Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

METAL GEMS FROM 2012



Προς μεγάλη στεναχώρια της γυναίκας μου, κάθε χρονιά έχω προσωπικά καθιερώσει με την έλευση του νέου έτους και όταν έχει κατακάτσει η σκόνη από όλες τις άλλες λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς να ξεκοκαλίζω την λίστα του 2012 του Metal Hammer και να ακούω μεταλιές nonstop για κάνα 10ήμερο. Τι να κάνουμε όσο κι αν «ωριμάσω» το ενδιαφέρον για  το metal δεν μπορεί να σταματήσει, αφού με στιγμάτισε ως μουσική στα τρυφερά εφηβικά μου χρόνια,  όπως κάποιους άλλους το λεύκωμα της Paninni και οι κούκλες της Bibibo. Φυσικά, δεν είμαι στον κόσμο μου, φαντάζομαι ότι μηδαμινοελάχιστοι από σας  ενδιαφέρεται για το ποιά metal άλμπουμ μου έκαναν κλικ για το 2012. Αυτή, όμως, είναι και η καβλάντα του να έχεις blog – μπορείς να γράφεις ότι σου κατέβει στον ακούτραφα.  Ιδού λοιπόν η προσωπική μου ανταπόκριση από το metal underground, που ακόμα βράζει και όσοι α-πιστοί προσέλθετε.
Ξεκινάω κατευθείαν από τα σκληρά για να υμνήσω την πιο αληθινά ανίερη norwegian black metal κυκλοφορία του 2012, το εικονοκλαστικό “Libertus” των Αptorian Demon. Από την μία έχεις το αθάνατο 90ς σκληρό, άκαμπτο και δήθεν άτεχνο αλά Darkthrone black metal και από την άλλη κινηματογραφικά samples από καθολικούς παπάδες, ακουστικά περάσματα και κάποια ανοικτά post-metal riffing σημεία. Τα φωνητικά έχουν την αγαπημένη βαριά νορβηγική προφορά και οι δυναμικές των συνθέσεων είναι αρχιτεκτονικά τοποθετημένες άψογα. Γενικότερα αυτό το άλμπουμ περικλείει όλη αυτήν την ομορφιά μπορεί να ακτινοβολεί μες το έρεβος της αυτή η μουσική.

Για όσους βρίσκουν το ουρλιαχτό των λύκων μες το παγωμένο δάσος το ίδιο ερεθιστικό με το κελάδημα των πουλιών την άνοιξη ας τσεκάρουν και το εξαίσιο άλμπουμ των πολωνών Mgla. Εδώ η αισθητική ξεφεύγει από ολομέτωπο αντιχριστιανικό κάφρικο ύφος του παλαιού black metal για να αποδώσει ένα πιο εσωτερικό, βαθύ σκότος με μια πιο ηχοτοπιακού χαρακτήρα μουσική που σε πνίγει. Η αλήθεια είναι ότι από ότι βλέπω πολύ προσπαθούν να παίξουν μπάλα στο post-black metal τερέν, αλλά οι Mgla ξεχωρίζουν άνετα από αρμονικά τέλειο, ανείπωτα μελαγχολικό απλωτό riffing του Μ., τα δυναμικό drumming και την ισορροπημένη παραγωγή που τους επιτρέπει να ανεβοκατεβαίνουν κλιμακωτά από τα uptempo  ξεσπάσματα σε ψυχρά, μελαγχολικά μεσαίων ταχυτήτων περάσματα που πραγματικά σε καθηλώνουν.

Για πιο
back to basics thrash/black καταστάσεις οι παλιομοδίτες Νορβηγοί Aura Noir με το πέμπτο τους άλμπουμ είναι η προφανής επιλογή για μένα που δεν απογοητεύει. Μέσα στις καταφανείς Sodom / Slayer  επιρροές υπάρχει αυτό το διεστραμμένο δυσαρμονικό riffing του Carl-Michael Eide που δίνει ένα ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτήρα στην old school επίθεση και έτσι δε νοιώθεις ότι ακούς το “Eternal Devastation” πχ με γυαλατζί παραγωγή όπως συμβαίνει με πολλές βαρετές ρέτρο-thrash κυκλοφορίες τύπου Deathhammer, Nekromantheon κτλ. Το φωνητικά εναλλάσσονται μεταξύ Apollyon και Aggressor για περισσότερη κάφρικη ποικιλία και το όλο στήσιμο έχει κάτι από την πρωτόλεια βαρβαρότητα ακόμη και των Venom με κιθάρες, όμως, που όπως προείπα παίζουν σε Voivod
επίπεδα αντισυμβατικότητας.



Περνώντας στην πολύ δημιουργική ελληνική metal σκηνή θα σταθώ στο νεκροταφικό death metal των Θεσσαλονικών Nocturnal Vomit που με κέρδισε αμέσως. Χωρίς να είναι ότι πιο φρέσκο και ανανεωτικό κυκλοφορεί στην death metal πιάτσα, τα παιδία παίρνουν τη μουσική τους στα σοβαρά και μακριά από μόδες και τα σπαστικά pro-tools στήνουν τον δικό τους ζεστό, περίπλοκο ήχο με σαφείς αναφορές στους Morbid Angel, Obituary και λοιπές early 90s δυνάμεις. Τα κομμάτια φαίνονται ότι έχουν δουλευτεί πολύ για να έχουν τόσες καίριες διακυμάνσεις από ξυστά black σημεία έως prog κοφτά μετρήματα, τα σολίδια όπου υπάρχουν είναι για βραβείο προσωπικού ύφους και τα φωνητικά είναι ότι καλύτερο σε βόθρο έχει βγάλει η Ελλαδίτσα ever. Το “Cursed Relics” συνολικά αποτελεί απόδειξη όταν έχεις έμπνευση και ταλέντο μπορείς μέσα σε μια μέτρια παραγωγή να λάμψεις  σαν μια καλοδιατηρημένη νεκροκεφαλή.

Από την άλλη, το πιο προσεγμένο ηχητικά / τεχνικά brutal death metal σκηνικό που στήνουν οι Νεοζηλανδοί Witchrist έχει την δική του σάπια νοστιμάδα. Σε μια βαριά και ασήκωτη low-end παραγωγή που απειλεί να σε καταπλακώσει με το βάρος της το πλέον ψυχοπιεστικό death metal αναμιγνύεται με  αργόσυρτα doom σημεία δημιουργώντας μοναδικές εικόνες ζόφου και ψόφου. Δεν ξέρω τι ζόρια τραβάνε εκεί  κάτω στην Αυστραλία και την Ν. Ζηλανδία αλλά με μπάντες σαν δαύτες, τους Diocletian, τους Portal και άλλους καταφέρνουν να δώσουν στο death metal μια νέα avant-garde σχεδόν διάσταση που για μένα αποτελεί και το μέλλον αυτού του είδους συνολικότερα.

Τώρα, το πλέον avant-garde extreme metal άκουσμα και μια από τις πρόσφατες αποκαλύψεις-σοκ για το 2012  είναι το one-man project του συμπατριώτη ανώμαλιάρη Γιώργου Ζαφειριάδη υπό το όνομα This Ιs Past. Μιλάμε ότι η περσινή κασέτα ήταν ότι πιο ιδιαίτερο, πρωτότυπο και  ψυχωτικά κλειστοφοβικό που κυκλοφόρησε πέρσι. Τι blackest black ever και κουραφέξαλα, THIS IS PAST, ρε! Κατ’ αρχάς, μετά το επίσης αριστουργηματικό «Μισανθρωπία» θα περίμενες ότι θα καθάριζε λίγο τον ήχο του, θα στρεφότανε σε πιο «ώριμα» μουσικά μονοπάτια με καθαρά φωνητικά, λογική δομή κομματιών κτλ.  Φευ! η «Γλωσσολαλία» ακούγεται σαν το ένα ακόμη χύμα demo και αυτός ο μουσικός κωλοπαιδισμός είναι και η μαγεία του. Ταυτόχρονα, η σπηλαιώδης, μες το echo και reverb ηχογράφηση ένα σημείο που φέρνει παραδόξως τον ήχο του κοντά στο υπναγωγικές εμμονές του avant / psych underground ενώ ταυτόχρονα οι κιθάρες του παραμένουν κοφτερές και παγωμένες σα τα πρωτόλεια demos του Snorre των Thorns.Προσκυνώ.

Αν και σίγουρα όχι metal, άλλα λόγο εξωφύλλου και συνολικής αισθητικής άξιο προσοχής είναι επίσης ένα άλλο ντόπιο φρούτο υπό τον τίτλο Α Day Before. Σε μια φιλόδοξη προσπάθεια ο Γιώργος Καραλιώτης μπλέκει field recordings από την καθημερινότητα στο λιμάνι (του Πειραιά υποθέτω) με ορθόδοξες ψαλμωδίες, πυκνές droney κιθάρες, και ανατολίτικα περάσματα με τουμπερλέκι , μπουζούκι και ούτι. Το αποτέλεσμα είναι ένα απόκρυφο, κινηματογραφικό ambient / psych / avant rock μίγμα που αν και πάσχει από πολύ μέτριο ήχο τεχνικά, καταφέρνει να χτίσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Και με αυτές τις πλάγιες αναφορές στην στο γνώριμο ελληνικό περιβάλλον αποκτά μια εντοπιότητα που του προσδίδει μια αυθεντική ταυτότητα. Με μια πιο επαγγελματική ηχογράφηση θα μίλαγα για αριστούργημα. Για την ώρα μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια. 

