Ασταμάτητος, όπως πάντα, ο Richard Youngs έχει ήδη προλάβει μέσα στο 2012 να κυκλοφορήσει 2 album. Οι περισσότεροι μουσικοί μοιάζουν χαμένοι και μπερδεμένοι με τη νοοτροπία που έχει υπερισχύσει περί κυκλοφοριών, από τη στιγμή που το internet άλλαξε τα δεδομένα. Πλέον, εδώ και καιρό, οι δίσκοι, στη μεγάλη πλειονότητα τους, δεν αποτελούν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που τα κομμάτια, οι συνθέσεις, δουλεύονται ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο – το επίπεδο αυτό έχει κάπως εξαλειφθεί, από τη στιγμή που ο ίδιος ο δίσκος, σαν αντικείμενο, παραγκωνίζεται σταδιακά από την διαδικασία ακρόασης, μπαίνει στη σφαίρα του υλισμού και του φετιχισμού - η νέα μουσική διαχέεται από το internet και αποκτάει μια υπόσταση εφήμερου. Οι περισσότεροι μουσικοί λοιπόν, χαομένοι λίγο από αυτή την έννοια του εφήμερου, κυκλοφορούν κάθε τρεις και λίγο κομμάτια και δίσκους - πολλές φορές η ποσότητα δείχνει πιο σημαντική από την ποιότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε αυτή τη παγίδα έχει πιαστεί και ο Youngs, με τρεις, τέσσερις και πέντε κυκλοφορίες κάθε χρόνο, μα άμα τις ακούσεις αυτές τις κυκλοφορίες, καταλαβαίνεις πως απλά, ο άτιμός, το ‘χει.
Έχει παρουσιάσει τα πάντα που μπορούν να χαρακτηριστούν σαν πειραματικά, αυτοσχεδιαστικά, folk ή pop, κι όμως συνεχίσει να εκπλήσσει με το εύρος στο οποίο μπορεί να κινηθεί – λες και τα μουσικά είδη είναι ένα είδος παιχνιδιού για αυτόν και σα μικρό παιδί παίζει πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Σε αυτό το δίσκο λοιπόν, σε πιάνει από τα μαλλιά από την αρχή, ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τις λούπες και τη διαστρωμάτωση τους, είναι εδώ επιθετικός και θορυβώδης, ένα distortion επικάθεται πάνω στα πάντα. Ο ρυθμός του δίσκου είναι γρήγορος, εξουθενωτικός και όλα τα κομμάτια μουλιάζουν σε παραμορφωμένες, βαριές μπασσογραμμές, στα όρια του progressive ή του metal. Το μόνο πράγμα που παραμένει ίδιο σε όλες τις κυκλοφορίες του Youngs είναι η φωνή του – επίπεδη και ήρεμη, δίχως μεγάλο τονικό εύρος, λίγο συναισθηματική και αρκετά απόμακρη, περισσότερο σα να απαγγέλει ρυθμικά, παρά σα να τραγουδάει. Που σε αυτή τη κυκλοφορία, από τη Root Strata αυτή τη φορά, ίσως μοιάζει εκ πρώτης ακροάσεως παράταιρη μα, όπως συμβαίνει πάντα με αυτόν το τύπο, με μια πιο προσεκτική ματιά, είναι αυτή η φωνή που δίνει ένα άλλο επίπεδο μαγείας στη μουσική του.
Έχει παρουσιάσει τα πάντα που μπορούν να χαρακτηριστούν σαν πειραματικά, αυτοσχεδιαστικά, folk ή pop, κι όμως συνεχίσει να εκπλήσσει με το εύρος στο οποίο μπορεί να κινηθεί – λες και τα μουσικά είδη είναι ένα είδος παιχνιδιού για αυτόν και σα μικρό παιδί παίζει πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Σε αυτό το δίσκο λοιπόν, σε πιάνει από τα μαλλιά από την αρχή, ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τις λούπες και τη διαστρωμάτωση τους, είναι εδώ επιθετικός και θορυβώδης, ένα distortion επικάθεται πάνω στα πάντα. Ο ρυθμός του δίσκου είναι γρήγορος, εξουθενωτικός και όλα τα κομμάτια μουλιάζουν σε παραμορφωμένες, βαριές μπασσογραμμές, στα όρια του progressive ή του metal. Το μόνο πράγμα που παραμένει ίδιο σε όλες τις κυκλοφορίες του Youngs είναι η φωνή του – επίπεδη και ήρεμη, δίχως μεγάλο τονικό εύρος, λίγο συναισθηματική και αρκετά απόμακρη, περισσότερο σα να απαγγέλει ρυθμικά, παρά σα να τραγουδάει. Που σε αυτή τη κυκλοφορία, από τη Root Strata αυτή τη φορά, ίσως μοιάζει εκ πρώτης ακροάσεως παράταιρη μα, όπως συμβαίνει πάντα με αυτόν το τύπο, με μια πιο προσεκτική ματιά, είναι αυτή η φωνή που δίνει ένα άλλο επίπεδο μαγείας στη μουσική του.
((E A R))
((E Y E))