Αριστούργημα! Δεν χρειάζονται άλλες λέξεις για να περιγράψουν αυτό το δίσκο, από τότε που έπεσε στα χέρια μου δεν μπορώ να σταματήσω να το ακούω. Αλλά, μιας και τη βρίσκουμε με το γράψιμο, θα προσθέσω μερικές ακόμη προτάσεις. Ηλεκτρική κιθάρα και drums ακούγονται μόνο σε αυτό το έπος, πέντε κομμάτια που πατούν πάνω σε γλυκόπικρες μελωδικές γραμμές και απλώνονται αυτοσχεδιαστικά για πολλά λεπτά, με τους δύο μουσικούς να έχουν μία εξωπραγματική χημεία μεταξύ τους. Το ύφος; Αμερικάνικο, σαφώς, σε χνάρια των blues και της παραδοσιακής folk, πατώντας όμως στέρεα πάνω σε Ινδικά ράγγα, στη μουσική γενικά της νοτιοανατολικής Ασίας και, που και που, κλείνουν το μάτι σε αργόσυρτες αραβικές μελωδίες. Μα, μην μπερδεύεστε, αυτό το διαμάντι είναι καθαρά αμερικάνικο, το είδος της μουσικής που μπορείς να ακούς κάνοντας μεγάλα ταξίδια σε δρόμους δίχως τίποτα τριγύρω, το finger-picking της Takoma, μέσα από το οποίο αναδύονται ατελείωτα σόλο, στη βάση τους απλά και χωρίς φλύαρες φιοριτούρες, που φέρνουν στο νου πρώιμο Neil Young, τα παθιασμένα drums, να βρίσκονται πάντα σε δεύτερο επίπεδο, πάντα ρυθμικά, να σε βυθίζουν με έντονα και περίτεχνα ηχοχρώματα, πλαισιώνοντας με ορμητικό όγκο την κιθάρα – ένα στυλ πλήρως διαφορετικό από αυτό που έχουν συνηθίσει τα αυτιά μου τελευταία σε τέτοιου είδους σχήματα, αυτό δηλαδή του Chris Corsano, για παράδειγμα, όπου τα κρουστά απαιτητικά παίρνουν μπροστινή θέση στον ήχο, οργανώνοντας τα πάντα. Εδώ ο Truscinski κάθετε υπομονετικά από πίσω, σιγοντάρει, ακούει, μαγεμένος και αυτός από τη κιθάρα του Gunn, που δε σταματάει να εκπλήσσει με την άμεση απλότητα της και, άλλη μια παραπομπή εδώ, θυμίζει, με την ατάραχη δυναμική της, τις τελευταίες ήρεμες κυκλοφορίες του Sir Richard Bishop. Περιττό να πω πως μιλάμε για ένα από τα album της χρονιάς.
((E A R))
((E Y E))