Kάλιο αργά παρά ποτέ! Με την παρούσα συνεργασία η κρητική μουσική, μια έκφανση της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, τρώει ένα σκαμπιλάκι στα οπίσθια που μάλλον έπρεπε να το είχε γευθεί καιρό τώρα. Μεταμορφωμένη, εδώ, η ως μια τίμια ethno/psych μουσική πρόταση μπορεί πια να αναμετρηθεί στα ίσια με άλλες παρόμοιες προσπάθειες όπου ξένες παραδοσιακές φόρμες έχουν αποτελέσει πεδίο έμπνευσης για πολλούς πειραματιστές.
‘Oπως παλιότερα o Arto Lindsay με το fado, οι Sun City Girls με την ινδική, μεξικανή, αραβική κτλ o Haino με την γιαπωνέζικο Noh και φυσικά πάμπολλοι βρετανοί με την δική τους folk, έτσι και ο Ψαρογιώργης - γιός του superstar της Κρητικής μουσικής Ψαραντώνη- την βλέπει αλλιώς και κοιτάει να απλώσει το ερμητικό, λακωνικό ύφος των παραδοσιακών ριζίτικων δρόμων πέρα από τα Όρη και τα βουνά της λεβεντογέννας. Συνοδοιπόρος του σε αυτό το πρωτοπόρο μουσικό ταξίδι ο ελληνικής καταγωγής / αυστραλιανής υπηκοότητας αεικίνητος δαμαστής των κρουστών και των κυμβάλων Jim White. Και η χημεία μεταξύ τους είναι απολαυστική. Κατ’ αρχήν, ατομικά, Ξυλούρης, ο αναδεικνύεται σε μέγα μάστορα του λαούτου. Μιλάμε για βιρτουόζο. Το παίξιμο του είναι ευρύ και ευφάνταστο, στιγμές απότομο, κοφτό, σχεδόν post- punk, άλλοτε λυρικό, μελωδικό και ανοικτό σαν μια φωτεινή εκδοχή του John Fahey πνιγμένη στο κρητικό λάδι. Από την άλλη, Ο White, όπως έχει κάνει με επιτυχία στο παρελθόν σιγοντάροντας των Warren Elis στους Dirty Three, συμπεριφέρεται ιδανικά σε ένα τόσο ευαίσθητο γητευτή εγχόρδων όπως ο Ξυλούρης. Γνωρίζει πότε να επιταχύνει και να κλιμακώσει με βαθειά κυκλωτικά χτυπήματα, πότε να παίξει αλαφροπάτητα ώστε να αφήσει χώρο να ξεδιπλωθούν οι περιπαικτικές μελωδίες του λαούτου.
Τα περισσότερα κομμάτια, βασίζονται βέβαια σε μια βασική μουσική ιδέα παρμένη από την παράδοση σαν την σούστα και το συρτό αλλά στην πορεία μεταλλάσσονται με ελεύθερο πνεύμα σε μικρές εκρήξεις εμπνευσμένων ανατροπών στην φόρμα, κρατώντας τον συναισθηματικό κορμό του αυθεντικού ακέραιο όμως. Γ ι αυτό και το πείραμα είναι πραγματικά επιτυχημένο. Δεν αναλίσκεται σε αντιφορμαλιστικές αυτοσχεδιαστικές εμμονές που τελικά δεν κρατούν το ενδιαφέρον. Ιδανικά, δεν χρησιμοποιούν απλά την Κρητική μουσική ως όχημα πειραματισμού, αλλά την εντάσσουν σε λιγάκι διαφορετικό πλαίσιο ώστε να μπορεί πάντοτε να αναπνέει τον ιδιαίτερο παθιάρικό μεσογειακό της αέρα. Και όταν προς το τέλος του άλμπουμ, μπαίνει αναπάντεχα και το ριζίτικο τραγούδι στο κόλπο με στίχο που εγκωμιάζει τους ποταμούς και τα δάση του αγαπημένου τόπου των δύο πολυταξιδεμένων μουσικών, δεν μπορείς παρά να συμπάσχεις κι εσύ με τον ειλικρινή νόστο του ξενιτεμένων κοπελιών.
Y.Γ. ...έχει και Guy Piccioto στην παραγωγή έτσι για να πωρώνομαστε οι φουγκαζικοί!
‘Oπως παλιότερα o Arto Lindsay με το fado, οι Sun City Girls με την ινδική, μεξικανή, αραβική κτλ o Haino με την γιαπωνέζικο Noh και φυσικά πάμπολλοι βρετανοί με την δική τους folk, έτσι και ο Ψαρογιώργης - γιός του superstar της Κρητικής μουσικής Ψαραντώνη- την βλέπει αλλιώς και κοιτάει να απλώσει το ερμητικό, λακωνικό ύφος των παραδοσιακών ριζίτικων δρόμων πέρα από τα Όρη και τα βουνά της λεβεντογέννας. Συνοδοιπόρος του σε αυτό το πρωτοπόρο μουσικό ταξίδι ο ελληνικής καταγωγής / αυστραλιανής υπηκοότητας αεικίνητος δαμαστής των κρουστών και των κυμβάλων Jim White. Και η χημεία μεταξύ τους είναι απολαυστική. Κατ’ αρχήν, ατομικά, Ξυλούρης, ο αναδεικνύεται σε μέγα μάστορα του λαούτου. Μιλάμε για βιρτουόζο. Το παίξιμο του είναι ευρύ και ευφάνταστο, στιγμές απότομο, κοφτό, σχεδόν post- punk, άλλοτε λυρικό, μελωδικό και ανοικτό σαν μια φωτεινή εκδοχή του John Fahey πνιγμένη στο κρητικό λάδι. Από την άλλη, Ο White, όπως έχει κάνει με επιτυχία στο παρελθόν σιγοντάροντας των Warren Elis στους Dirty Three, συμπεριφέρεται ιδανικά σε ένα τόσο ευαίσθητο γητευτή εγχόρδων όπως ο Ξυλούρης. Γνωρίζει πότε να επιταχύνει και να κλιμακώσει με βαθειά κυκλωτικά χτυπήματα, πότε να παίξει αλαφροπάτητα ώστε να αφήσει χώρο να ξεδιπλωθούν οι περιπαικτικές μελωδίες του λαούτου.
Τα περισσότερα κομμάτια, βασίζονται βέβαια σε μια βασική μουσική ιδέα παρμένη από την παράδοση σαν την σούστα και το συρτό αλλά στην πορεία μεταλλάσσονται με ελεύθερο πνεύμα σε μικρές εκρήξεις εμπνευσμένων ανατροπών στην φόρμα, κρατώντας τον συναισθηματικό κορμό του αυθεντικού ακέραιο όμως. Γ ι αυτό και το πείραμα είναι πραγματικά επιτυχημένο. Δεν αναλίσκεται σε αντιφορμαλιστικές αυτοσχεδιαστικές εμμονές που τελικά δεν κρατούν το ενδιαφέρον. Ιδανικά, δεν χρησιμοποιούν απλά την Κρητική μουσική ως όχημα πειραματισμού, αλλά την εντάσσουν σε λιγάκι διαφορετικό πλαίσιο ώστε να μπορεί πάντοτε να αναπνέει τον ιδιαίτερο παθιάρικό μεσογειακό της αέρα. Και όταν προς το τέλος του άλμπουμ, μπαίνει αναπάντεχα και το ριζίτικο τραγούδι στο κόλπο με στίχο που εγκωμιάζει τους ποταμούς και τα δάση του αγαπημένου τόπου των δύο πολυταξιδεμένων μουσικών, δεν μπορείς παρά να συμπάσχεις κι εσύ με τον ειλικρινή νόστο του ξενιτεμένων κοπελιών.
Y.Γ. ...έχει και Guy Piccioto στην παραγωγή έτσι για να πωρώνομαστε οι φουγκαζικοί!
((E A R))
((E Y E))
Πάρα πολύ ωραίο. Μακάρι κάποια στιγμή να τους δούμε και ζωντανά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρεπει να είναι απλο ρε γαμώτο, αφου από Κρητη είναι!
ΑπάντησηΔιαγραφήειναι σιγουρα Ελληνας ο Jim White - πως διαπιστωνεται αυτο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν τον είχαμε συναντησει παλια μας ειχε πει ότι εχει καταγωγή από παπου μερια απο Ελλαδα
ΑπάντησηΔιαγραφήthanks
ΑπάντησηΔιαγραφή