Περνάμε τώρα στον χώρο που καλύπτει το σύγχρονο doom metal. Χοντρικά πιάνει από πληκτικό κατ εμέ death/ doom έως το ψυχεδελικό doom rock που φοριέται πολύ τελευταία. Στο πιο παραδοσιακό doom metal ύφος η κορυφή χρονιάς ήταν κατά κοινή ομολογία το ντεμπούτο των νέων αστέρων του είδους Pallbearer από το Arkansas. Κινούνται σε ένα (φυσικά) αργόσυρτο μοτίβο, με τις ογκώδης κιθάρες να κρατούν πολύ όμορφες αρμονικές στο βάθος πίσω από τα δεινοσαυρικά riffs και την προοδευτική επιρροή  ακόμα και των  πρόσφατων Earth περασμένη στην ουσία των συνθέσεων. Τα φωνητικά, ευτυχώς, είναι ψηλά, καθαρά, υμνικά με έναν, όμως, αντι-περιφεξιονιστικό εξπρεσιονισμό που τους φέρνει περιέργως, πιο κοντά με θρηνητικά indie slowcore σχήματα όπως οι Codeine πάρα με το ηρωικό στυλ των Solitude Aeternus πχ. Η αλήθεια είναι ότι αν  και δεν μπορώ να αναλύσω τι κάνει το “Sorrow and Extinction” τόσο ξεχωριστό , με ένα φαινομενικά λιτό και απλό ύφος καταφέρνει να μεταφέρει την θλίψη και την απομόνωση άμεσα στον ακροατή.

Άλλo ένα ντεμπούτο- έκπληξη που με ξετρέλανε ήταν και το μυστηριώδες “Three and Seven” των occult doomesters Occultation από την Νέα Υόρκη. Βασικό μέλος του ο κιθαρίστας των black metallers Negative Plane και μεταγγίζει πολύ το από αλλόκοτο, μακάβριο ύφος τους στις πιο heavy /doom δομές των Occultation. Παράλληλα, κάτω από τον  ηθελημένα, νομίζω, lo-fi, θαμπό ήχο βρίσκεις 70’ς prog ξεδιπλώματα, horror rock ανακλάσεις και παρανοειδή μεν κλασσικομεταλλικα δε riffs   που μαζί με τα σαγηνευτικά γυναικεία φωνητικά τους προσδίδουν αυτήν την αφανή, δυσνόητη αύρα που δεν βρίσκεις στους πιο straight συνοδοιπόρους τους σαν τους Devils Blood και Ghost. Μαζί με τους γειτονάκια τους Jex Thoth αποτελούν το πιο (δεσποτικό) μέλλον του doom rock ήχου κι γι αυτό τους εκτιμώ!

Μια ακόμη καλή doom rock επιλογή ήταν το τρίτο άλμπουμ των Witch Mountain από το βλάχο-Oregon. Οι κιθάρες τους είναι σχετικά βατές: αρκετά εκφραστικά bluesy leads και ένα- δύο βασικά ρυθμικά κοψίματα παιγμένα με ένα ζεστό fuzzy ήχο που υπηρετούν τις απλωμένες συνθέσεις. Το λαμπερό στολίδι είναι της μπάντας, όμως, είναι  η Uta Plotkin. Προικισμένη με ένα αψεγάδιαστο μπαλαντοειδές Delta soul blues ηχόχρωμα ίπταται σαν μια κολασμένη σειρήνα πάνω από τα αγόρια της μπάντας και δίνει μια ψυχωμένη συναισθηματική παράσταση που τους απογειώνει.

Πηγαίνοντας, τώρα, στις πιο ψυχεδελικές/ space πλευρές του doom metal ήχου παρατηρώ με χαρά ότι αυξάνονται συνεχώς οι μπάντες που ενσωματώνουν τις διδαχές των πρωτομαστόρων της μαστούρο-heavy rock OM. Καλοί μαθητές είναι οι Σουηδοί Hills που το δεύτερο τους άλμπουμ “Master Sleeps” το σύστησε αναγνώστης του blog και ομολογώ με κόλλησε και μένα. Έξυπνη μπάντα, στήνει τον ήχο της  σε μια επιλαμβανόμενη κυκλωτική κρίσιμη μάζα από φαζαρισμένες heavy κιθάρες και καλπάζοντα drums , και σε κάθε κομμάτι είναι σε θέση να εφεύρει διαφορετικές oriental μελωδικές γραμμές που ντύνουν τις σχεδόν τύπου Faust krautrock δυναμικές τους.   

Ακόμα περισσότερο χαμένοι σε psych /  space μονοπάτια παρουσιάζονται πλέον οι Bong στο υπνωτικό δίσκο – πρότυπο για την stoner rock σκηνή “Mana Yood Sushai”. Περιέχει δυο μισάωρα μυστικιστικών διαστάσεων κομμάτια που κινούνται γύρω από ένα κεντρικό, μονότονο κιθαριστικό βόμβο φαινομενικά ατελείωτο. Γύρω του κάθονται τα βαρύτονα, τελετουργικά φωνητικά και τα  βροντερά και λίγο jazzy drums με ένα τρόπο που σε ρουφούν ακόμη πιο βαθιά στο μαύρη δίνη στην καρδιά του ήχου τους. Το drone metal μετά τους SunnO))) και τους OM διαθέτει ένα πιο ψευδαισθησιογόνο τρίτο πόλο.

Κλείνοντας, στον ευρύτερο stoner / psych rock χώρο, μια κατηγορία από μόνοι τους είναι η μπάντα- αποκάλυψη του τελευταίου μήνα Goat. To ντεμπούτο της Σουηδικής κολεκτίβας “World Music” έχει αφήσει άφωνο πολλούς μαθουσάλες της σκηνής και δικαίως αφού το fusion που επιχειρούν και πρωτάκουστο και επιτυχημένο είναι. Από τη μία έχεις hard rockin solos και βαριές μπασογραμμές και από την άλλη ένα άνοιγμα σε αυτό που λέμε ethnic μουσική χωρίς όρια και αναστολές. Τι 60s -70s ινδικό/πακιστανικό/βιετναμέζικο ethnic rock n roll, τι 70s disco επιρροές, τι πολυρυθμικότητες με οδηγό τον Fela Kuti, τι dub κολπάκια, τι κρυφά θηβετιανά drone περάσματα, της sublime frequencies ο γάμος γίνεται εδώ μέσα με παπά τους Black Sabbath και κουμπάρο τους Funkadelic. H τύπισσα στο μικρόφωνο όπως είναι επόμενο έχει σεληνιαστεί με όλα αυτά που ακούει τους γύρω της και ουρλιάζει εκστασιασμένα τους παγανιστικούς στίχους ενώ εσύ νομίζεις ότι συμμετάσχεις σε ένα διονυσιακό πανηγύρι που έστησαν οι Master Musicians of Bukkake όταν την είδαν πιο groovy τύπου και είπαν να υπογράψουν στην Not Not Fun που έψαχνε τους επόμενους  Peaking Lights. Μιλάμε για τρελό σκάλωμα.

Αυτά για φέτο παλληκάρια και κοπελιές, είθε ο θεός του metal να μας χαρίσει και του χρόνου τόσο καλές κυκλοφορίες!

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

NATHAN BOWLES - "A BOTTLE, A BUCKEYE" (2012)

