Αυτός είναι δεύτερος δίσκος-φωτιά που ξεπέταξε μέσα στο 2012 ο κύριος Haino μαζί με τους Chiyo Kamekawa (μπάσο) και Ryosuke Kiyasu (drums) ως οι νέοι Fushitsusha. Κι αν κρίνω από την χημεία και τον οίστρο που διαπνέει το trio μπορεί να δούμε και τρίτη κυκλοφορία μες το 2012. Αν ,τώρα, συνυπολογίσουμε και τις ηχογραφήσεις του Haino με του O’Rourke και Ambarchi νωρίτερα φέτος, συμπεράνουμε πως ο εξηντάρης και βάλε μέγας σαολίν της ηλεκτρικής κιθάρας βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα στα γεράματα. Κάτι σαν τον Henrik Larsson όταν πήγε στην μπαρτσελόνα.
Το υλικό που περιλαμβάνει το νέο πόνημα του ακριβοθώρητου trio είναι ακόμη πιο βαθύ, απρόβλεπτο και jazzy από το προηγούμενο “Hikari to Nazukeyo”, το οποίο έκλινε προς έναν οξύ, επιθετικό no wave / captain beefheart ήχο γεμάτο γωνίες και με σαφή rock βάση. Εδώ, ο Haino ακούγεται τελείως απελευθερωμένος και έτοιμος να καθοδηγήσει τους άλλους δύο σε ένα σεμινάριο free rock έκφρασης που, ναι, για μένα πιάνει τα δυσθεώρητα ύψη του “Pathetique” και του “Origin's Hesitation”. To πρώτο 5λέπτο κομμάτι είναι μια από τις πλέον λυρικές στιγμές των Fushitsusha με ένα συνεχές λεπτό κιθαριστικό πέπλο και μια πυκνή μπασογραμμή να στήνουν ένα ατμοσφαιρικό υπόβαθρο για απλώσει ο Haino είναι ευγενικό, λυρικό φωνητικό αυτοσχεδιασμό που μοιάζει μια άτυπη μοναχική προσευχή που περιπλανιέται στο αχανές σύμπαν. Από το επόμενο κομμάτι το αιθέριο σκηνικό αλλάζει βίαια σε ένα φουρτουνιασμένο άναρχο post-blues rock που έχει στόχο να εκφράσει τα πιο καλά κρυμμένα αισθήματα και εικόνες του νου και της ψυχής. Το rythm section επιδίδεται σε μια τρομερής ελαστικότητας και ακρίβειας άσκηση αντισυμβατικής jazz rock που χωρίς φανφάρες αλλά με την γνωστή ιαπωνική λιτότητα αφήνουν το κατάλληλο χώρο στον Haino να σιγοψιθυρίσει, άλλοτε να τραγουδήσει και άλλοτε να βροντοφωνάξει τους λακωνικούς του στίχους με τη θεατρικότητα που έχουμε συνηθίσει. Σίγουρα, μπορεί να μην καταβαίνεις γρί από τα ακατάληπτα ιαπωνικά του, αλλά η σοβαρότητα του ύφους, το πολυεπίπεδο της εκτέλεσης και εμβριθές της έκφρασης σε μαγνητίζουν όσο ο καλός (πριν το 2000) ιαπωνικός κινηματογράφος έστω κι αν δεν διαβάζεις τους υπότιτλους. (Σε αυτό το σημείο να πω, βέβαια, ότι θα εξυπηρετούσε μια μετάφραση των στίχων από τον ειδικό περί ιαπωνικών, Alan Cummings, αλλά ποιος με ακούει τώρα εμένα). Όσο για την κιθαριστική απόδοση του μάστορα, για μια ακόμη φορά είναι αποστομωτικός. Λιτές, κοφτές πενιές, στριφνά και άτονα τσιγκελωτά θραύσματα που βουτούν από την αχαλίνωτη εκφραστική ένταση στην εσωτερική σιωπή και τούμπλαλιν, σε μια μοναδική εγκεφαλική διαχείριση του ηχητικού κενού και του ηχητικού χάους που πατά πάνω στην γιαπωνέζικη παράδοση για την αντιθετική δύναμη του “Ma”, της σιωπής δηλαδή σε καίρια σημεία της μουσικής σύνθεσης. Έτσι, με την ασυνήθιστη για μας τους δυτικούς φαινομενική δυσαρμονία και μη μελωδικότητα, οι Fushitsusha φθάνουν δια της πλαγίας οδού και πάλι σε ένα psych / noise / free rock αποτέλεσμα που δεν έχει όμοιο του παγκοσμίως και ούτε θα έχει.
((E A R))
((E Y E))