Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

CYCLOBE - "WOUNDED GALAXIES TAP AT THE WINDOW" (2010)

Το “Wounded Galaxies Tap at the Window” είναι, απλά, ένα δισκογραφικό αριστούργημα. Μια τέλεια καλλιτεχνική σύλληψη σε όλα τα επίπεδα. Οι σουρεαλιστικά μυστικιστικοί τίτλοι των κομματιών, το φανταστικό εξώφυλλο και βέβαια το υπέροχο μουσικό περιεχόμενο του LP συνθέτουν ένα μοναδικό έργο σκοτεινής μουσικής μυθοπλασίας. Φυσικά, το “Wounded Galaxies Tap at the Window” δεν θα μπορούσε να μην δημιουργηθεί από τους κ.κ. Ossian Brown και Steven Thrower, αμφότεροι εναπομείναντα μέλη των αρχόντων του Μαγικού ‘Ηχου – των αθάνατων Coil δηλαδή. Το άλμπουμ είναι μάλιστα, αφιερωμένο στον αποθανόντα τρελο-ποιητή Jhon Balance και κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν φύγει και ο ιδιοφυής μουσικός αρχιτέκτων Peter Christopherson. Οι ομοιότητες μεταξύ πεθαμένων Coil και των ζωντανών Cyclobe είναι τόσες που δεν έχει νόημα να τις απαριθμήσω. Σίγουρα, το εν λόγω LP θα μπορούσε να κυκλοφορήσει με το όνομα Coil στο εξώφυλλο και θα μιλάγαμε για ένα ακόμη σκοτεινό διαμάντι τους. Φαίνεται ότι οι Brown και Thrower με την δεκαετή συμμετοχή τους στις ζωντανές εμφανίσεις του group στιγματίστηκαν καλλιτεχνικά πολύ βαθιά από την φιλοσοφία των Christopherson/ Balance. Κατ ένα τρόπο, πήραν ανεπίσημα το χρίσμα να εξελίξουν αυτή την παγανιστικά ζοφερή μουσική αισθητική που με τα χρόνια τελειοποίησαν οι Coil. Και δεν θα μιλούσα με τόση σιγουριά για τις ικανότητα των Cyclobe να σηκώσουν αυτό το βάρος, εάν δε με έπειθε 100% το μουσικό περιεχόμενο του δίσκου : Το εναρκτήριο “How Acla Disappeared from Earth” καταφέρνει μέσα σε 4 τρία λεπτά από την αιθέρια drone εισαγωγή να σε μπάσει στο ερεβώδες περιβάλλον του δίσκου με την εισαγωγή όλο και πιο άβολων ήχων. Το “The Woods Are Alive With The Smell Of His Coming” που καλύπτει την υπόλοιπη πρώτη πλευρά, είναι ένα μυσταγωγικό 17λεπτό έπος. Νυκτερινές folk μελωδίες διαπλέκονται με ορχηστρικών διαστάσεων έγχορδα και ακαθόριστα κακοφωνικούς ήχους πάνω σε ένα υποχθόνιο και εξωτικό, συνάμα, ρυθμικό στρώμα από kalimba που είναι τελείως Coil και διατρέχει όλη την σύνθεση. Απόλυτα ανατριχιαστικό. Στην δεύτερη πλευρά, το δελεαστικό ελλειπτικό droning σε συνδυασμό με τον περιπαικτικό σκοπό στο hurdy gurdy περιγράφεται χαρακτηριστικά από τους ίδιους “We’ll Witness the Resurrection of Dead Butterflies” και μάλλον κάτι τέτοιο οραματίζομαι και εγώ. Στη συνέχεια, έρχεται η αφηγηματική βινιέτα “Sleeper” κτισμένη γύρω από το ένα απλό μοτίβο στο πιάνο και τα ερμαφρόδιτά φωνητικά του Βrown που συνεχώς σε κυκλώνουν μέχρι να ξεσπάσει μια ακόμη σφοδρή synth drone καταιγίδα. To κλείσιμο με το ομώνυμο κομμάτι είναι και πάλι αποστομωτικό με τα σύνθια να επιδίδονται, θαρρείς αυτόβουλα, σε εκστατικούς κοσμικούς σπασμούς. Αντί επιλόγου προσθέτω μια πολύ συνεκτική περιγραφή του άλμπουμ από τους ίδιους τους Cyclobe “ Wounded Galaxies Tap at the Window is a baroque, startling and endlessly surprising record that brims over with imagination and humour, restraint and grandeur. Ancient and modern, teeming with life, riven by decay, it’s a very fulfilling album and the shape of remarkable things to come.” Αν όλα αυτά δεν σας έχουν πείσει για να παραγγείλετε ΤΩΡΑ το LP, τότε κατεβάστε το, ακούστε το με το πάσο σας …και κλάψτε όταν σε κάνα μήνα θα είναι παντού deleted.
((E A R)) ((E Y E))

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

RICHARD YOUNGS SIMON WICKHAM SMITH - "KRETINMUZAK" (1993) / ILK - "ZENITH"

Ο Richard Youngs είναι number one στα περισσότερα ποσταρίσματα του blog μας, όποτε δίκαια θα λέγαμε πως είναι από τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Για να το πω κι αλλιώς , είμαστε τελειωμένοι fans του – πρεζάκια για οτιδήποτε φέρει την υπογραφή του. Έτσι, όταν βρέθηκαν στον δρόμο μου δύο σχετικά άγνωστες κυκλοφορίες του από τα 90s, δεν ολιγώρησα και τις άρπαξα αμέσως, χωρίς να το ψάξω εάν είναι καλές.
Η αλήθεια είναι ότι το ηχογραφημένο στο μακρινό 1993 “Kretinmuzak” μαζί με τον κολλητό του Simon Wickham - Smith είναι από τα χειρότερα άλμπουμ που μπορεί να βρει κανείς με το όνομα Youngs τυπωμένο, αλλά την ίδια στιγμή και από τα πιο ποικιλόμορφα που έχει συμμετάσχει. Από τον χιουμοριστικό τίτλο, μέχρι τα αδελφικά παιχνιδίσματα των δύο σπυριάρηδων συντελεστών σε ένα ηλιόλουστο πάρκο, όπως βλέπουμε στο εξώφυλλο, καταλαβαίνεις ότι μια γερή δόση εφηβικού αυνανισμού σε περιμένει. Και έτσι είναι, αφού οι πιτσιρικάδες εδώ Youngs – Wickham Smith έχοντας μια μικρή εμπειρία του τι εστί avant garde από την συμμετοχή τους στην θρυλική αυτοσχεδιαστική κολεκτίβα The A Band, αποφασίζουν να ηχογραφήσουν οποιαδήποτε μουσική ιδέα τους έρθει στο κεφάλι, με αποτέλεσμα το “Kretinmuzak” να είναι αυτό ακριβώς : οριακά αδιάφορη πειραματική μουσική από δύο μικρούς κρετίνους. Μιλάμε για τον ορισμό του «ότι-να-ναι». Από 10λεπτη casio tribal eleψtronica, έως exotica νεοψυχεδέλια με ινδιάνικα πνευστά με μια στάση σε τυμπανικούς αυτοσχεδιασμούς. Μέσα στον αχταρμά ξεχώρισα τρία μόλις κομμάτια απλώς αξιοπρεπή : το 12λεπτο synth drone χάσιμο “The Proof Of The Point” που άνετα θα στεκόταν σε μια σύγχρονη hypnagogic κασσετοκυκλοφορία, το όμορφο noise drone με βιολί του “Beached” και το φωνακλάδικο art punk του “Nice”. Οι επόμενες κυκλοφορίες του ζεύγους Wickham – Smith / Youngs θα είναι σαφώς πιο ώριμες και ποιοτικές από αυτήν. Ακούστε, για παράδειγμα, το βατό avant rock του “Pulse of the Rooster” για κάτι ποιοτικό απ’ αυτούς. Τι να κάνουμε, την φάση της «καφρίλας» όλοι την περνάμε…
Στην συνεργασία με τον άλλον κολλητό του Andrew Payne υπό το όνομα Ilk, o Υoungs έχει την ευκαιρία να διερευνήσει μια εντελώς διαφορετική πτυχή του ταλέντου . Παρουσιάζει έναν μουσικό προσωπείο μακριά από το εσωτερικό free folk που έχουν οι ηχογραφήσεις του για την Jagjaguar. Αντίθετα, αυτός και ο Payne ακούγονται παθιασμένοι για τον, παρεξηγημένο από πολλούς, κλασσικό 70ς art / prog rock ήχο και όλη την επικολυρική αισθητική του. Η σύλληψη του concept για το ντεμπούτο του σχήματος “Zenith” γεννήθηκε στο μυαλό του Youngs καθώς περπατούσε για ώρες στην δυτική ακτή της Σκωτίας το καλοκαίρι του 1997. Μάλλον το μεγαλειώδες του τοπίου ενέπνευσε και το μεγαλόπνοο μουσικό εγχείρημα που προσπαθούν να υλοποιήσουν οι Ilk εδώ. Ο όρος prog rock, μάλιστα, είναι περιοριστικός για να χωρέσει τους ανοικτούς ορίζοντες που διαγράφονται από το βιρτουόζε keyboard σόλο και τις ανυψωτικές πενιές στην κλασσική κιθάρα στο αριστουργηματικό 17λεπτο εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι, αλλά και σε όλο ουσιαστικά το άλμπουμ. Όπως, και με τη brit folk , έτσι και με το brit prog ο Υoungs έχει το όραμα και την διάθεση να το ανανεώσει με την είσοδο τόσο εκλεκτικών επιρροών από το παρελθόν – πιο κοντά στους πολύ ιδιαίτερους Marillion παρά στις φανφάρες των Υes - όσο και δικών του ιδιοσυγκρασιακών στοιχείων, όπως είναι το σχεδόν drone βάθος στα πλήκτρα και τα σήμα καταθέν μινορε ακόρντα στην κιθάρα. Φυσικά, αυτό που πάντοτε σε συνεπαίρνει είναι η άσπιλη μελωδικότητα της φωνής του. Το κρίμα είναι ότι για κάποιο λόγο στο “Zenith” τα φωνητικά είναι λίγο θαμμένα στην μίξη και έτσι δεν τα χαιρόμαστε τόσο. Ίσως μια μικρή έλλειψη αυτοπεποίθησης εκ μέρους του εδώ ; Όπως κι αν έχει αυτό θα διορθωθεί στο ακόμα πιο επιτυχημένο “Canticle” ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Απ την άλλη, μόνο που αποπειράθηκε να αναστήσει με τέτοιο τρόπο ένα δεινοσαυρικό μουσικό είδος, για τους περισσότερους, στα 90s του αξίζει ένα μεγάλο μπράβο. Όσο για τις μετά “Canticle” κυκλοφορίες των Ιlk, τις αναζητώ μανιωδώς!.

((ZENITH)) ((KRETINMUZAK)) ((E Y E))

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

IGNATZ - "SELECTED SONGS FROM CASSETTES 2005-2009" (2010)

Υπάρχει άραγε το Βέλγιο; Ή αποτελεί τη μεγαλύτερη φάρσα στη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης; Διότι δυσκολεύομαι να βρω κάποιον Βέλγο. Πως υφίσταται το Βέλγιο, δίχως να υφίστανται Βέλγοι; Όποιον και να ρωτήσεις εντός των «συνόρων» της μυστήριας αυτής περιοχής, με την πολύ ομίχλη, τους υπερβολικά φωτισμένους αυτοκινητόδρομους, τα κόμικς, τις υπέροχες μπύρες και τα πολλά κρούσματα παιδεραστίας, θα σου πει ότι είναι ή Βαλόνος ή Φλαμανδός. Που είναι λοιπόν, οι Βέλγοι που θα συνθέσουν το κράτος του Βελγίου;
Αμπελοφιλοσοφίες εμπνευσμένες από το εξώφυλλο αυτής της συλλογής με κομμάτια του Ignatz που είχαν κυκλοφορήσει σε διάφορες κασέτες, όπως διατείνεται και ο τίτλος της κυκλοφορίας από την Kraak. Σε μία έπαρση λοιπόν ματαιοδοξίας, εσωστρέφειας και μεγαλομανίας, το σκίτσο που παραπέμπει σε σκονισμένους παλιούς χάρτες, μας δείχνει ένα Βέλγιο που δεν σταματάει πουθενά, ή περίπου πουθενά. Εκτείνεται από τη μέση ανατολή και τη μεσόγειο, στη βόρεια θάλασσα και χαιρετάει περήφανα μέχρι και την παγωμένη Ρωσία. Υψηλό χιούμορ θα μου πείτε και ένα πραγματικά ωραίο εξώφυλλο, θα συμπληρώσετε και θα έχετε δίκιο. Μουσικά τώρα, αυτή η συλλογή ξεκινάει πολύ επιθετικά, με ένα δυνατό σύγχρονο μπλουζ, χαρακτηριστικό του μοναδικού ήχου του Ignatz (The Last Night) και σε προϊδεάζει για ένα πολύ καλό δίσκο. Όντως, τα 8 κομμάτια που υπάρχουν σε αυτή τη συλλογή είναι το ένα καλύτερο από το άλλο και απλώνονται σε πολλά μουσικά είδη, όπως και τα σύνορα του Βελγίου απλώνονται στο χάρτη του εξωφύλλου. Από τα δυνατά μπλουζ, μέχρι κάποια φολκ όρια, από πιο ήρεμες και μελωδικές μπαλάντες, μέχρι θορυβώδη νεφελώματα, το Selected Songs, έχει μαζέψει τις καλύτερες εκφάνσεις της μουσικής του Ignatz, τόσο ιδιαίτερης και δύστροπης που ή την λατρεύεις ή τη μισείς. Φυσικά, το μοναδικό πρόβλημα με τέτοιου είδους κυκλοφορίες είναι ότι δύσκολα μπορεί να βρει κανείς συνοχή – πρόκειται για διάσπαρτα κομμάτια τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο και όχι μια συνολική ηχητική ενότητα, όπως είναι όλα τα album του περίεργου αυτού μουσικού. Ο Bram Devens, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Ignatz, χρησιμοποιεί σαν όχημα την ηλεκτρική του κιθάρα, μερικά πεταλάκια και κάποια σκόρπια πλήκτρα. Με αυτά τα απλά εργαλεία χτίζει σταδιακά, με δομικά στοιχεία τις λούπες, τα ψιθυριστά φωνητικά και τα πολλά επίπεδα στις μελωδίες, κάποια από τα πιο σκοτεινά και σχιζοειδή μπλουζ που θα συναντήσετε στις μέρες μας, αναθεωρώντας και ανανεώνοντας ολόκληρο το είδος. Τα ηχοτόπια που δημιουργεί είναι θολά και επιθετικά, σκοτεινά και δυστοπικά – ή με άλλα λόγια απλά υπέροχα.

((E A R))
((E Y E))

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

GKFOES VJGOAF - "THE JOY OF AWAKENING" (2011)

Ευχάριστα τιτιβίσματα. Field recordings, θαρρείς από κάποιο μεγάλο ζωολογικό κήπο με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Κύματα, περιστέρια, τρεχούμενο νερό. Ψιθυριστά φωνητικά. Ακόρντα στην ακουστική κιθάρα που επιμένουν για πολύ ώρα στο ίδιο μοτίβο, με πολλά reverb και delay και σε δεύτερο επίπεδο κάποια επίσης επίμονα πλήκτρα. Μια ατμόσφαιρα ψυχεδελικής μουσικής, με αποχρώσεις folk και pop, απλής στη βάση της που σε παρασέρνει στα ενδότερα ενός τροπικού δάσους. Μελωδίες που επαναλαμβάνονται με μία μικρή δόση θεατρικότητας, μια αίσθηση παγανιστικού μυστικισμού που ξεχειλίσει μέσα από τις συνθέσεις, μια μικρή τελετή γύρω από την ιερή φωτιά. Όλα αυτά μάλλον σας θυμίζουν κάτι, ε; Μάλλον σας φέρνουν στο νου τους Animal Collective, έξι με οχτώ χρόνια πριν, κάπου ανάμεσα στο Here Comes The Indian και το Sung Tongs; Εκεί παραπέμπει ευθέως η μουσική του Gkfoes Vjgoaf – ένα μουσικό όνομα που δεν προφέρετε με τίποτα και δείχνει λες και κάποιος πάτησε ότι βρήκε μπροστά του στο πληκτρολόγιο εντελώς τυχαία. Και αυτός ο κάποιος είναι κατά πάσα πιθανότητα ο Sean Conrad εκ Καλιφόρνιας, ο οποίος είναι και ο μοναδικός υπεύθυνος για αυτή τη τελετουργική, άκρως ελκυστική και μαγευτική μουσική. Η αλήθεια είναι πως οι προηγούμενες κυκλοφορίες του Sean Conrad μου είχαν φανεί κάπως βαρετές και επίπεδες – δεν είχα ασχοληθεί περισσότερο. Μα, όταν άκουσα το The Joy Of Awakening για πρώτη φόρα, αναθεώρησα. Και πέρα από τις ομοιότητες που υπάρχουν με τον πρώιμο ήχο των Animal Collective, αυτός ο δίσκος αξίζει προσοχής. Τα οργανικά drones που γεμίζουν τον ήχο, το folk-country που εισχωρεί στις συνθέσεις (όπως στο κομμάτι Samantha), το συνεχές υπόβαθρο από ήχους της φύσης και η καλά δουλεμένη δομή αυτού του δίσκου, το κάνουν ένα μικρό, φωτεινό, μουσικό διαμαντάκι που κυκλοφορεί από την Inner Islands σε περιορισμένες κόπιες.

((E A R))
((E Y E))

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

CHORA - "THE WAX WHEEL" (2011)

Ενάμισι χρόνο μετά από το ψυχωμένο ντεμπούτο τους “Slates”, οι Chora επιστρέφουν με νέο επίσημο CD για να μας χαρίσουν άλλη μια ώρα αυτοσχεδιαστικής και συνάμα ψυχεδελικής μουσικής. Βασικοί πυλώνες της μικρής αλλά θαυματουργής improv / avant rock σκηνής του Sheffield, οι Chora δεν σταματούν να τζαμάρουν και να αναζητούν τον δικό τους ιδιαίτερο ήχο. Όπως φαίνεται από το “The Wax Wheel” σε ένα πρώτο επίπεδο δεν πολύ-νοιάζονται για την καθαρότητα της ηχογράφησης, για την ομοιογένεια μεταξύ των κομματιών ή ακόμη για την ποιότητα του ίδιου τους υλικού του. Εδώ, χύμα και τσουβαλάτα, καταγράφεται η μουσική δραστηριότητα ενός φλεγόμενου group που σε κάθε session τους θέλει να αναπτύξει και μια διαφορετική πτυχή του ήχου τους. Έτσι, σε κάποια σημεία αυτό που ξεκινά ως ένα ακατάστατο, άρρυθμο improv σκετσάκι μεταλλάσσεται, με την σχεδόν punk ορμή του σχήματος, σε μια πολύ συνεκτική ηχητική μάζα που σκαλώνει σε ένα επιλαμβανόμενο μοτίβο που σε ρουφάει μέσα στην δίνη του. Συγκεκριμένα, κάποιες φορές την βρίσκουν με με το να κοπανάνε, με ένα gamelan τρόπο, σπηλαιώδη κρουστά και μεταλλικά κύμβαλα δημιουργώντας ένα άγριο, πρωτόγονο σκηνικό. Άλλοτε, κουκουβαγίσιες κραυγές, θηβετιανά OMMMM και οργανικά -αλά Theater of Eternal Music- drones προσδίνουν μια σχεδόν τελετουργική και κολεκτιβιστική διάσταση στα τεκταινόμενα. Φυσικά, υπάρχουν και τα αναγκαία free blowing ξεσπάσματα από τα κορνέτα και τα άλλα πνευστά που μανιωδώς φυσά, όταν το νοιώσει, η ευρηματική τετράδα. Το καλό είναι πως αυτές οι στιγμές καλόγουστης κακοφωνίας έρχονται όταν η υπνωτιστικό κλίμα των ανατολίτικων drones δεν έχει κάτι άλλο να δώσει. Δεν ξέρω αν όλες αυτές τις ανατροπές τις έχουν προμελετήσει οι Chora ή αν απλά τους βγαίνει την ώρα των αυτοσχεδιασμών, αλλά τα πάντα μοιάζουν σοφά φτιαγμένα. Μάλιστα, κατ’ ένα πλάγιο τρόπο, έχουν αρχίσει να μου θυμίζουν τους αγαπημένους, διαλυμένους πια, avant rock / free improv σουρεαλιστές Volcano The Bear, πλην τις folk επιρροές, συν τα 70ς hardcore uk improv στοιχεία. Η μουσική πάντα συνεχίζεται…

((E A R)) ((E Y E))

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

JOHN TILBURY & SEBASTIAN LEXER - "LOST DAYLIGHT" (2010)

Σε ότι αφορά στο πιάνο, για μένα, ο John Tilbury είναι μάλλον ο αγαπημένος μου παίκτης. Όχι ότι παρακολουθώ πολλούς πιανίστες ή ότι έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το όργανο, αλλά στην περίπτωση του Tilbury είναι απολύτως φυσικό να εκτιμήσεις το λιτό αλλά συναισθηματικά τόσο γεμάτο παίξιμο του. Από την άλλη, αντικειμενικά, όλα αυτά που έχει κάνει με τους θεμελιωτές του improv AMM την τελευταία εικοσαετία, τον έχουν καθιερώσει ως την μια από τις πιο ουσιαστικές, νεωτερικές φωνές του χώρου. Βέβαια, για να κατανοήσεις και τελικά να αγαπήσεις το έργο του Tilbury χρειάζεται και λιγάκι παίδεμα από πλευράς του ακροατή. Η μουσική που είτε ερμηνεύει ή είτε φτιάχνει ο 60άρης πλέον Άγγλος διεκδικεί το 100% της προσοχής σου. Πάρε, για παράδειγμα, την πρώτη ενότητα των κομματιών που απαρτίζουν το “Lost Daylight”. Τα πέντε εν λόγω κομμάτια για πιάνο γραμμένα πίσω στα 60ς από Terry Jennings, μέλος του Fluxus κινήματος, δεν αποτελούν κάποια τρομερή ευρεσιτεχνία ακόμα και για την εποχή τους, ούτε μοιάζουν να έχουν τον δικό τους σκληρό πυρήνα. Εάν δεν ακολουθείς με το μυαλό σου κάθε απομακρυσμένη νότα που παίζει ο Tilbury αλλά και το σιωπηρό κενό ανάμεσα σε αυτές, μπορεί να μπερδευόσουν και να έλεγες ότι ακούς ambient muzak από κάποιο ψυχολογικό θρίλερ ή κάτι τέτοιο. Έλα μου, όμως, που εάν η ακρόαση σε πετύχει με καθαρό κεφάλι και τις αισθήσεις οξυμένες, θα αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι την τρισδιάστατη δυναμική της αντήχησης της κάθε νότας στο χώρο, την αξία που έχει η καλώς τοποθετημένη «σιωπή» ανάμεσα σε αυτές και φυσικά τόσο μοναδικά ευαίσθητο άγγιγμα του Tilbury σε κάθε πλήκτρο του πιάνου. Έτσι, η απέριττη γραφή του Jennings, αποκολλάται από το minimal καβούκι της και αποκαλύπτει όλη την εσωτερική της μελαγχολία. Η άλλη “πλευρά” του CD καλύπτεται από ένα κομμάτι γραμμένο ή μάλλον καλύτερα σκελετικά σκιτσαρισμένο από τον John Cage με τίτλο “Electronic Music for Piano”. Εδώ ο Τilbury συνοδεύεται από τον Sebastian Lexer στα electronics. Έτσι, ο πρώτος παίζει με τα πλήκτρα αλλά και το εσωτερικό του πιάνου, ο Lexer τοποθετεί φορητά μικρόφωνα σε διάφορα σημεία του πιάνου ακολουθώντας τις τυχαίες υποδείξεις ενός ψηφιακού αστρικού χάρτη(;). Στην συνέχεια, το ηχητικό παράγωγο επεξεργάζεται περαιτέρω ψηφιακά από τον προγραμματισμό του Lexer. Ο στόχος τους ήταν να κάνουν όχι απλά ενδιαφέρουσα μουσική από «πιάνο με ηλεκτρονικά εφέ», αλλά να επιτύχουν κάτι πιο διαδραστικό. Και μάλλον, το πετυχαίνουν αφού στα 40 λεπτά που κρατά αυτό το διαρκές πέρασμα από την αινιγματική σιωπή, στους αναδυόμενους, για λίγα δευτερόλεπτα, ηχοκόσμους , εγκαθίσταται μια πραγματικά πρωτόγονη υπέρ-ένταση στο νευρικό σύστημα του ακροατή που αν και κάποιες φορές μπορεί να σε σοκάρει, σε εθίζει τελικά στα συνεχώς εναλλασσόμενα ηχητικά ερεθίσματα που δέχεσαι. Για μένα, είναι μια από τις λίγες φορές που μπόρεσα να ευχαριστηθώ ένα κομμάτι του Cage ως έχει, χωρίς να νοιαστώ για τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις. Πέρα από τον από την «κανονική μουσική» αλλά και τον θόρυβο τo “Electronic Music for Piano” ορίζει το δικό του ηχητικό περιβάλλον στο οποίο μπορείς να χαθείς για όσο θες.


((E A R)) ((E Y E))

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

PEAKING LIGHTS - "936" (2011)

Πω, πω μια ποπαρία! Συγνώμη κύριοι Peaking Lights , κύριε Aaron Coyes και κυρία Indra Dunis από τα ηλιόλουστα μέρη της Καλιφόρνια, σας είχα συνηθίσει ολίγο πιο ambient, ολίγο πιο φευγάτους, ολίγο πιο πειραματιστές. Και τώρα μου το γυρνάτε οπισθογωνία και μου αρχίζετε τα dubαρίσματα, την reggae, τα δομημένα κομμάτια, τις πλούσιες μελωδικές γραμμές και την υπναγωγική μυσταγωγία; Ντροπή σας. Ντροπή σας να θυμίζετε τους Gang Gang Dance στο God’s Money – με τα υποτονικά φωνητικά, θαμμένα κάπου στο βάθος, με τα μαξιμαλιστικά πλήκτρα, θολωμένα στη παραγωγή, με τα πολλά delay στη κιθάρα και τα αμέτρητα επίπεδα στις μελωδίες. Ντροπή σας να παραπέμπετε πλαγίως στη ghost-tronica, ντροπή σας να ενσωματώνετε τόσο ξεδιάντροπα την dub και την reggae – βαζόντας τες σε ένα μαγικό μπλέντερ που τις πολτοποιεί σε μία σύγχρονη, χαλαρή και ευκολοχώνευτη, μουσική έκδοση. Ντροπή σας να βγάζετε ένα δίσκο που απαρτίζετε εξ ολοκλήρου με, εν δυνάμει, χιτάκια μπαρόβιας ποπαρίας! Ντροπή σας να κυκλοφορείτε από τη Not Not Fun ένα δίσκο χωρίς εξάρσεις και εντάσεις, με τη βελόνα κολλημένη στη νωχελικά χορευτική ηλεκτρο-ψυχεδελική μουσική. Ντροπή σας να προκαλείτε τους έμπειρους μουσικογνώστες της υφηλίου στο να λικνίζουν το κορμί τους στις υπόγειες μελωδίες, με τους έντονους ρυθμούς που αβίαστα τους παρασέρνουν. Μα να συνδέετε τόσο καλά αυτά τα είδη που απεχθάνομαι; Και, συγνώμη δηλαδή, μα είναι τίτλος αυτός για δίσκο; 936; Τι στο διάολο σημάινει; Και, για να πουμέ τα πράγματα με το όνομα τους, κυρία Indra, πως γίνεται η γλυκιά φωνή σας να επιπλέει τόσο αιθέρια πάνω από τις απλές και παραισθητικές λούπες στα πλήκτρα και την κιθάρα; Μα η κιθάρα σας, κύριε Aaron, να χορεύει τόσο μαγικά, με μια αισθητική περίπου jazz, πάνω στα μπλιμπλίκια; Μα όλα τα κομμάτια να ξεχειλίζουν από ενέργεια και συνοχή, σε ένα δίσκο που δεν υπολείπετε ούτε λεπτό σε δημιουργία και είναι τόσο αξιομνημόνευτα συνεκτικός; Ε, όχι. Αυτό δεν μπορώ να το ανεχθώ. Όχι, δεν μπορώ να το χωνέψω, γιατί, τελικά, είναι ντροπή μου να μου αρέσει τόσο πολύ αυτός ο δίσκος που διαρκεί περίπου 50 λεπτά. Να σπάω το κεφάλι μου να του βρω κάτι αρνητικό και να μην μπορώ. Να με έχει κολλήσει τόσο η φωνή και οι συνθέσεις του. Να τον ακούω, σήμερα το πρωί, τρεις φορές συνεχόμενες, δίχως να τον χορταίνω. Αυτό, πάει πολύ…

((E A R))
((E Y E))

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

AETHENOR - "EN FORM FOR BLA" (2011)

Οι Æthenor είναι, κατά την γνώμη, το πιο ενδιαφέρον project του Stephen O'Malley, ιδρυτή των drone doom superstars SunnO))). Μάλιστα, θεωρώ το προηγούμενο τους άλμπουμ “Faking Gold and Murder” με τον David Tibet στα φωνητικά , είναι ένα παραγνωρισμένο αριστούργημα ιδιάζοντος, σκοτεινού, avant metal, μια πραγματική τομή για τον χώρο.
Το φετινό “En Form For Blå”, αποτελείται από ζωντανές ηχογραφήσεις στην μουσική σκηνή Blå του Όσλο και δημιουργήθηκε με την εξής σύνθεση : Daniel O'Sullivan (Guapo,Ulver) στα πλήκτρα, Kristoffer Rygg AKA Garm (Ulver) στα ηλεκτρονικά, Steve Noble στα κρουστά και φυσικά ο O'Malley στην ηλεκτρική κιθάρα. Η διάθεση και τον τεσσάρων φαίνεται πως ήταν να υπερβούν στα όρια του ατμοσφαιρικού post-metal που σερβίρεται κατά κόρον και μέσω του αυτοσχεδιασμού να παρουσιάσουν ένα αποκλειστικά δικό τους ήχο. Και πράγματι, από την πρώτα λεπτά του άλμπουμ αντιλαμβάνεσαι ότι οι Æthenor έχουν φτιάξει κάτι πολύ σπέσιαλ εδώ. Η ηχητική παλέτα τους έχει ομοιότητες με αυτήν της άλλης σπουδαίας νορβηγικής improv κολεκτίβας Supersilent επί εποχής “5”, αλλά ταυτόχρονα ακούγονται ακόμα πιο αφαιρετικοί και νεφελώδεις. Το περίεργο είναι ότι για μέλη metal σχημάτων , πλην του Noble, δείχνουν μια αναπάντεχη ωριμότητα στον τρόπο που αναπτύσσουν τις ιδέες τους. Ο O'Malley σοφά αρκείται στο να στήνει διακριτικούς βόμβους, χωρίς να μπουκώνει τον ήχο όπως κάνει στους SunnO))), αφήνοντας ελεύθερο πεδίο για τον ευφυέστατο Noble να κυριάρχησει με τα πάντοτε τελετουργικά και ποτέ ρυθμικά κρουστά του. Υποθέτω, πως υπάρχει και ένας σεβασμός στην 30 plus εμπειρία του στον αυτοσχεδιασμό. Από την άλλη, οι O'Sullivan και Rygg με το minimal ψυχρό soundscaping τους , αποτελούμενο από δυσαρμονικούς βόμβους, ψήγματα μελωδιών, τρεμουλιασμένες μπασοσυχνότητες και άτονα πιανίσματα, γεμίζουν με μικροσκοπικές λεπτομέρειες τον ήχο και τελειοποιούν το αόριστα απειλητικό ύφος του group . Σποραδικά, υπάρχουν κορυφώσεις και υφέσεις στην δυναμική του ήχου τους, όμως, παρ’ όλους τους αυτοσχεδιασμούς, η ροή είναι πολύ συνεκτική. Αυτό, μάλλον, είναι και το μεγαλύτερο κατόρθωμα για καθένα improv group που θέλει να λέει ότι έχει να «πει» κάτι.
Νομίζω, πως με το “En Form For Blå” μπορούμε να κατατάξουμε άνετα τους Æthenor στα μεγάλα improv σχήματα με rock υπόβαθρο, όπως είναι οι Supersilent, oι Ground Zero ή ακόμη και οι Dead C. Εξάλλου, ο ίδιος ο Bruce Russell σε κριτική του για το άλμπουμ έγραψε : “This is crystalline and intoxicating. An album to return to repeatedly for inspiration”. Εγώ, από την πλευρά μου, έχω μόνο να προσθέσω πως εάν είχα πάρει χαμπάρι την ποιότητα τους νωρίτερα, θα είχα πάει στο περσινό Synch μόνο για πάρτι τους…


((E A R)) ((E Y E))

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

MONOS - "ABOVE THE SKY" / "BELOW THE EARTH" (2010)

Με την drone-μανία που έχει εξαπλωθεί σαν λαίλαπα στην πειραματική σκηνή τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των άλμπουμ που κυκλοφορούν σε drone ύφος έχει αυξηθεί κατακόρυφα, με αποτέλεσμα η ποιότητα να έχει φθίνει, τελικά, πολύ. Γι αυτό είναι ανακουφιστικό να ακούς το νέο, μετά από τέσσερα χρόνια απόλυτης σιωπής ( χωρίς CD-R και κασέτες) , πόνημα των βετεράνων πια του είδους Monos και να ικανοποίησε απόλυτα από την δουλειά τους. Οι Μonos ξεκίνησαν ως side – project των Darren Tate και Collin Potter, αμφότεροι σημαντικές μονάδες του βρετανικού ambient drone σκηνής από τα 80ς, με τον Potter από τα 90ς να αποτελεί και το δεξί χέρι του Steven Stapleton στους Nurse With Wound. Στην συνέχεια προστέθηκε και ο Paul Bradley στα πλήκτρα. To “Above The Sky” περιέχει δύο μόνο συνθέσεις διάρκειας μισής ώρας η κάθε μία. Έτσι, υπάρχει όλος ο χρόνος για να απλωθούν με άνεση οι ιδέες τους για το πώς ακούγεται το τέλειο drone κομμάτι. Και μάλλον ο όρος drone είναι περιοριστικός για την οξυμένη φαντασία που δείχνουν εδώ οι Monos. To “A Place Of Voices” ξεκινά με ένα μοναδικής διαύγειας high-pitched βόμβο που αποκτά σταθερά όλο και πιο μεγάλες διαστάσεις και τελικά απορροφάται ολοκληρωτικά σε ένα ονειρώδες ηχοτόπιο γεμάτο πανέμορφα, επιπέδου Chris Watson, field recordings από πετούμενα πουλιά και άλλες αγνώστου προελεύσεως φωνές. Το έτερο κομμάτι “Cloudless Day” συντίθεται αποκλειστικά από κρυστάλλινης διαυγείας αιθέριους βόμβους που οι πτυχές τους συνεχώς αναδιπλώνονται η μια μέσα στην άλλη, για να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερα ανάλαφρη ηχητική μάζα που οι δυναμικές πιρουέτες της στον αέρα μου προκάλεσαν το ίδιο αίσθημα μεθυστικού vertigo με το “Ghost Of Nakhodka” του Andrew Chalk πέρσι. Επίσης, οι 100 πρώτες κόπιες του “Above The Sky” περιέχουν ένα bonus CD-R,το “Below The Earth”.Παρά την αντίθεση στον τίτλο, αποπληρώνει την εικόνα που έχεις για τους Monos ουσιαστικά, αφού τα άλλα δύο μεγάλης διάρκειας κομμάτια που βρίσκουμε έχουν σμιλευτεί με την ίδια την τελειομανή προσοχή ώστε η φυσικότητα των παραγόμενων βόμβων είναι και πάλι λυτρωτική για αυτιά ενός ακροατή που βομβαρδίζεται από συνθετικά υποκατάστατα. Φαίνεται ότι τα τέσσερα χρόνια που οι Monos απουσιάζανε δισκογραφικά λειτούργησαν υπέρ ενός πολύ αυστηρού ποιοτικού ελέγχου εκ μέρους τους. Έτσι, κάθε λεπτό αυτών των μακροσκελών drones σφύζει από συμπαντική ζωτική ορμή που δίνει μια πολύ αληθοφανή υπόσταση στους μυστηριώδεις ηχοκόσμους που μηχανεύονται οι κορυφαίοι αυτοί δημιουργοί.