Να την πω την αμαρτία μου, το λατρεύω το banjo. Αν άκουγα αυτό τον δίσκο δίχως να ήξερα ποιος κρύβεται πίσω του, θα φανταζόμουνα ότι πρόκειται για την εικοστή πέμπτη (περίπου) κυκλοφορία ενός βετεράνου αμερικάνου μουσικού, με μακριά λευκά γένια, που έχει φάει την ζωή του σε διάφορες ορχήστρες και τα δάκτυλα του έχουν πετρώσει από τις πολλές δεκαετίες που γρατζουνάνε με μαεστρία το banjo – ο δίσκος που ήρθε σαν το ώριμο επιστέγασμα μιας μακρόχρονης πορείας. Όλα τέλος πάντων τα κλισέ για έναν πολύ καλό δίσκο γραμμένο μόνο μ' ένα πεντάχορδο banjo.
Η αλήθεια όμως είναι ότι αποτελεί μόλις την πρώτη προσωπική κυκλοφορία του Nathan Bowles, μέλος της οργιώδους country μπάντας Black Twig Pickers και της αγαπημένης σε αυτό το blog αυτοσχεδιαστικής κολεκτίβας Pelt. Και για πρώτη κυκλοφορία είναι εντυπωσιακό πως καταφέρνει ο Bowles να μην πλατειάζει, να συνθέτει κομμάτια με τις μελωδίες να αναδύονται έμμεσα μέσα από την ψυχεδελική δίνη ενός ασταμάτητου fingerpicking (πάνω σε ένα όργανο που έχει την δυναμική να ακουστεί σαν μια μπάντα από μόνο του), να μένει πιστός στον παραδοσιακό τρόπο παιξίματος και ταυτόχρονα να μην θυμίζει κάτι παλιομοδίτικο. Δεν είναι μόνο η αρτιότητα της τεχνικής, στον ήχο του Bowles, δεν είναι μόνο ταχύτητα ή η πολυπλοκότητα των συνθέσεων – αυτό που τον κάνει κορυφαίο μουσικό είναι πως, όπως ακριβώς και ο αδικοχαμένος συνοδοιπόρος του Jack Rose, μπορεί μέσα από αυτό το τετριμμένο, πια, μουσικό είδος να βγάζει αβίαστα μια σπάνια συναισθηματικότητα και μια σπάνια αμεσότητα. Ακούγοντας τα 11 κομμάτια του δίσκου, σιγά-σίγα παρασύρεσαι από την ψυχεδέλεια, τον γρήγορο ρυθμό, τις υπόγειες μελωδίες, σε κάποιας μορφής έκσταση – γνώρισμα όλων των παραδοσιακών μουσικών ανά τον κόσμο όταν αυτές αποδίδονται αρκετά καλά, όπως συμβαίνει στο A Bottle, A Buckeye.
Προφανώς αυτός ο δίσκος δεν πρόκειται να αρέσει σε όποιον δεν αρέσει η καθαρή Αμερικάνικη country, με άλλα λόγια προορίζεται για όσους όταν ακούν Αμερική το μυαλό τους δεν πάει αυτομάτως στη Νέα Υόρκη ή στη Καλιφόρνια, αλλά χάνεται σε κάποια καμένη κωμόπολη στα ξεχασμένα βουνά των μεσοδυτικών πολιτειών.

((E A R))
((E Y E))

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

LICHENS - "LITIO FOLK" (2012)

Αύτη ήταν η δεύτερη κυκλοφορία μέσα στην χρόνια που πέρασε για τον Rob Aiki Aubrey Lowe, μέλος των Om και των 90 Day Men, μετά από το “Timon Irnok Manta”. Κι αν ο δίσκος στην Type περιείχε δύο εικοσάλεπτα κομμάτια με μια ψυχεδελική ηλεκτρονική μουσική που εξελισσόταν αργά και σταθερά, τα κομμάτια που υπάρχουν στο Lítió Fólk, αντίθετα, αρνούνται πεισματικά την οποιαδήποτε εξέλιξη. Αποτελούμενο από τρεις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις και δύο μικρές σφήνες ανάμεσα, με τίτλους στα Ισλανδικά και ένα εξώφυλλο που όσο το κοιτάς τόσο περισσότερο ζαλίζεσαι, το Lítió Fólk όσο να ‘ναι σου τραβάει την προσοχή για να σε ανταμείψει με απλά drones χτισμένα κυρίως πάνω στην φωνή του Lowe, με την τεχνική που συνήθως εφαρμόζει ως Lichens, κάνοντας δηλαδή την φωνή του να ακούγεται σαν απόκοσμο αρμόνιο. Τα drones αυτά είτε συνθέτουν αφαιρετικά κάποια φολκίζουσα μελωδία, είτε παραμένουν στάσιμα και αμετάβλητα – αιωρούνται βαριά σαν παραισθησιογόνα ηχητικά κύματα σε μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Το απλό και σχεδόν επίπεδο αυτό μοτίβο επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλα τα κομμάτια και καθ’ όλη την διάρκεια τους, με έναν αργό ρυθμό που σιγά-σίγα σε βυθίζει μέσα σε αυτά τα ξεχωριστά καλειδοσκοπικά ηχοτόπια που χαρακτηρίζουν την μουσική του Lichens, μια μουσική περίπου τελετουργική, περίπου ατμοσφαιρική, περίπου ψυχεδελική, μα σίγουρα από αυτές που απαιτούν να τις προσέξεις και που σε ρουφούν στο δικό τους κόσμο, με τίτλους κομματιών που σημαίνουν κάτι σαν "το άγιο πνεύμα" και "περίοδος των παγετώνων" (μετάφραση από google, δεν έχω εντρυφήσει ακόμη στα Ισλανδικά) και που ταιριάζουν απόλυτα με την ψυχρή, απόμακρή ψυχεδέλεια που περιέχουν. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε. 260 κόπιες ήταν μόνο και πάνε, εξαντλήθηκαν.

((E A R))
((E Y E))