Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

LIBEREZ - "ALL TENSE NOW LAX" (2015)

Θυμόμουνα το όνομα αυτής της μπάντας, θυμόμουν ότι είχα ακούσει κάτι από αυτούς που ήταν της προκοπής αλλά τι και γιατί ιδέα δεν είχα – τόσο πολύ αχταρμάς έχουν γίνει μουσική, είδη, ονόματα και δίσκοι στο μυαλό μου.
Όταν έκατσα λοιπόν να ακούσω το τρίτο τους album δεν ήξερα τι να περιμένω. Και η αρχή δεν με εντυπωσίασε, τολμώ να πω. Ένα πιανάκι με μια δυστοπική μελαγχολία, μια αόριστη μελωδία, κάποια σκόρπια και κάπως νυσταγμένα λόγια από πάνω – κάτι που έχουμε ακούσει μυριάδες φορές και έχει αρχίσει κάπως να με κουράζει. Μόλις όμως ξεκίνησε το δεύτερο κομμάτι, ε, δυνάμωσα την ένταση και έκατσα προσεκτικά να ακούσω την συνέχεια. Δύσκολα μπορώ να κατηγοριοποιήσω τους Liberez και ακόμη πιο δύσκολα να περιγράψω αυτό που κάνουν. Άλλοτε ένα οργανικό ambient, άλλοτε ένα σκληρό industrial noise, άλλοτε κάποιοι tribal υπνωτιστικοί ρυθμοί. Το κάθε κομμάτι είναι αρκετά ξεχωριστό και μοναδιαίο. Ο δίσκος μοιάζει να είναι ένας πειραματισμός, ένα συνονθύλευμά ιδεών που όμως στην πορεία μετατράπηκε σε μια προσεγμένη παραγωγή με καλοδουλεμένα σημεία.
Το ξέρω, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρα αυτά που γράφω, γι’ αυτό θα το πάρω διαφορετικά. Όλος ο δίσκος απαρτίζεται από σπασμένες μελωδίες (που σπάνια διαρκούν πολύ) πάνω σε ράθυμους ρυθμούς, αρκετά εφιαλτικούς και αρκετά υπνωτιστικούς. Θόρυβοι και drones από πνευστά και κιθάρες χτίζουν εδώ και ΄κει κάποια επιθετικά κύματα που έρχονται και παρέχονται πάνω σε αυτή τη θάλασσα των μονολιθικών tribal ρυθμών, που από μόνοι τους βγάζουν κάτι το industrial. Ο ήχος θυμίζει κάτι από Throbbing Gristle και κάτι από Cut Hands, μα ταυτόχρονα υπάρχουν σημεία με πνευστά και έγχορδά που παραπέμπουν σε κάτι πιο ορχηστρικό, δίχως ποτέ να χάνεται αυτή η σκοτεινή και δυστοπική ατμόσφαιρα.
Έγινα πιο σαφής; Αμφιβάλλω. Κατεβάστε λοιπόν το album ή αγοράστε το (τι είπα τώρα, ε;), ακούστε και κρίνεται μόνοι σας – το σίγουρο είναι ότι δεν θα χάσετε.


((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

HELEN - "THE ORIGINAL FACES" (2015)

