Για τον Richard Youngs έχουμε γράψει πολλές κριτικές σε αυτό το blog – αποτελεί έναν από τους πιο αγαπημένους μας μουσικούς. Μέσα σε δυόμιση περίπου δεκαετίες έχει καταφέρει, ο άτιμος, να δημιουργήσει ένα κάρο κυκλοφορίες· σε βαθμό που, και ο πιο μεγάλος του fan, εύκολα χάνει την μπάλα. Πολλές από αυτές είναι καλές, κάποιες είναι μέτριες, κάποιες το πολύ ενδιαφέρουσες, κάποιες κακές. Τα τελευταία δύο- τρία χρόνια έχει επιδοθεί σε έναν ανεξήγητο μαραθώνιο με στόχο να ηχογραφήσει σε όλα τα είδη μουσικής. Pop, noise, dub, Techno, κοκ. Αυτή η προσπάθεια, όσο respect κι αν είναι σαν σκέψη, δεν έχει αποδώσει πάντα καρπούς. Ναι, υπάρχουν μερικοί δίσκοι υπέροχοι (όπως το Valley Of Ultrahits) όμως οι περισσότεροι είναι μέτριοι, ίσως και κακοί – σε βαθμό εκνευριστικό. Σε βαθμό που να σκέφτεσαι, καλά όλα αυτά ρε αγόρι μου, αλλά δεν πιάνεις πάλι την κιθάρα και την folk, που την ξέρεις και την κατέχεις; Γιατί σε αυτό, στη βρετανική folk και στην ακουστική κιθάρα, όπως και να το κάνουμε, είναι από τους κορυφαίους της εποχής μας.
Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελείται μόνο από δύο κομμάτια. Στη βάση τους instrumental, στη βάση τους μόνο με κιθάρα. Το ύφος; Αυτό στο οποίο μας έχει συνηθίσει από την εποχή της Jagjaguar: Λιτές μελωδίες που επικαλύπτονται μεταξύ τους, δοσμένες μέσα από ασυγχρόνιστες λούπες, φαινομενικά παράταιρες. Η ακουστική κιθάρα παίρνει πάλι τον πρώτο λόγο και χτίζει έναν ατμοσφαιρικό, ζεστό και καθαρά βρετανικό ιστό – όχι τόσο συναισθηματικό, μα περισσότερο ψυχεδελικό με μια πολύ υπόγεια ροή των υπόλοιπων εγχόρδων που χρησιμοποίει (banjo και sitar – για παράδειγμα). Όλα βέβαια ακολουθούν μια κυκλική πορεία, λες και τα κομμάτια αναπνέουν, μέσα από τις ανεξάντλητες λούπες του Youngs, που συνεχώς εμπλουτίζονται, όλο και πιο ασυγχρόνιστα και ταυτόχρονα διαολεμένα συγχρονισμένα. Κάπου, μέσα στα 17 περίπου λεπτά που διαρκεί το κάθε κομμάτι, εμφανίζονται κρουστά ή οι λούπες σταματάνε στιγμιαία για μια απλή μελωδία ή κάπου ακούγονται φωνητικά, μια φλογέρα – γενικά, αν και πεισμωμένα επαναλαμβανόμενα, τα δύο αυτά κομμάτια έχουν παραδόξως μια progressive πορεία – εναλλαγές που αρμόζουν άλλωστε στην βρετανική folk.
Είναι αλήθεια, αυτό το ιδιωματικό folk πράμα που μπορεί να παίξει μόνο αυτός, είναι τόσο μοναδικό, παραισθητικό και απολαυστικό που δύσκολα ξεκολλάς από πάνω του. Είτε σε δίσκους του παρελθόντος (όπως τα May, The Naive Shaman, Autumn Response, Under Stellar Stream) είτε σε κυκλοφορίες σαν αυτό το ταπεινό 12’’. Και, προσωπικά, δεν το χορταίνω, ούτε το βαριέμαι. Τουναντίον, θα έλεγα.
Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελείται μόνο από δύο κομμάτια. Στη βάση τους instrumental, στη βάση τους μόνο με κιθάρα. Το ύφος; Αυτό στο οποίο μας έχει συνηθίσει από την εποχή της Jagjaguar: Λιτές μελωδίες που επικαλύπτονται μεταξύ τους, δοσμένες μέσα από ασυγχρόνιστες λούπες, φαινομενικά παράταιρες. Η ακουστική κιθάρα παίρνει πάλι τον πρώτο λόγο και χτίζει έναν ατμοσφαιρικό, ζεστό και καθαρά βρετανικό ιστό – όχι τόσο συναισθηματικό, μα περισσότερο ψυχεδελικό με μια πολύ υπόγεια ροή των υπόλοιπων εγχόρδων που χρησιμοποίει (banjo και sitar – για παράδειγμα). Όλα βέβαια ακολουθούν μια κυκλική πορεία, λες και τα κομμάτια αναπνέουν, μέσα από τις ανεξάντλητες λούπες του Youngs, που συνεχώς εμπλουτίζονται, όλο και πιο ασυγχρόνιστα και ταυτόχρονα διαολεμένα συγχρονισμένα. Κάπου, μέσα στα 17 περίπου λεπτά που διαρκεί το κάθε κομμάτι, εμφανίζονται κρουστά ή οι λούπες σταματάνε στιγμιαία για μια απλή μελωδία ή κάπου ακούγονται φωνητικά, μια φλογέρα – γενικά, αν και πεισμωμένα επαναλαμβανόμενα, τα δύο αυτά κομμάτια έχουν παραδόξως μια progressive πορεία – εναλλαγές που αρμόζουν άλλωστε στην βρετανική folk.
Είναι αλήθεια, αυτό το ιδιωματικό folk πράμα που μπορεί να παίξει μόνο αυτός, είναι τόσο μοναδικό, παραισθητικό και απολαυστικό που δύσκολα ξεκολλάς από πάνω του. Είτε σε δίσκους του παρελθόντος (όπως τα May, The Naive Shaman, Autumn Response, Under Stellar Stream) είτε σε κυκλοφορίες σαν αυτό το ταπεινό 12’’. Και, προσωπικά, δεν το χορταίνω, ούτε το βαριέμαι. Τουναντίον, θα έλεγα.
((E A R))
((E Y E))