((E A R)) ((E Y E))

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

BANQUET OF THE SPIRITS - "CAYM: BOOK OF ANGELS VOL.17" (2011)

Τζαζοκατάνυξη. Ο βετεράνος percussionist και συνθέτης, Cyro Baptista, ο Βραζιλιάνος κολλητός του John Zorn που μένει εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη – είναι παλαβός. Σίγουρα. Τα πρώτα προσωπικά του πονήματα από τη Tzadik (Love The Donkey – Beat The Donkey) είναι μέσα στη μούρλα. Ethnic καταρράκτες, με ρυθμούς που αλλάζουν σαν τραπουλόχαρτα πάνω από ένα τραπέζι πόκας, μια ενέργεια που ξεχειλίζει από παντού, ένα αλλόκοτο μείγμα τribaloψυχεδέλειας που σου παίρνει το σκάλπ. Προφανώς ο κύριος Baptista είναι ένας από τους καλύτερους percussionist που υπάρχουν στη πιάτσα της jazz – έχει συμμετάσχει σε αμέτρητες κυκλοφορίες του Zohn Zorn, του Derek Bailey, των Masada, του Geri Allen. Εκεί είναι πιο συγκρατημένος. Στις δικές του όμως κυκλοφορίες αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο και μας προσφέρει διαμάντια αυθεντικής ρυθμικής τρέλας. Τελευταίο παράδειγμα το Banquet Of The Spirits, που είχε βγει στην αγορά το 2006 – από την Tzadik, εννοείτε. Από τότε όμως και μετά κάτι ηρέμησε μέσα του. Όχι, δεν το έριξε στην ευκολοχώνευτη έθνικ μουσική, ούτε σε κάτι του στυλ ραδιόφωνο cosmos – προς θεού, όχι. Να, ας πάρουμε το τελευταίο του album, όπου και παίζουν οι περισσότεροι μουσικοί που συμμετείχαν στο Banquet Of The Spirits (εξ ου και ο τίτλος της “μπάντας”). Μια παρέα κυρίως νέων που τον συντροφεύει και πέρα από το στούντιο, σε διάφορες συναυλίες που δίνει ανά τον κόσμο. Το Caym: Book of Angels Volume 17, λοιπόν, έχει κάπου σε δεύτερο επίπεδο όλη αυτή την ενέργεια, τη φυσική δυναμική και κάτι από τη παλαβομάρα των παλιών ηχογραφήσεων. Όμως ταυτόχρονα, έτσι όπως εξελίσσεται ο δίσκος σε μία περίπου συλλογή εθνικομουσικολογικών στοιχείων, υπάρχει μία jazz χροιά, μια μεγαλύτερη πολυπλοκότητα και πολυεπιπεδότητα στις μελωδίες – των πλήκτρων, του μπάσου, των έγχορδων – μια πιο progressive διάθεση, ένα μουσικό σύνολο μαξιμαλιστικό και μία μουσική κάπως πιο εγκεφαλική, πιο δομημένη, πιο δουλεμένη. Λιγότερο άμεση και περισσότερο έμμεση. Δεν θέλω να πω πως αυτός ο δίσκος είναι καλύτερος ή χειρότερος από το Beat The Donkey, για παράδειγμα. Απλά είναι κάπως διαφορετικός, λίγο πιο γυαλισμένος και γεμάτος. Μα σίγουρα εξίσου απολαυστικός.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011