H Liz Harris των grouper είναι από τους μουσικούς που δοκιμάζουν συνεχώς διαφορετικά είδη μουσικής, δίχως να μένει προσκολλημένη σε έναν ήχο ή σε ένα ύφος και τέτοιοι μουσικοί είναι όλο και περισσότεροι τελευταία που η πρωτοπορία είναι κομματάκι δύσκολη, η παραγωγή εύκολη, το σύνολο των κυκλοφοριών αμέτρητο. Αλλά καλύτερα να μην αρχίσω τις θεωρητικές μπούρδες.
Με το όνομα Helen και μαζί με τους Scott Simmons και Jed Bindeman (από τους Eternal Tapestry) η Liz Harris μας προσφέρει έναν δίσκο καθαρά ποπάτο, αρκετά ψυχεδελικό και με τέρμα βρώμικο ήχο. Το group είχε βγάλει ένα 7” προ διετίας και απ’ ότι φαίνεται το αποτέλεσμα τους άρεσε και επέστρεψαν με ένα κανονικό album: δομημένο, συνεκτικό, λίγο γκαραζοειδές και αρκετά θορυβώδες. Η φωνή της Liz βγαίνει μέσα από τα reverb παραπέμποντας στην dream pop, φέρνοντας κάτι από πρώιμους My Bloody Valentine και η μουσική βασίζεται σε απλές μελωδίες, δοσμένες κυρίως πάνω στις μπασογραμμές, με την κιθάρα φορτωμένη με πολλά distortions.
Μην μπερδευτείτε από το πρώτο λεπτό, ένα ξεκούρδιστο solo στην ηλεκτρική κιθάρα, παντελώς άσχετο με τον υπόλοιπο δίσκο. Τα έντεκα κομμάτια είναι μικρής διάρκειας, με κάτι από την pop ψυχεδέλεια των ‘60s και κάτι από την σκηνή της Flying Nun των ‘80s – ειδικά το Covered In Shade μου θυμίζει έντονα ένα κομμάτι των The Clean που αδυνατώ να εντοπίσω. Τα drums είναι γεμάτα ενέργεια (δεν απέχουν και τόσο από τους Eternal Tapestry), η φωνή βγάζει μια συναισθηματική χροιά, η βρωμιά στην κιθάρα δένει με τις μελωδίες του μπάσου – το όλον είναι δυνατό και περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που προκαλούν να το ακούσεις ξανά και ξανά. Με λίγα λόγια, αξίζει.


((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

ANTONY MILTON - "THERE ARE OTHER POSSIBILITIES" (2014)

Αν και πρόκειται για περσυνή κυκλοφορία, νομίζω ότι έχει περάσει κάπως στο ντούκου, λίγα πράγματα υπάρχουν στο internet. Για τον Νεοζηλανδό Antony Milton δεν χρειάζεται να πω πολλά, ένας βετεράνος πια της πειραματικής μουσικής, με ένα σκασμό συνεργασίες και αμέτρητες προσωπικές κυκλοφορίες, κάποιες εκ των οποίων απλά τέλειες – αν δεν έχει τύχει να ακούσετε κάτι δικό του, καν ’τε το, οπωσδήποτε.
Η συγκεκριμένη κυκλοφορεί σαν κασέτα από τον Οκτώβρη του περασμένου έτους και αποτελείτε από αυτοσχεδιασμούς του Milton κατά την προετοιμασία ενός live. Δεν υπάρχουν overdubs, ο ήχος είναι μέσα στη βρωμιά, τα κομμάτια δεν καταλήγουν πουθενά – όλα είναι φτιαγμένα με δύο πεταλάκια για λούπες, αρκετό distortion και μερικούς τόνους ψυχεδέλειας. Ο ίδιος ξέθαψε αυτές τις ηχογραφήσεις όταν του ζητήσαν ένα album από την End of the Alphabet Records και ανακάλυψε ότι άξιζε τον κόπο να τις κυκλοφορήσει· και άδικο δεν είχε. Τα έξι κομμάτια αποτελούνται από σπασμένα beats, από ατελείωτα drones, από οξείς θορύβους πεταμένους κάπου στο βάθος του συνόλου. Υπάρχουν σημεία που κάποια μελωδία αναδύεται από τους βόμβους, υπάρχουν σημεία που τα beats (απλά και λίγο παλιομοδίτικα, είναι η αλήθεια) αποκτούν μια ρυθμικότητα της προκοπής, υπάρχουν σημεία που οι θόρυβοί επαναλαμβάνονται υφαίνοντας ένα άκρως ψυχοτρόπο ηχητικό πεδίο. Αυτές οι ηχογραφήσεις φέρνουν κάτι από τη minimal προσέγγιση του θορύβου στα προσωπικά πονήματα του Michael Morley (Gate), κάτι από την στεγνή και μονολιθική ψυχεδέλεια του Neil Campbell στους Astral Social Club, και κουβαλούν φυσικά κάτι από τον απόκοσμο και ψυχρό ήχο που συνήθως δημιουργεί ο κ. Milton.
Κομμάτια σαν το τελευταίο και ομότιτλο με διάρκεια κάπου στα 14 λεπτά – ένας στατικός θόρυβος με τρομερή ένταση και ενέργεια – και σαν Surface Sign, που τα πειραγμένα beats παλεύουν μέσα από μια ρυθμικότητα να γίνουν σχεδόν χορευτικά και τις επαναλαμβανόμενες μελωδίες να δώσουν μια δομή, είναι άψογα· αυτοσχεδιασμοί ή όχι, πρόχειρα φτιαγμένα ή όχι, δεν έχει καμία σημασία, είναι κομμάτια που μπορώ να ακούω ξανά και ξανά και ξανά.


((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

AYE AYE - "S/T" (2015)

Δεν μπόρεσα να βρω και πολλές πληροφορίες για αυτό το δίσκο – στα περισσότερα site βρήκα αναδημοσιευμένο το λιτό δελτίο τύπου της δισκογραφικής εταιρίας, φαίνεται πως η βαρεμάρα των ανθρώπων που ασχολούνται με τη μουσική γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.
Οι Aye Aye είναι εν μέρει ένα side project των Bardo Pond, αυτό κυρίως μας ενημερώνει το δελτίο τύπου και η αλήθεια είναι πως αυτή η πληροφορία είναι κάπως περιττή. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα αντιλαμβάνεσαι πως αυτές οι κιθάρες, αυτός ο ήχος, αυτές οι μελωδίες, δεν γίνεται να είναι κάτι άλλο πέραν από Bardo Pond. Δεν ξέρω τι στο καλό κάνουν στις κιθάρες τους, τι πετάλια χρησιμοποιούνε (ομολογώ πως είμαι και λίγο άσχετος από αυτά) ξέρω όμως στα σίγουρα πως οι άτιμοι καταφέρνουν να βγάζουν έναν πολύ συγκεκριμένο ήχο, μονολιθικό, ψυχεδελικό, χαοτικό και παράλληλα εκστατικά απλό. Ε, αυτός ο ήχος υπάρχει και σε αυτό τον δίσκο: οι αργόσυρτες μελωδίες, τα πολλά distortion και τα delay, η επίμονη επανάληψη μοτίβων, το τείχος του θορύβου. Υπάρχει επίσης μια φυσαρμόνικα, ναι φυσαρμόνικα, που δένει άψογα με αυτές τις κιθάρες. Αργόσυρτη και αυτή, νωχελική και επίμονη – ακούγεται περίπου σαν τις κιθάρες, προσθέτοντας μια διαφορετική χροιά στον ήχο, που σταδιακά πλάθεται σαν ένα βαριά ηλεκτρισμένο desert blues –θυμίζει κάτι από τους Earth, ή τέλος πάντων βαίνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Εντάξει, δεν λέω, έχω ακούσει και καλύτερους δίσκους από τους Bardo Pond, αυτό όμως δεν λέει και τίποτα. Η συγκεκριμένη κυκλοφορία μπορεί εύκολα να σε τραβήξει στον γαλαξία της, να σε ρουφήξει μέσα στον κυκλικό της ρυθμό, τον σχεδόν έρποντα και αέναο θόρυβο της(σαν το λεμούριο της Μαγαδασκάρης από το οποίο δανείζεται το όνομα της αυτή η κυκλοφορία) Θόρυβος που δεν είναι καθόλου επιθετικός, κάθε άλλο, είναι ήπιος και φιλικός, κάτι σαν ανοιξιάτικο απόγευμα στον Αμερικάνικο νότο, με το απαλό αεράκι και την απαραίτητη αιώρα.


((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

KIM DOO SOO - "DANCE OF HUNCHBACK" (2015)

Τριάντα περίπου χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, ο Κορεάτης τροβαδούρος της θλίψης επιστρέφει με τον, ίσως, πιο ολοκληρωμένο του δίσκο. Τα συστατικά είναι πάνω-κάτω τα ίδια με τα προηγούμενα πέντε album: finger-picking στην κιθάρα με κάποια ρυθμικά μέρη, απλός ήχος δίχως πολλές εξάρσεις και σκαμπανεβάσματα στην ένταση, η γνώριμη ψιθυριστή και κυματιστή φωνή του Kim Doo Soo.
Δεν ξέρω Κορεάτικα και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να μάθω ποτέ, οπότε δεν μπορώ να εκτιμήσω ακριβώς τους στίχους των κομματιών, ούτε φυσικά να τους καταλάβω. Ακόμη κι από τις αγγλικές τους μεταφράσεις νιώθω ότι κάτι δεν πιάνω· υποθέτω ότι η απόσταση της Κορεάτικης κουλτούρας με την δικιά μας είναι μεγάλη. Έτσι όμως, για να έχετε μια ιδέα, τα περισσότερα κομμάτια καταπιάνονται είτε με κάτι μεταφυσικό, είτε με το ανέφικτο και το αφύσικο, είτε με κάτι δυσλειτουργικό – με τρόπο αφαιρετικό ή αφηρημένο και βαθιά ποιητικό. Κάτι που φανερώνουν και οι τίτλοι των περισσότερων εκ αυτών: The Land of No Wind, Leaden, Falling Blossom και το ομότιτλο Dance of Hunchback (πόσο γαμάτος τίτλος για δίσκο, παρεμπιπτόντως).
Η μουσική που πλαισιώνει τους στίχους και την ζεστή φωνή του Kim Doo Soo, είναι επίσης απλή και αφαιρετική – οι μελωδίες υπόγειες και εύθραυστες. Επικρατεί φυσικά η ακουστική κιθάρα, με μόνη διαφορά σε σχέση με τα περισσότερα album του Kim Doo Soo την προσθήκη διάφορων άλλων οργάνων, όπως η φυσαρμόνικα, το βιολί και το τσέλο, η τρομπέτα και το ακορντεόν, που είτε εμφανίζονται επικουρικά στην σύνθεση των μελωδιών, είτε σαν απλές πινελιές στην ροή των κομματιών. Αυτές οι μικρές σε διάρκεια πινελιές, όπως και οι δεύτερες φωνές που επίσης εμφανίζονται σκόρπια στην πορεία του δίσκου, δίνουν ένα επιπλέον βάθος, ατμοσφαιρικό και συναισθηματικό. Σε γενικές γραμμές, η δομή των κομματιών είναι πολύ δουλεμένη, τα ρυθμικά μέρη είναι καθηλωτικά, ο δίσκος ακούγεται σαν ένα ενιαίο κομμάτι με όλες τις απαραίτητες διακυμάνσεις, τόσο άψογα δεμένος είναι – ο Kim Doo Soo μας προσφέρει έναν κορυφαίο δίσκο μελαγχολικής τραγουδοποιίας.

((E A R))
((E Y E))

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

LIGHTNING BOLT - "FANTASY EMPIRE" (2015)

Είμαι από αυτούς που όταν είχα ακούσει το Ride The Skies είχα εκστασιαστεί – μου ακουγόταν τότε ως κάτι εντελώς πρωτότυπο, διαφορετικό και όσο ακραίο χρειαζόμουν. Και επίσης είμαι από αυτούς που όταν είδα το The Power Of Salad And Milkshakes μου είχαν πέσει τα σαγόνια με την ενέργεια που έβγαζαν οι συναυλίες τους. Η πόρωση μου με τους Lightning Bolt συνεχίστηκε και μέχρι το Hypermagic Mountain, μα στο Earthly Delights ένιωσα πως έχουν αρχίσει να το χάνουν, να επαναλαμβάνονται, να σβήνει το φρέσκο και δυναμικό που είχαν, να είναι εγκλωβισμένοι στη μουσική τους μανιέρα. Η αλήθεια είναι ότι νόμιζα πως είχαν διαλυθεί. Αμ δε.
Έξι χρόνια μετά το duo επιστρέφει. Το Fantasy Empire περιέχει κομμάτια που έχουν ηχογραφηθεί εν καιρώ σε χλιδάτο studio, με γυαλισμένο ήχο, προσεγμένη παραγωγή, όλα στην εντέλεια. Ναι, αυτό απέχει πολύ από τις συναυλίες των 50 ατόμων σε υπόγεια και γκαράζ, από την βρωμιά του ήχου στις πρώτες τους κυκλοφορείς. Εξάλλου στην πορεία οι Lightning Bolt εξελίχθηκαν σε μια μπάντα που έπαιζε σε μεγάλα φεστιβάλ, αναγνωρισμένη από ένα ευρύ κοινό…
Η μετάβαση αυτή από μια απλή DIY μπάντα με punk ύφος σε ένα μεγάλο όνομα που ηχογραφεί για την Bjork και με τους Boredoms, δεν είναι ακριβώς εύκολη. Μπορείς άνετα να χάσεις την μπάλα, έχει συμβεί σε πολλούς μουσικούς. Και όταν έβαλα να ακούσω το Fantasy Empire, ομολογώ ότι ήμουν λίγο προκατειλημμένος – πίστευα ότι θα ήταν ένα αναμάσημα από τα ίδια. Φυσικά, είχα άδικο.
Τα κομμάτια προφανώς και πλημμυρίζουν από ενέργεια, από θόρυβο, από την χαρακτηριστική αμεσότητα της μπάντας, που από τα πρώτα δευτερόλεπτα σε παρασύρει να σηκωθείς και να κοπανιέσαι σαν επιληπτικός – τα drums είναι καταιγιστικά, η κιθάρα-μπάσο τίγκα στην παραμόρφωση. Αυτά όμως ήταν δεδομένα, έτσι κι αλλιώς. Η διαφορά από ότι προηγούμενο έχουν κυκλοφορήσει, έχει να κάνει με την παραγωγή. Εκμεταλλευόμενοι τον γυαλισμένο ήχο, τα κομμάτια τους ρέπουν προς το metal, χάνουν την τραχύτητα τους και γίνονται περισσότερο εγκεφαλικά. Εντάξει, ακόμη το κάθε λεπτό του δίσκου μυρίζει ιδρωτίλα και βαρβατίλα, μα ταυτόχρονα οι εναλλαγές, οι πιο καθαρές μελωδικές γραμμές, οι αυξομειώσεις στην ένταση και την ταχύτητα και οι κορυφώσεις, είναι προσεκτικά δουλεμένες – το art noise που τους χαρακτηρίζει, δεν είναι πια κάτι του στυλ “βαράμε δίχως οίκτο” που σε πιάνει από τον σβέρκο και σε κοπανάει στο τοίχο – δεν προκαλεί, παρά προσκαλεί στον μαγικό, πολύχρωμο και θορυβώδη κόσμο του. Τα κομμάτια δεν είναι μονολιθικά και άκαμπτα, μα έχουν εξέλιξη, πορεία, αφήγηση.
Ή, για να μην το κουράζω, το δισκάκι απλά γαμάει.


((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

BILL WELLS & AIDAN MOFFAT - "THE MOST IMPORTANT PLACE IN THE WORLD" (2015)

Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη τους συνεργασία, ο πολυοργανίστας Bill Wells υφαίνει ξανά το μουσικό τοπίο για τους έντονους, πικρούς και αφοπλιστικά άμεσους στίχους του Aidan Moffat. Ο τίτλος του album σφετερίζεται ένα σλόγκαν των ΙΚΕΑ και, παρομοίως, σχεδόν όλα τα κομμάτια περιγράφουν ειρωνικά την περίπου αβιοτική ζωή στις σύγχρονες πόλεις.
Ένας δίσκος ποπάτος, ευκολοχώνευτος, μικρός και χαριτωμένος, που νομίζω ότι είναι από αυτούς που κάποιος μπορεί να αγαπήσει ή να μισήσει – τόσο χαρακτηριστικό ήχο έχει. Οι μελωδίες, χτισμένες κυρίως πάνω στο πιάνο, είναι αιθέριες και απλές, όπως είναι συνήθως δηλαδή οι μελωδίες που φτιάχνει ο Bill Wells, ντυμένες με τις ρυθμικές λούπες του κ. Moffat· που ποικίλουν από επίσης απλές παρεμβολές, εν είδει μετρονόμου, μέχρι ένα χαλί από εξωτικούς ήχους σε bosa-nova τέμπο. Το κύριο χαρακτηριστικό όλων των κομματιών, όπως και στο “Everything's Getting Older”, είναι η αίσθηση του «πρόχειρου» που αφήνουν, των ιδεών που έχουν κάπως πεταχτεί χύμα ή έχουν δουλευτεί ελάχιστα και έχουν μπει σε ένα album ανολοκλήρωτες, κάπως με απλοϊκότητα ή αφέλεια. Φυσικά, βέβαια, αυτό έχει γίνει σκόπιμα, αυτό κάνει όλο το δίσκο πιο άμεσο και σε προκαλεί να επικεντρωθείς στους στίχους που είναι και όλο το ζουμί.
Κάθε κομμάτι του δίσκου θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί σαν ένα μικρό ποίημα ή, καλύτερα, σαν μια αυθόρμητη πρόζα. Ίσως εδώ βρίσκεται και η διαφορά με τον προηγούμενο δίσκο. Εκεί τα κομμάτια ήταν δομημένα εξίσου σε μουσική και στίχους, υπήρχαν τρείς-τέσσερις μικρές pop ελεγείες, ήταν περισσότερο δίσκος τέλος πάντων. Εδώ είναι κάτι σαν θεατρικό έργο που ξέφυγε. Όλα τα κομμάτια είναι μικρές νυχτερινές ιστορίες της πόλης. Ο κ. Moffat με την βαριά σκοτσέζικη προφορά του και το κάπως βαριεστημένο τρόπο του, απαγγέλει για την κρίση της μέσης ηλικίας, για πάστορες που προσπαθούν να προσηλυτίσουν στις 3 το βράδυ, για μπαρ και αποτυχημένες σχέσεις, για αυτοκόλλητα στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων – περιγράφοντας έντονα και γλυκόπικρα μια γενικότερη δυσλειτουργικότητα που, λίγο-πολύ όλοι έχουμε νιώσει. Και ο μανδύας της χαρακτηριστικής naive pop, με το πιάνο και τα σκόρπια πνευστά και έγχορδα, που πλάθει ο Bill Wells, προσδίδουν μια σκοτεινή, αλλά ταυτόχρονα και ανάλαφρη και ζεστή ατμόσφαιρα, που δένει με τους στίχους άψογα.
Εντάξει, δε λέω, συμπαθώ ιδιαίτερα αυτούς τους δύο τροφαντούς Σκοτσέζους – ότι κι αν βγάζουνε μου κάνει, κακό λόγο δεν θα ‘λεγα για δαύτους με τίποτα.


((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

COLIN STETSON & SARAH NEUFELD - "NEVER THE WAY SHE WAS" (2015)

Για τον Colin Stetson δεν ήξερα τίποτα μέχρι το “New History Warfare Vol. 3: To See More Light” – το προπέρσινο προσωπικό του album από την Constellation. Τη Sara Neufeld από την άλλη δεν την ήξερα καθόλου, αν και με ένα απλό γκουγκλάρισμα είδα ότι είναι η βιολίστρια των Arcade Fire. Οι δύο τους έχουν συνεργαστεί και στο παρελθόν, σε διάφορα project και αυτό είναι το πρώτο album που βγάζουν μαζί. Στα 8 κομμάτια του δίσκου δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο τα δύο αυτά όργανα, το σαξόφωνο και το βιολί, δίχως overdubs, δίχως λούπες, δίχως τίποτα – απογυμνωμένα από οποιοδήποτε εφέ, από οποιαδήποτε φιοριτούρα τεχνικής, από κάθε περιττή μελωδική γραμμή, από άσκοπα γεμίσματα στον ήχο – κανένα από τα γνωστά κόλπα που μπορούν να αμπαλάρουν τη μουσική για να γίνει πιο εύηχη ή η εύπεπτη. Αυτό μπορεί να ακούγεται από βαρετό μέχρι αδιάφορο· ε, δεν είναι.
Ο ιδιότυπος τρόπος με τον οποίο παίζει ο Colin Stetson – οι κυκλικές αναπνοές και οι κοφτές νότες – ενέχει μια σκληρότητα και ο τρόπος με τον οποίο δομεί τα κομμάτια του, τουλάχιστον στο New History Warfare Vol. 3, με τις αργόσυρτες κορυφώσεις και τις ρυθμικές, μικρές εναλλαγές στις νότες, βγάζουν μια επικότητα και μια ψυχρότητα – το αποτέλεσμα είναι μονοδιάστατο, μονολιθικό, έντονο και τελικά εντυπωσιακά καλό. Σε αυτή εδώ τη συνεργασία, η Sara Neufeld προσπαθεί να ακολουθήσει αυτή την ιδιότυπη τεχνική – το παίξιμο της είναι επίσης κοφτό, επιθετικό, ρυθμικό. Αν όμως το όλο πράμα έμενε εκεί, μάλλον θα ήταν απλά μια άσκηση τεχνικής, ενδιαφέρουσα άλλα κάποια στιγμή θα κούραζε. Και ναι, το πρώτο κομμάτι του δίσκου “The Sun Roars Into View” – που είναι προσηλωμένο σε αυτό το κυκλικό παίξιμο – είναι γαμάτο, αλλά οι δύο μουσικοί δεν μένουν απλά στην καλή χημεία μεταξύ των δύο οργάνων. Όσο εξελίσσετε ο δίσκος, τόσο περισσότερο είναι εμφανές ότι το κάθε κομμάτι αποτελεί μια διαφορετική προσέγγιση για το πώς μπορεί να αποδοθεί, όσο πιο λιτά γίνεται πάντα, αυτή η τεχνική– θυμίζοντας από Terry Riley μέχρι David Byrne. Ναι, εντάξει, όλα τα κομμάτια είναι κάπως σκοτεινά και κάπως επικά, μα υπάρχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές: άλλα επιθετικά με δυνατούς θορύβους, άλλα λυρικά με αφαιρετικές μελωδίες, άλλα να μοιάζουν με κινηματογραφικά θέματα, άλλα συναισθηματικά και άλλα ψυχρά και παγωμένα.
Το ότι κατορθώνουν οι Stetson και Neufeld, να μπολιάζουν την τεχνική και την αφαίρεση και ταυτόχρονά κατορθώνουν να απαιτούν και να κερδίζουν διαρκώς την προσοχή σου, κάνει αυτό το δίσκο, πέραν από one of the kind, ένα μικρό αριστούργημα.


((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

STEVE GUNN & THE BLACK TWIG PICKERS - "SEASONAL HIRE" (2015)

Εντάξει, μάλλον θα με πάρετε για κολλημένο – κάθε album και side project των Pelt σπεύδω να το ανεβάζω με διθυραμβικά λόγια. Εντάξει, μάλλον θα έχετε δίκιο. Μα δυσκολεύομαι να αντισταθώ. Εδώ, οι Black Twig Pickers, το πιο καθαρόαιμο και παλιομοδίτικο bluegrass σχήμα από τα μέλη της κολεκτίβας των Pelt συνεργάζεται με έναν εκ των κορυφαίων κιθαριστών της folk μουσικής αυτή τη στιγμή και η συνεργασία τους είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να φανταστεί ο οποιοσδήποτε έχει ακούσει κάτι από τους μεν και τον δε. Τουτέστιν μερικά κομμάτια είναι πολύ πιο ρυθμικά και ψυχεδελικά, στο μότο της folk από τα Απαλάχια όρη, κάποια πιο δομημένα πάνω στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της κιθάρας του Steve Gunn. Σε όλα τα κομμάτια όμως είναι εμφανής η παρουσία και των δύο – το βάρος μοιράζεται στην ακουστική κιθάρα, το banjo, το βιολί, τα drones.
Αυτό που ξεδιπλώνεται στα πέντε κομμάτια του δίσκου μοιάζει πάρα πολύ με αυτοσχεδιασμό ή έστω με one take, ή τέλος πάντων έχει όλη την δύναμη του ζωντανού ήχου (δεν υπάρχει κανένα overdub και κανενός είδους εφέ, όπως άλλωστε σε όλες τις κυκλοφορίες των Black Twig Pickers και των Pelt), μα ταυτόχρονα ακούγετε αρκετά δομημένο, σφιχτό, δουλεμένο. Αυτή η ισορροπία είναι που δίνει την ένταση και την δυναμική σε αυτά τα κομμάτια για να ακούγονται απλά υπέροχα. Μια ισορροπία ανάμεσα στην μελωδία και την ψυχεδέλεια, την δομή και τον αυτοσχεδιασμό, την ένταση και την ηρεμία. Διότι μπορεί να παίζουν κάτι χιλιοπαιγμένο με εκατομμύρια τρόπους, μα, από την άλλη, από την στιγμή που το κάνουν καλά – και οι συγκεκριμένοι το κάνουν άψογα – δεν ακούγεται διόλου τετριμμένο, πόσο μάλλον αδιάφορο.
Και ιδίως το ομότιτλο και τελευταίο κομμάτι αυτής της συνεργασίας, που βαστάει 16 λεπτά και κάτι ψιλά, έτσι όπως εξελίσσεται, όπως χτίζεται κυκλικά πάνω στα drone και τις μελωδίες, προσθέτοντας κάθε φορά και κάτι, είναι ένα πραγματικό αριστούργημα – τολμώ να πω μου θύμισε κάποια παλιά κομμάτια των Pelt με τον αείμνηστο Jack Rose.


((E A R))
((E Y E))

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

MARK ALEXANDER MCINTYRE - "GRAPES" (2014)


Πολλοί από εσάς θα έχετε ήδη ακούσει το “Grapes” αλλά ο ενθουσιασμός μου για αυτό το psych folk διαμαντάκι με προέτρεψε να το ανεβάσω αν και κυκλοφορεί από την άνοιξη του 2014.Στην αρχή, λόγω τίτλου και του 60s χυμώδους εξώφυλλου, πίστεψα ότι πρόκειται για καμιά ιστορική επανακυκλοφορία κάποιου cult classic από τα 60s – 70s που ανακάλυψε κάποιος underground τυμβωρύχος. Τελικά προκύπτει ότι είναι η καινούργια δεύτερη solo δουλειά του Καναδού folk rocker που ηχογραφήθηκε πέρσι. Βέβαια, είναι πολύ πιθανό να μπερδευτεί κανείς σε σχέση με την εποχή που μπορεί να ηχογραφήθηκε αυτό το αναπάντεχο αριστούργημα, καθώς η μουσική του McIntyre έχει μια απροσδιόριστη διαχρονικότητα. Θα μπορούσε να είναι τέκνο της αμερικανικής acid folk σκηνής των 60s, της νεοζηλανδικής fuzz folk rock των 80ς ή ακόμη και της no folk της ΝΥ των 90s. Και σε μια εποχή, που προσωπικά ψάχνω την καλή τραγουδοποιία του χώρου με το τουφέκι τα τελευταία χρόνια, το άλμπουμ αυτό δεν χορταίνω να το ακούω. Η παραγωγή του θαμπή μες την ηχώ και την λάσπη, το παίξιμο της κιθάρας χύμα, γρατσουνιστό και επιθετικό, η διάθεση του καλλιτέχνη φανερά ράθυμη. Τα κομμάτια σύντομα και περιεκτικά με κολλητικά ρεφραίν που λειτουργούν σαν βαλβίδες ψυχικής εκτόνωσης και αγωνιώδη, πυρετικά κουπλέ που κρύβουν μεγάλη εσωτερική ένταση. Στίχοι υπερβολικά πεσιμιστικοί, κατάμαυροι χωρίς ίχνος έστω σκοτεινού ρομαντισμού, τραγουδούν σπαρακτικά για αληθινά προβλήματα υγείας (πρησμένα στομάχια και καρκίνους) , αφόρητες οικονομικές δυσκολίες, σπαστικές δουλειές, γελοίους έρωτες και άλλες συναφείς καταστροφές. Η φωνή υψίτονη και στεντόρεια περασμένη μέσα από την καταχνιά της lo fi ηχογράφησης ακούγεται σαν το ταλαιπωρημένο φάντασμα του Simon Finn ή του Marc Bolan και ενώ όταν σοβαρεύει περαιτέρω και κατεβαίνει ένα-δύο τόνους ακούγεται όσο μοχθηρή όσο του Alan Bishop επί Uncle Jim. Η ροή του άλμπουμ είναι απολαυστικά κλιμακωτή με τα πιο ακουστικά μπαλαντοειδή κομμάτια στην αρχή και το σταδιακό πέρασμα σε ένα πιo garage rock format με είσοδο ηλεκτρικής, μπάσου, ντραμς. Πάνω από όλα είναι αυτή η πνιγηρή, άρρωστη και ψυχεδελικά κατηφής ατμόσφαιρα που πλανάται πάνω από όλο το άλμπουμ και του προσδίδει μια μοναδική διάσταση πέρα από τα καθιερωμένα psych folk μονοπάτια, σαν ο μυστηριώδης ΜcIntyre να αντλεί έμπνευση κατευθείαν από το αβυσσώδες προσωπικό του κενό, όπως λίγοι έχουν κάνει μέχρι τώρα (του Jandek συμπεριλαμβανομένου). Ένα από τα avant folk must της δεκαετίας το “Grapes” κι ας είναι ξινοί οι καρποί του.

((E A R))
((E Y E))