Υπάρχει, σίγουρά, μια διπλή μουσική προσωπικότητα για το Νεοϋορκέζο Julian Lynch. Η μία κιθαριστική και παρεΐστικη, που εκφράζεται μέσα από τις μπάντες που συμμετέχει κατά καιρούς (όπως οι Real Estate) και η άλλη πιο εσωστρεφής και μελωδική, αυτή που βγαίνει μέσα από τις προσωπικές του κυκλοφορίες. Αυτό εδώ είναι το τρίτο, στη σειρά, πόνημα της δεύτερης, μετά από το συμπαθητικό, αν και κάπως αμήχανο, Orange You Glad και το εξαίσιο Mare και τα δύο από την Olde English Spelling Bee. Σε αυτές τις συνθέσεις ο Lynch μοιάζει αποκομμένος από τον πλανήτη, κλεισμένος σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο, να πειραματίζεται με ένα κάρο μουσικά όργανα και να δημιουργεί ένα εύθραυστο ποπίζον υβρίδιο τραγουδοποιίας. Οι κιθάρες έχουν την ίδια συμμετοχή με τα πνευστά (σαξόφωνο, φυσαρμόνικα, κτλ) στη δημιουργία μελωδιών, τα drums έχουν την ίδια βαρύτητα με τα διαφορών ειδών κρουστά, τα πλήκτρα αναδύονται ανά διαστήματα από το πουθενά, ο όγκος της μουσικής είναι απολύτως μαξιμαλιστικός και το αποτέλεσμα ακούγεται ολίγον παλιομοδίτικο: μέσα στα κομμάτια του Lynch κείτεται, κάπου στο βάθος, μια 70’s αισθητική. Προχωρώντας ακόμη πιο πέρα το ήχο του Mare, αυτό το ψηφιδωτό από πολλά διαφορετικά είδη, σα μια συλλογή ανάκατων και πολλές φορές αντιφατικών συνθέσεων, ο Lynch κατορθώνει στο Terra (που μας έρχεται από την Underwater Peoples) να είναι πιο συνεκτικός και πιο μαζεμένος. Το album ρέει πιο εύκολα και γενικές γραμμές ο ήχος του αποκτά μια στερεή και δομημένη ηχητική μάζα, που δύσκολα μπορείς να αγνοήσεις. Κάποια κομμάτια είναι πιο ήρεμα και συναισθηματικά, κάποια λίγο πιο ψυχεδελικά, άλλα πιο ρυθμικά και χαρούμενα, όλα όμως βρίσκονται στοιχισμένα σε μια ανοιξιάτικη, ανθισμένη και μυρωδάτη ατμόσφαιρα. Σίγουρα ένας δίσκος που διαφέρει, που έχει να δώσει κάτι ξεχωριστό και προσφέρει ένα δικό του, λιγάκι ιδιαίτερο, μουσικό στερέωμα δίχως, στην ουσία, να επεξεργάζεται κάποια νέα μουσική γλώσσα ή κάποια πρωτότυπη έμπνευση.
((E A R))
((E Y E))