Ότι πρέπει για τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού και τις τελευταίες νύχτες πριν αρχίσουν τα ζόρια του φθινοπώρου. Αυτός ο δίσκος είναι κάτι σαν ιστορικό ντοκουμέντο μιας και πρόκειται για κάποια από τα πρώτα κομμάτια που ηχογράφησε ο Hurley, το μακρινό 1964 – από το υλικό των sessions μέσα από τα οποία προέκυψε το First Songs, ο πρώτος δίσκος του ξεχωριστού αυτού τραγουδοποιού. Η φωνή του λοιπόν είναι ακόμη άγουρη, νεανική, περίπου κανονική (περά από κάποια προσεγμένα φάλτσα), χωρίς τις κραυγές και τις φωνές που τον έκαναν γνωστό αρκετά μετά και αποτέλεσαν το χαρακτηριστικό του μουσικού του κόσμου – ενός κόσμου ιδιότυπου, αυθεντικού και ειλικρινούς.
Στα 23 του χρόνια, με την ακουστική του κιθάρα, μια φυσαρμόνικα και την υψίτονη φωνή του, ο Hurley ανοίγει την αυλαία πίσω από την οποία ξεδιπλώνεται - μέσα από τους στίχους - ο μοναχικός και γεμάτος συμβολισμούς γαλαξίας της λίγο ξεκούρδιστης κιθάρας, των λίγο παράταιρων ακόρντων, των ατελών μελωδιών και των υπνωτιστικών ρυθμών. Η προσέγγιση του Hurley μοιάζει περισσότερο με αυτήν των πρώιμων μπλουζ: τότε που κατάκοποι, μεγάλοι σε ηλικία μαύροι γρατζούνιζαν την κιθάρα δίχως να χολοσκάνε για την τεχνική ή την αρτιότητα του αποτελεσμάτων, βγάζοντας πηγαία και χωρίς φιλτράρισμα τα εσώψυχα τους. Φυσικά ο Hurley ούτε μαύρος είναι, ούτε μεγάλος σε ηλικία – σε αυτές τις ηχογραφήσεις τουλάχιστον. Παρόλα αυτά ο γυμνός του ήχος, η επίπεδη φωνή του και το πάθος που ξεχειλίζει στα λόγια και στην κιθάρα του καταφέρνουν να πλάσουν κομμάτια εξίσου άμεσα και διαπεραστικά, που αν και δύστροπα στο αυτί, μπορούν άνετα να τρυπώσουν μέσα σου και να σε υποχρεώσουν να ακούσεις ξανά και ξανά αυτόν τον δίσκο. Με άλλα λόγια το ταλέντο και η αξία του μεγάλου αυτού μουσικού, είναι αναγνωρίσιμα από τα πρώτα κιόλας κομμάτια που έγραψε στο studio – άσχετο αν μέχρι την δεκαετία του ’80 είχε μείνει πλήρως στην αφάνεια και από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισε, επιτέλους, να γίνεται κάπως γνωστός, για να αποκτήσει σίγα-σιγά την θέση που του ανήκει στο μουσικό στερέωμα. Αυτήν δηλαδή ενός γνήσιου, αξιόλογου και αρκετά επιδραστικού εκπροσώπου της ανεξάντλητης, Αμερικάνικης Folk.
Στα 23 του χρόνια, με την ακουστική του κιθάρα, μια φυσαρμόνικα και την υψίτονη φωνή του, ο Hurley ανοίγει την αυλαία πίσω από την οποία ξεδιπλώνεται - μέσα από τους στίχους - ο μοναχικός και γεμάτος συμβολισμούς γαλαξίας της λίγο ξεκούρδιστης κιθάρας, των λίγο παράταιρων ακόρντων, των ατελών μελωδιών και των υπνωτιστικών ρυθμών. Η προσέγγιση του Hurley μοιάζει περισσότερο με αυτήν των πρώιμων μπλουζ: τότε που κατάκοποι, μεγάλοι σε ηλικία μαύροι γρατζούνιζαν την κιθάρα δίχως να χολοσκάνε για την τεχνική ή την αρτιότητα του αποτελεσμάτων, βγάζοντας πηγαία και χωρίς φιλτράρισμα τα εσώψυχα τους. Φυσικά ο Hurley ούτε μαύρος είναι, ούτε μεγάλος σε ηλικία – σε αυτές τις ηχογραφήσεις τουλάχιστον. Παρόλα αυτά ο γυμνός του ήχος, η επίπεδη φωνή του και το πάθος που ξεχειλίζει στα λόγια και στην κιθάρα του καταφέρνουν να πλάσουν κομμάτια εξίσου άμεσα και διαπεραστικά, που αν και δύστροπα στο αυτί, μπορούν άνετα να τρυπώσουν μέσα σου και να σε υποχρεώσουν να ακούσεις ξανά και ξανά αυτόν τον δίσκο. Με άλλα λόγια το ταλέντο και η αξία του μεγάλου αυτού μουσικού, είναι αναγνωρίσιμα από τα πρώτα κιόλας κομμάτια που έγραψε στο studio – άσχετο αν μέχρι την δεκαετία του ’80 είχε μείνει πλήρως στην αφάνεια και από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισε, επιτέλους, να γίνεται κάπως γνωστός, για να αποκτήσει σίγα-σιγά την θέση που του ανήκει στο μουσικό στερέωμα. Αυτήν δηλαδή ενός γνήσιου, αξιόλογου και αρκετά επιδραστικού εκπροσώπου της ανεξάντλητης, Αμερικάνικης Folk.
((E A R))
((E Y E))
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου