Σε μια χρονιά που κατά την γνώμη μου η παραγωγή καλής ποιότητας άλμπουμ από νέες μπάντες / καλλιτέχνες από το ευρύτερο US avant rock πεδίο είναι ισχνότερη από ποτέ, υπάρχουν, ευτυχώς, μερικά πολύ αξιόλογα comebacks από τις παλιές καραβάνες του χώρου. Ιδού μερικά σημαντικά παραδείγματα επιστροφών – success stories :
Ξεκινώντας, πρέπει να σταθώ στην πολύ προσεχτική desert blues πρόταση της κ.
Lyndia Lunch. Aν και το συγκεκριμένο στυλ είχε αποθεωθεί στα 90s από τους μετρ του είδους Steve Wynn, Gallon Drunk,Nick Cave, Mark Lanegan και τους λοιπούς αστέρες του τότε κραταιού στην Ελλάδα Fractal Press, η σκοτεινή punk ντίβα από την Νέα Υόρκη χιλιάδες χλμ μακριά από την έρημο, στο
"Fistful Of Desert Blues" έχει το ποιητικό βάθος και την βιωματική εμπειρία για προσδώσει στις πικρές και σκοτεινές μπαλάντες την απαραίτητη δόση σκληρότητας, απόγνωσης και ερημίτικης μοναξιάς. Ταυτόχρονα, η φωνή της, ταλαιπωρημένη, αγωνιώδης, ερωτική, έχει γρεζάρει ένα κλικ παραπάνω από την τελευταία φορά που την άκουσα, σε βαθμό που σε συνδυασμό με την εμπειρία της μεγάλης ηλικίας της την τοποθετεί πια σχεδόν δίπλα από την πελώρια σκιά του Johny Cash επί American recordings. Aπό κοντά ακολουθεί και το σποραδικό, αραχνοειδές κιθαριστικό στυλ του Grove γεμάτο υποχθόνια southern slides, άτονα ξεσπάσματα και σπαρακτικές μελωδικές ακολουθίες, όλα δοσμένα στην σωστή δόση σε μια παραγωγή που φτάνει το επίπεδο του sound design ενός soundtrack. Συνολικά, η παράφορα αλήτικη προσέγγιση των δύο στο κορεσμένο μουσικά είδος καταφέρνει τελικώς το στόχο της : να με παρασύρει αβίαστα και ατμοσφαιρικά στην σκοτεινή πλευρά του έρωτα, θέμα κλασσικό σε κάθε σοβαρό desert blues πόνημα.
Άλλη μια παλιοπαρέα που έδωσε τον καλύτερο εαυτό της φέτος είναι οι αγαπημένοι μου
Pere Ubu με καλλιτεχνικό καθοδηγητή πάντοτε τον τρελάρα David Thomas. Ο τύπος πρέπει να βρίσκεται συνεχώς στην πρίζα, αφού η μπάντα προσχώνεται με κάθε καινούργιο άλμπουμ σε όλο και πιο απάτητα, ερεβώδη, πειραματικά μουσικά έλη. Το φλέρτ με τον ηλεκτρονικό θόρυβο και τα post-industrial ηχότοπια είχε ξαναπάρει τα πάνω ήδη από το άψογο Lady From Shangai πέρσι, αλλά εδώ στο θεματικό κύκλο τραγουδιών που αποτελεί το
“Carnival of Souls” , βρίσκεται στο απόγειο του. Το ξεκίνημα του άλμπουμ είναι ψαρωτικό, με βίαια κιθαριστικά riffs, συντριπτικά drums και κλασσική Pere Ubu αυτοκαταστροφική μελωδική γραμμή, σαν η μπάντα να θέλει να υπογραμμίσει ότι αν θέλει έχει ακόμα ένα κολασμένο, vτελιριώδες post-punk ξέσπασμα στο τσεπάκι της. Από εκεί και μετά, σταδιακά οι ενορχηστρώσεις εμπλουτίζονται με ψυχεδελικά theramins, δυσαρμονικά κλαρινέτα και πίπιζες, μυστηριώδεις λούπες, προωστικά ρυθμικά beats. Όλα ακούγονται δύστροπα και απόμακρα, αλλά την ίδια στιγμή σουρεαλιστικά οικεία, όπως μόνο αυτοί ξέρουν να κάνουν. O ηχητικός καμβάς που στήνουν έτσι, σε μαγνητίζει και σε στροβυλλίζει από κομμάτι σε κομμάτι σε μια κατάδυση στο εσωτερικό έρεβος που κρύβει ο παράξενος κόσμος του ερμηνευτικά αξεπέραστου Thomas, στην καρδιά ενός πρωτόλειου American darkness.
Kι αν από τους Pere Ubu δεν αποτελεί έκπληξη μια ποιοτική δουλειά, η θριαμβική επιστροφή των post- punk θρύλων
Chrome με άφησε με το στόμα ανοικτό και τα αυτιά να αιμορραγούν από το μπριζομένο sci-fi κεραυνό του
“Feel It Like A Scientist” . Ο Helios Creed, ένας hard rockin’ 58οχτάρης , καυτός και έτοιμος όσο δύο 25άρηδες, είναι σε φοβερή φόρμα. Η κιθάρα του είναι πνιγμένη κάτω τόνους βδελυρού διαπλανητικού πλαγκτόν και επιδίδεται σε ένα σεληνιασμένο κοσμικό boogie που έρχεται από τις πιο ηδονικές (μαύρες) τρύπες αυτού του γαλαξία. Προσθετικά, το στακάτο drumming έρχεται να σκάσει πάνω στα πιτσαρισμένα, μεταλλαγμένα ηλεκτρονικά εφέ που σκάνε από κάθε συμπαντική κατεύθυνση και χτίζουν τον χαρακτηριστικό Chrome ήχο. Η μαγκιά τους είναι ότι, όπως οι αγαπημένοι space metallers Voivod, μπορούν να ξεγλιστρούν αλώβητοι μες την εξωγήινη τους αλλοφροσύνη ανάμεσα σε διάφορα παρακλάδια του rock -gothic, hard rock, industrial, punk, electro – και διατηρούν αυτή την cybertronic ηλεκτρομαγνητική ενέργεια στο μάξιμουμ. Mια ενέργεια που περικλείει τα ιδία περίπου kilojoules όσα εκτοξέυσαν και οι πρόσφατοι Swans.
Φοβερές στιγμές εμπνευσμένης υπόγειας math rock ενέργειας απόλαυσα και στο αριστουργηματικό
“Chills On Glass” των
Dead Rider. Προσωπικό ουσιαστικά project του Todd Rittmann κιθαρίστα των υπερ-υποτιμημένων alt rockers US Maple από το μεταμοντέρνο Σικάγο. Δηλώνω ένοχος υπεροψίας και ασχετοσύνης που δεν είχα ακούσει τα δύο προηγούμενα άλμπουμ των Dead Rider.Πάλι καλά που επανακυκλοφόρησε το ντεμπούτο-διαμάντι των US Maple φέτος και τους πήρα χαμπάρι. O ήχος τους είναι συγκέρασμα διαστρεμμένου jazz rock στην σχολή Captain Beefhaert με τα υποχθόνια γωνιώδη κιθαριστικά μοτίβα του Rittmann να αγκιστρώνουν από τον γιακά, κατηφούς και λασπώδους US alt rock που φέρει όλη την χυδαιότητα των Butthole Surfers και την ανωμαλία των Jesus Lizard, σάπιου βιομηχανικού post-noise που ακουμπά τον σημερινό ήχο των Wolf Eyes, μπασάτου σχεδόν αισθησιακού electro-rock που είχα να ακούσω από την εποχή του “Cruise Yourself” των Girls Against Boys και μελωδικά πνιγηρού πειραματικού indie pop με όλη των ιδιαίτερη δυναμική των πρώτων Liars. Όπως καταλαβαίνεται, σχήμα είναι ένα αχαλίνωτα, πολυσυλλεκτικό post-rock εργαστήρι που με κάποιο τρόπο ο Rittman το κατευθύνει ώστε το όλο πειραγμένο σύνολο να ακούγεται αυθεντικά περίεργο και δύστροπο όσες φορές κι αν πάτησα το repeat. Μια μοναδική πρόταση που πολλοί παροπλισμένοι post-rockers του Σικάγο θα ζηλέψουν.
Με ακόμη μεγαλύτερη διάθεση για θόρυβο, σύγχυση και αποπροσανατολισμό συγκροτήθηκε το noise supergroup
Dan l Boone. Mέλη τους ο noise freak Alexander Moskos (Aids Wolf, Drainolith), o πολύς Nate Young (Wolf Eyes φυσικά) , ο underground guitar hero Neil Hagerty(πρώην Royal Trux φυσικά, φυσικά) και οι Charles Ballas που είναι μαζί με τον Hagerty στους αποδομηστές του rock’n’roll Howling Hex. O ήχος τους εξεπίτηδες και καθεαυτού πολύπλοκος έως χαοτικός. Σε πρώτη φάση, ακούγονται σαν αυτοσχεδιάζουν και οι τέσσερις ταυτόχρονα προς τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. ‘Άλλος τραγουδά κάτι σαν παραπονιάρικα blues ή μονολογεί ακατάληπτα, άλλος ξερνά καυτό κιθαριστικό feedback , άλλος να εκτοξεύει άτονα συγκρουσιακά power electronics και άλλος πλέκει ψιλοβελονιά ηλεκτρονικές ψυχεδελικές ακολουθίες άρρυθμες και τραχιές. Σε δεύτερη φάση, όμως, μετά από μερικές ακροάσεις, αφού πρώτα η προσοχή μου διασπάστηκε σε χίλια σημεία, αρχίζω υποσυνείδητα να απορροφώμαι μέσα στον χαοτικό κόσμο τους. Κι αυτό, μάλλον, αποτελεί απόδειξη της αφανούς δουλειάς που έχει πέσει για το project από τους τέσσερεις ώστε να δημιουργήσουν κάτι τόσο δύσπεπτο και στριφνό. Σε κάνει να αναρώτησε συνεχώς αν αυτό που ακούς έχει έστω την παραμικρή λογική βάση ή αν είναι όντως αποκύημα των πλέον ανώμαλών μουσικών μυαλών στην άλλη πλευρά του ατλαντικού. Tελικά, καταφέρνουν να σε αιχμαλωτίσουν νοητικά μες την άτονη θορυβώδη μουσική τους παράνοια με ένα τρόπο, που μόνο στους διαλυμένους πια Το Live and Shave In LA έχω βιώσει ξανά.
Πάνω που είχα κολλήσει με τους Dan’l Boone, παίρνω χαμπάρι ότι η πρώην σύντροφος και συνεργάτης του Hagerty στους Royal Trux, η απόλυτη avant garde rock γκόμενα Jennifer Herrema, τρέχει το δικό της project
Black Bananas και είπα να τους τσεκάρω. Και ουάου τι αποκάλυψη!
Δισκάρα! Όπως, οι Royal Trux στα 90ς αποδομούσαν και αναμόρφωναν με τον ιδιαίτερα σκαμπρόζικο τους τρόπο το classic 70s rock, έτσι και αυτό το παρεάκι της Herrema έχει βαλθεί να ξεσκίσει το αυτό το εμετικό 80s FM/AOR/sleaze rock που τόσο έχω μισήσει στην πρώτη μου νιότη ως μεταλλάς, χωρίς να αφήνει το εξίσου αναγουλιαστικό ρομποτέκ 80s synth pop εκτός της αισθητικής επίθεσης. Oι δομές του αυτών των εύπεπτων στυλ είναι η βάση για τις πιπεράτες συνθέσεις που ενσωματώνουν στοιχεία και πιο σύγχρονες τάσεις όπως το chillwave και το electro-rock. To τελικό αποτέλεσμα, βέβαια, φέρει την υπογραφή της Herrema : αλήτικο, φθαρμένο, ανατρεπτικό rock με σουβλερά hooks και μια έμφυτη τάση για λειτουργικούς πειραματισμούς με ότι της φαίνεται ενδιαφέρον. Μόνο που αυτήν τη φορά, έχει δώσει βάση τόσο στην παραγωγή που έχει πια περάσει από το βρώμικο lo-fi σε ένα φουτουριστική γυαλιστερό hi-fi, καθώς και στην χρήση synthizers και ηλεκτρονικών beats που προσθέτουν ηχητικό βάθος και φρέσκα ηχοχρώματα. Όμως, πιστεύω, αυτό που κάθιστά το Rad Times Xpress IV κορυφή είναι ότι έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο πολλά διαφορετικά μουσικά συστατικά μαζί με μια χαρακτηριστικά cool, χαλαρή και ασόβαρη διάθεση που μόνο με την Herrema στο πηδάλιο μπορεί αβίαστα να βγει.
Τέλος, αν γουστάρετε κάτι τελείως απερίσκεπτα κεφάτο ακούστε το άλμπουμ επιστροφή των
Half Japanese με τίτλο που δεν φανερώνει την διάθεση των αδερφών Fair για ανεπιτήδευτο ξεφάντωμα.
“Overjoyed” λοιπόν, και όπως τραγουδά δύο διαφορετικές φόρες στο άλμπουμ ο Jad Fair ετοιμαστείτε να βουτήξετε σε μια λίμνη από σοκολάτα! Σε μια κλασσική περίπτωση δεύτερης νιότης ο συμπαθής 60άρης από το Maryland έχει βαλθεί να ξεπεράσει ακόμη και τον Σάκη Ρουβά στην σχετική διαφήμιση ως χορηγός θετικής ενέργειας. Με την βοήθεια του John Dieterich στην παραγωγή, οι αγαπημένοι «μισογιαπωνέζοι» αποχαιρετούν τον art punk lo fi ήχο για ένα πιο ακόμα πιο εξωστρεφές φαζαριστό indie rock με σαφές αναφορές στο ΝΥ cool garage rock των Velvet Undeground ή την πιο sexy εκδοχή τους, τους Modern Lovers. Eδώ, όμως, δεν θα ακούσεις ιστορίες για ναρκωτικά και καταραμένους έρωτες. Αντίθετα, κυριαρχεί παντού ένα παιδιάστικο αισιόδοξο μήνυμα για την δύναμη του αληθινού έρωτα, την υπεροχή των chocolate cakes έναντι του αλκοόλ και την δυνατότητα όλων μας μετατραπούμε σε ένα λαμπερό αστεράκι αν το προσπαθήσουμε. Κι αν στο χαρτί αυτά μοιάζουν ανόητα και αφελή, όταν τα ακούς μέσα σε αυτό το απολαυστικό μείγμα από κουδουνιστές κιθάρστικές μελωδίες, ξυραφένια riffs, δυνατά grooves και τουλάχιστον ιδιόρρυθμα φωνητικά δεν μπορείς παρά να παρασυρθείς στην καινοφανή χαρούμενη ηλιθιότητα των Half Japanese. Ναι, κάνε το βήμα και κυλίσου μαζί τους στην μεγάλη κολλώδη εφηβική ροζ τσιχλόφουσκα που σκαν μες τα μούτρα σου με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο!