους άλμπουμ “Master Sleeps” το σύστησε αναγνώστης του blog και ομολογώ με κόλλησε και μένα. Έξυπνη μπάντα, στήνει τον ήχο της  σε μια επιλαμβανόμενη κυκλωτική κρίσιμη μάζα από φαζαρισμένες heavy κιθάρες και καλπάζοντα drums , και σε κάθε κομμάτι είναι σε θέση να εφεύρει διαφορετικές oriental μελωδικές γραμμές που ντύνουν τις σχεδόν τύπου Faust krautrock δυναμικές τους.   

Ακόμα περισσότερο χαμένοι σε psych /  space μονοπάτια παρουσιάζονται πλέον οι Bong στο υπνωτικό δίσκο – πρότυπο για την stoner rock σκηνή “Mana Yood Sushai”. Περιέχει δυο μισάωρα μυστικιστικών διαστάσεων κομμάτια που κινούνται γύρω από ένα κεντρικό, μονότονο κιθαριστικό βόμβο φαινομενικά ατελείωτο. Γύρω του κάθονται τα βαρύτονα, τελετουργικά φωνητικά και τα  βροντερά και λίγο jazzy drums με ένα τρόπο που σε ρουφούν ακόμη πιο βαθιά στο μαύρη δίνη στην καρδιά του ήχου τους. Το drone metal μετά τους SunnO))) και τους OM διαθέτει ένα πιο ψευδαισθησιογόνο τρίτο πόλο.

Κλείνοντας, στον ευρύτερο stoner / psych rock χώρο, μια κατηγορία από μόνοι τους είναι η μπάντα- αποκάλυψη του τελευταίου μήνα Goat. To ντεμπούτο της Σουηδικής κολεκτίβας “World Music” έχει αφήσει άφωνο πολλούς μαθουσάλες της σκηνής και δικαίως αφού το fusion που επιχειρούν και πρωτάκουστο και επιτυχημένο είναι. Από τη μία έχεις hard rockin solos και βαριές μπασογραμμές και από την άλλη ένα άνοιγμα σε αυτό που λέμε ethnic μουσική χωρίς όρια και αναστολές. Τι 60s -70s ινδικό/πακιστανικό/βιετναμέζικο ethnic rock n roll, τι 70s disco επιρροές, τι πολυρυθμικότητες με οδηγό τον Fela Kuti, τι dub κολπάκια, τι κρυφά θηβετιανά drone περάσματα, της sublime frequencies ο γάμος γίνεται εδώ μέσα με παπά τους Black Sabbath και κουμπάρο τους Funkadelic. H τύπισσα στο μικρόφωνο όπως είναι επόμενο έχει σεληνιαστεί με όλα αυτά που ακούει τους γύρω της και ουρλιάζει εκστασιασμένα τους παγανιστικούς στίχους ενώ εσύ νομίζεις ότι συμμετάσχεις σε ένα διονυσιακό πανηγύρι που έστησαν οι Master Musicians of Bukkake όταν την είδαν πιο groovy τύπου και είπαν να υπογράψουν στην Not Not Fun που έψαχνε τους επόμενους  Peaking Lights. Μιλάμε για τρελό σκάλωμα.

Αυτά για φέτο παλληκάρια και κοπελιές, είθε ο θεός του metal να μας χαρίσει και του χρόνου τόσο καλές κυκλοφορίες!