Τριάντα περίπου χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, ο Κορεάτης τροβαδούρος της θλίψης επιστρέφει με τον, ίσως, πιο ολοκληρωμένο του δίσκο. Τα συστατικά είναι πάνω-κάτω τα ίδια με τα προηγούμενα πέντε album: finger-picking στην κιθάρα με κάποια ρυθμικά μέρη, απλός ήχος δίχως πολλές εξάρσεις και σκαμπανεβάσματα στην ένταση, η γνώριμη ψιθυριστή και κυματιστή φωνή του Kim Doo Soo.
Δεν ξέρω Κορεάτικα και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να μάθω ποτέ, οπότε δεν μπορώ να εκτιμήσω ακριβώς τους στίχους των κομματιών, ούτε φυσικά να τους καταλάβω. Ακόμη κι από τις αγγλικές τους μεταφράσεις νιώθω ότι κάτι δεν πιάνω· υποθέτω ότι η απόσταση της Κορεάτικης κουλτούρας με την δικιά μας είναι μεγάλη. Έτσι όμως, για να έχετε μια ιδέα, τα περισσότερα κομμάτια καταπιάνονται είτε με κάτι μεταφυσικό, είτε με το ανέφικτο και το αφύσικο, είτε με κάτι δυσλειτουργικό – με τρόπο αφαιρετικό ή αφηρημένο και βαθιά ποιητικό. Κάτι που φανερώνουν και οι τίτλοι των περισσότερων εκ αυτών: The Land of No Wind, Leaden, Falling Blossom και το ομότιτλο Dance of Hunchback (πόσο γαμάτος τίτλος για δίσκο, παρεμπιπτόντως).
Η μουσική που πλαισιώνει τους στίχους και την ζεστή φωνή του Kim Doo Soo, είναι επίσης απλή και αφαιρετική – οι μελωδίες υπόγειες και εύθραυστες. Επικρατεί φυσικά η ακουστική κιθάρα, με μόνη διαφορά σε σχέση με τα περισσότερα album του Kim Doo Soo την προσθήκη διάφορων άλλων οργάνων, όπως η φυσαρμόνικα, το βιολί και το τσέλο, η τρομπέτα και το ακορντεόν, που είτε εμφανίζονται επικουρικά στην σύνθεση των μελωδιών, είτε σαν απλές πινελιές στην ροή των κομματιών. Αυτές οι μικρές σε διάρκεια πινελιές, όπως και οι δεύτερες φωνές που επίσης εμφανίζονται σκόρπια στην πορεία του δίσκου, δίνουν ένα επιπλέον βάθος, ατμοσφαιρικό και συναισθηματικό. Σε γενικές γραμμές, η δομή των κομματιών είναι πολύ δουλεμένη, τα ρυθμικά μέρη είναι καθηλωτικά, ο δίσκος ακούγεται σαν ένα ενιαίο κομμάτι με όλες τις απαραίτητες διακυμάνσεις, τόσο άψογα δεμένος είναι – ο Kim Doo Soo μας προσφέρει έναν κορυφαίο δίσκο μελαγχολικής τραγουδοποιίας.
Δεν ξέρω Κορεάτικα και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να μάθω ποτέ, οπότε δεν μπορώ να εκτιμήσω ακριβώς τους στίχους των κομματιών, ούτε φυσικά να τους καταλάβω. Ακόμη κι από τις αγγλικές τους μεταφράσεις νιώθω ότι κάτι δεν πιάνω· υποθέτω ότι η απόσταση της Κορεάτικης κουλτούρας με την δικιά μας είναι μεγάλη. Έτσι όμως, για να έχετε μια ιδέα, τα περισσότερα κομμάτια καταπιάνονται είτε με κάτι μεταφυσικό, είτε με το ανέφικτο και το αφύσικο, είτε με κάτι δυσλειτουργικό – με τρόπο αφαιρετικό ή αφηρημένο και βαθιά ποιητικό. Κάτι που φανερώνουν και οι τίτλοι των περισσότερων εκ αυτών: The Land of No Wind, Leaden, Falling Blossom και το ομότιτλο Dance of Hunchback (πόσο γαμάτος τίτλος για δίσκο, παρεμπιπτόντως).
Η μουσική που πλαισιώνει τους στίχους και την ζεστή φωνή του Kim Doo Soo, είναι επίσης απλή και αφαιρετική – οι μελωδίες υπόγειες και εύθραυστες. Επικρατεί φυσικά η ακουστική κιθάρα, με μόνη διαφορά σε σχέση με τα περισσότερα album του Kim Doo Soo την προσθήκη διάφορων άλλων οργάνων, όπως η φυσαρμόνικα, το βιολί και το τσέλο, η τρομπέτα και το ακορντεόν, που είτε εμφανίζονται επικουρικά στην σύνθεση των μελωδιών, είτε σαν απλές πινελιές στην ροή των κομματιών. Αυτές οι μικρές σε διάρκεια πινελιές, όπως και οι δεύτερες φωνές που επίσης εμφανίζονται σκόρπια στην πορεία του δίσκου, δίνουν ένα επιπλέον βάθος, ατμοσφαιρικό και συναισθηματικό. Σε γενικές γραμμές, η δομή των κομματιών είναι πολύ δουλεμένη, τα ρυθμικά μέρη είναι καθηλωτικά, ο δίσκος ακούγεται σαν ένα ενιαίο κομμάτι με όλες τις απαραίτητες διακυμάνσεις, τόσο άψογα δεμένος είναι – ο Kim Doo Soo μας προσφέρει έναν κορυφαίο δίσκο μελαγχολικής τραγουδοποιίας.
((E A R))
((E Y E))