Περίεργο ακούγεται, αλλά έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία αυτού του δίσκου – και χρειάστηκαν τόσα για να βγει μία επανακυκλοφορία της προκοπής σε βινύλιο, από την De Stijl. Όποιος κατά το παρελθόν έχει ασχοληθεί με την σκηνή της Νέας Ζηλανδίας, είτε ξεκινώντας από τους Dead C, είτε από τους The Clean, δεν υπήρχε περίπτωση να μην πέσει πάνω σε αυτό το album – και οι περισσότεροι δεν έπεσαν απλά, συγκρούστηκαν και για καμιά βδομάδα διαλύθηκαν και δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό το αριστούργημα. Εντάξει, όχι οι περισσότεροι, αναφέρομαι στον εαυτό μου.
Πρωτοάκουσα το The Last Great Challenge In A Dull World μια εποχή που ήμουν λιγάκι κολλημένος με τον Smog και ένιωσα σαν να βρήκα το κρυμμένο πρωτότυπο – ναι ο Bill Calahan, επί εποχής Smog τουλάχιστον, μοιάζει πολύ με τον Peter Jefferies, στις μελωδίες που επαναλαμβάνονται συνεχώς, στην λίγο ψηθιριστή φωνή, στους στίχους, στη ιδιαιτερότητα μιας πολύ προσωπικής και ταυτόχρονα πάρα πολύ άμεσης τραγουδοποιίας. Βέβαια ο Jefferies είναι Νεοζηλάνδος. Τουτέστιν τα κομμάτια του είναι πιο πειραγμένα, σαλεμένα, περιέχουν την τραχύτητα και την αψάδα της Νεοζηλανδέζικης σκηνής. Κομμάτια σαν το Domestica, ας πούμε, το δεύτερο στη σειρά του δίσκου, όπου ακούγονται διάφοροι ήχοι ενός σπιτιού, ποτήρια, πιάτα, τρεχούμενο νερό, βήματα, ένα μηχάνημα σαν πλυντήριο, με την καθημερινή τους τυχαιότητα και από πάνω ο Jefferies να απαγγέλει μελωδικά, καρφώθηκε από τότε στη μνήμη μου και έμεινε εκεί έντονο μέχρι σήμερα, το θεωρώ ακόμη ένα αριστούργημα. Όπως θεωρώ, φυσικά, όλο τον δίσκο. Από τα κομμάτια με τον πιο γεμάτο ήχο που παραπέμπουν, προφανώς, στους Velvet Underground, όπως το Catapult, τα πιο αφαιρετικά και συναισθηματικά με βάση το πιάνο ή την κιθάρα, σαν το The Fate Of The Human Carbine, τα σαλεμένα σαν το Neither Do I, όλα, με την βαριά του φωνή αποστασιοποιημένη, λες και τραγουδάει από κάποιο άλλο δωμάτιο που δεν ακούγεται η μουσική και τους εξαίρετους στίχους, κάποιοι κωμικοί, άλλοι σοβαροί, άλλοι έντονα φορτισμένοι.
Μην κάνετε το λάθος και ξεπεράσετε στα γρήγορα αυτό το έπος. Θα χάσετε.
Πρωτοάκουσα το The Last Great Challenge In A Dull World μια εποχή που ήμουν λιγάκι κολλημένος με τον Smog και ένιωσα σαν να βρήκα το κρυμμένο πρωτότυπο – ναι ο Bill Calahan, επί εποχής Smog τουλάχιστον, μοιάζει πολύ με τον Peter Jefferies, στις μελωδίες που επαναλαμβάνονται συνεχώς, στην λίγο ψηθιριστή φωνή, στους στίχους, στη ιδιαιτερότητα μιας πολύ προσωπικής και ταυτόχρονα πάρα πολύ άμεσης τραγουδοποιίας. Βέβαια ο Jefferies είναι Νεοζηλάνδος. Τουτέστιν τα κομμάτια του είναι πιο πειραγμένα, σαλεμένα, περιέχουν την τραχύτητα και την αψάδα της Νεοζηλανδέζικης σκηνής. Κομμάτια σαν το Domestica, ας πούμε, το δεύτερο στη σειρά του δίσκου, όπου ακούγονται διάφοροι ήχοι ενός σπιτιού, ποτήρια, πιάτα, τρεχούμενο νερό, βήματα, ένα μηχάνημα σαν πλυντήριο, με την καθημερινή τους τυχαιότητα και από πάνω ο Jefferies να απαγγέλει μελωδικά, καρφώθηκε από τότε στη μνήμη μου και έμεινε εκεί έντονο μέχρι σήμερα, το θεωρώ ακόμη ένα αριστούργημα. Όπως θεωρώ, φυσικά, όλο τον δίσκο. Από τα κομμάτια με τον πιο γεμάτο ήχο που παραπέμπουν, προφανώς, στους Velvet Underground, όπως το Catapult, τα πιο αφαιρετικά και συναισθηματικά με βάση το πιάνο ή την κιθάρα, σαν το The Fate Of The Human Carbine, τα σαλεμένα σαν το Neither Do I, όλα, με την βαριά του φωνή αποστασιοποιημένη, λες και τραγουδάει από κάποιο άλλο δωμάτιο που δεν ακούγεται η μουσική και τους εξαίρετους στίχους, κάποιοι κωμικοί, άλλοι σοβαροί, άλλοι έντονα φορτισμένοι.
Μην κάνετε το λάθος και ξεπεράσετε στα γρήγορα αυτό το έπος. Θα χάσετε.
((E A R))
((E Y E))
thanx ! amazing rcrd.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικός πράγματι, ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή