Πολλοί από εσάς θα έχετε ήδη ακούσει το “Grapes” αλλά ο ενθουσιασμός μου για αυτό το psych folk διαμαντάκι με προέτρεψε να το ανεβάσω αν και κυκλοφορεί από την άνοιξη του 2014.Στην αρχή, λόγω τίτλου και του 60s χυμώδους εξώφυλλου, πίστεψα ότι πρόκειται για καμιά ιστορική επανακυκλοφορία κάποιου cult classic από τα 60s – 70s που ανακάλυψε κάποιος underground τυμβωρύχος. Τελικά προκύπτει ότι είναι η καινούργια δεύτερη solo δουλειά του Καναδού folk rocker που ηχογραφήθηκε πέρσι. Βέβαια, είναι πολύ πιθανό να μπερδευτεί κανείς σε σχέση με την εποχή που μπορεί να ηχογραφήθηκε αυτό το αναπάντεχο αριστούργημα, καθώς η μουσική του McIntyre έχει μια απροσδιόριστη διαχρονικότητα. Θα μπορούσε να είναι τέκνο της αμερικανικής acid folk σκηνής των 60s, της νεοζηλανδικής fuzz folk rock των 80ς ή ακόμη και της no folk της ΝΥ των 90s. Και σε μια εποχή, που προσωπικά ψάχνω την καλή τραγουδοποιία του χώρου με το τουφέκι τα τελευταία χρόνια, το άλμπουμ αυτό δεν χορταίνω να το ακούω.
Η παραγωγή του θαμπή μες την ηχώ και την λάσπη, το παίξιμο της κιθάρας χύμα, γρατσουνιστό και επιθετικό, η διάθεση του καλλιτέχνη φανερά ράθυμη. Τα κομμάτια σύντομα και περιεκτικά με κολλητικά ρεφραίν που λειτουργούν σαν βαλβίδες ψυχικής εκτόνωσης και αγωνιώδη, πυρετικά κουπλέ που κρύβουν μεγάλη εσωτερική ένταση. Στίχοι υπερβολικά πεσιμιστικοί, κατάμαυροι χωρίς ίχνος έστω σκοτεινού ρομαντισμού, τραγουδούν σπαρακτικά για αληθινά προβλήματα υγείας (πρησμένα στομάχια και καρκίνους) , αφόρητες οικονομικές δυσκολίες, σπαστικές δουλειές, γελοίους έρωτες και άλλες συναφείς καταστροφές. Η φωνή υψίτονη και στεντόρεια περασμένη μέσα από την καταχνιά της lo fi ηχογράφησης ακούγεται σαν το ταλαιπωρημένο φάντασμα του Simon Finn ή του Marc Bolan και ενώ όταν σοβαρεύει περαιτέρω και κατεβαίνει ένα-δύο τόνους ακούγεται όσο μοχθηρή όσο του Alan Bishop επί Uncle Jim. Η ροή του άλμπουμ είναι απολαυστικά κλιμακωτή με τα πιο ακουστικά μπαλαντοειδή κομμάτια στην αρχή και το σταδιακό πέρασμα σε ένα πιo garage rock format με είσοδο ηλεκτρικής, μπάσου, ντραμς. Πάνω από όλα είναι αυτή η πνιγηρή, άρρωστη και ψυχεδελικά κατηφής ατμόσφαιρα που πλανάται πάνω από όλο το άλμπουμ και του προσδίδει μια μοναδική διάσταση πέρα από τα καθιερωμένα psych folk μονοπάτια, σαν ο μυστηριώδης ΜcIntyre να αντλεί έμπνευση κατευθείαν από το αβυσσώδες προσωπικό του κενό, όπως λίγοι έχουν κάνει μέχρι τώρα (του Jandek συμπεριλαμβανομένου). Ένα από τα avant folk must της δεκαετίας το “Grapes” κι ας είναι ξινοί οι καρποί του.
((E A R))
((E Y E))